Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Έχει αλλάξει τίποτα;

Ο Βερναρδάκης έγραψε πριν από 100 και πλέον χρόνια.....

… Μετά τη μεταπολίτευση του 1843 και την εφαρμογή του συντάγματος τα πράγματα δεν προχωρούν με γοργότερο ρυθμό. «Σύνταγμα και ελευθερία», παρατηρεί ο Βερναρδάκης, ήταν στην Ελλάδα σύνθημα κάθε πολιτικής δράσης, χωρίς να γνωρίζουν στην Ελλάδα οι πολιτικοί την ακριβή έννοια των λέξεων αυτών. Κατ αυτούς, «σύνταγμα» ερμηνεύεται ως κατάλυση και αδιάκοπη αναμόχλευση κάθε αρχής και κάθε θεσμού, ώστε ή πολιτική ελευθερία να συμπίπτει με τη θέληση του κάθε ατόμου να λέγει και να πράττει ότι θέλει στην πολιτεία. Υπεύθυνος για όλη αυτή την κατάσταση και για την ανώμαλη πολιτική εξέλιξη του τόπου ήταν ή δοξομανία και ή φιλαρχία του Μαυροκορδάτου, ο όποιος προβάλλει από την αρχή κιόλας της επαναστάσεως, τη μαγική λέξη «σύνταγμα» πού ηλέκτριζε τους λογιότατους, όσοι διάβαζαν στα βιβλία και στις εφημερίδες της Ευρώπης τα θαύματα του θεσμού αυτού, «της πολιτικής ταύτης πανάκειας». Και τότε ο Μαυροκορδάτος δεν γνώριζε για το σύνταγμα περισσότερα από τους μαθητές του. Έτσι εγκαθιδρύθηκε «λόγω μεν πολιτεία συνταγματική, πράγματι δε καθιερώθηκε και στερεώθηκε επί θεμελίων εδραιοτέρων ολιγαρχία φοβερά, ήτοι αυτός ο επί τουρκοκρατίας κοτζαμπασισμός», επιχρισθείς μόνον δια του νωπού εκ της Δύσεως «συνταγματικού ψιμυθίου».

Ο Βερναρδάκης γενικεύοντας την κριτική του καταδικάζει την πλημμυρίδα των αγαθών και των ιδεών πού έρχονται από τη Δύση και έχουν κατακλύσει την Ελλάδα. Έτσι οι Έλληνες φαίνονται σαν να πήδησαν, μ' ένα απότομο άλμα, στη μέση της Δυτ. Ευρώπης του 19ου αιώνα και σα να γύρισαν την πλάτη τους στη ελιτιστική τους παράδοση πού την άφησαν ανεκμετάλλευτη και αναξιοποίητη με μια λέξη, την περιφρόνησαν. «Απαρνηθήκαμε τα πάτρια, γράφει, και δανεισθήκαμε ολόκληρο τον βίον ημών εκ της Δύσεως. Και πρώτον μεν απαρνηθήκαμε κατ' ουσία αν όχι και κατά τύπους, το πάτριο θρήσκευμα και λατρεύσαμε την θεότητα της γαλλικής επαναστάσεως την raison. Εάν δε και δεν εξέπνευσε ακόμη όλως παρ' ημίν η εις Χριστό πίστη, ψυχορραγεί όμως. Αφήκαμε τον εθνικό ημών στρατό και δανεισθήκαμε τον τακτικό της Ευρώπης. Αφήκαμε τα πάτρια ήθη και δανεισθήκαμε τα της Δύσης. Αφήκαμε την πάτριο δίαιτα και ενδυμασία και δανεισθήκαμε την των Φράγκων. Αφήκαμε την εθνική ποίηση και φιλολογία, και δανεισθήκαμε τα γαλλικά μυθιστορήματα. Αφήκαμε επί τέλους την πάτριον βασιλεία και δανεισθήκαμε παρά της Αγγλίας το Σύνταγμα. Ιδού λοιπόν από αναγεννήσεως και εφεξής ολόκληρος ο ευρωπαϊκός βίος, εισρεύσας εις ημάς ακωλύτως και δια μιας: Δαψιλής και άφθονος. Ήταν τούτο ορθόν και φρόνιμο; Εγώ μεν διστάζω να ανταποκριθώ μετά βεβαιότητας, άλλ' ή ιστορία μαρτυρεί, ότι όσο ξένος πολιτισμός εισέρευσε βιαίως και αδιακρίτως εις ξένον έθνος, ουδέποτε είχε αγαθά αποτελέσματα την δε αλήθεια ταύτη δεν διέψευσε μέχρι σήμερον ουδ' αυτή ή καθημερινή περί ημάς αυτούς πείρα ....η εις την γαλλική επανάσταση και σύνταγμα πίστις ουδέν άλλο παρήγαγε μέχρι τούδε και άλλο θέλει παραγάγει πάντοτε, ει μη μανιώδεις εραστές της εξουσίας και του κεντρικού" ταμείου.....

Και όμως οι ευρωπαϊκοί λαοί και κυρίως οι Άγγλοι οποίων ο εθνικός χαρακτήρας είναι «ο
ανταρκτικός πόλος» ελληνικού, έκαναν αγώνες αιώνων ολοκλήρων, ώσπου να αποκτήσουν τη συνταγματική κυβέρνηση. Έπειτα οι εθνικοί χαρακτήρες των δύο λαών και των χωρών απέχουν πολύ ο ένας από τον άλλον. «Ό Άγγλος είναι σταθερός, ευσεβής, ουδαμώς νεωτεριστής, στέρφων τα παρόντα, βραχύλογος, αθόρυβος ατάραχος, ανεπίδεκτος, δυσερέθιστος, δυσκοινώνητος, δύσπιστος, φιλαλήθης, πραγματικός, πρακτικός, εγκρατής ειρηνικός, μετριοπαθής», ενώ ο Έλληνας είναι «ασταθής, αψίκορος, ασεβής, νεωτεριστής, περιφρονητής του παρόντος άστοργος προς τα καθεστώτα, ομιλητικός, κοινωνικός, ακρόχολος, θορυβώδης, ταραχοποιός, επιδεικτικός, ευερέθιστος, εύκαμπτος, φιλοψευδής, εύπιστος, ευφάνταστος, θεωρητικός αεροβάτης, άκρατης, οξύθυμος, εμπαθής, φθονερός»

Κύριοι υπεύθυνοι για όλα αυτά είναι οι πολιτικοί άνδρες. Είναι αναντίρρητα φιλοπάτριδες, αλλά τόσο εγωιστές και φίλαρχοι ώστε να μη προσέχουν κανένα, εκτός από τον εαυτό τους
και τους γύρω τους πού τους λιβανίζουν, η φιλοπατρία τους είναι κατώτερη από τις άλλες
αντίστοιχες ιδιότητες τους. Όταν είναι στην αρχή ξεχνούν όσα σκέπτονται για την πατρίδα τους όντας έξω απ' αυτήν (από την αρχή) «και ταύτα πάντα ίνα πληρωθεί και εν τις έσχατες αυτές μέρες το πάλαι ποτέ υπό Έλληνας περί Ελλήνων ρηθέν. «Αρχή άνδρα δείκνυσιν».

Οι πολιτικοί έχουν και τους πράκτορες τους στις επαρχίες, τους κομματάρχες και κομματαρχίσκους, πού συντηρούν το κύκλωμα, πού είναι πρόθυμοι να κάνουν το παν, ακόμη να συνεργαστούν και με τους ληστές γιο να κερδίσουν τις εκλογές. Οι κομματάρχες στις επαρχίες μένουν ισχυροί παράγοντες, οι παρανομίες κατά τις εκλογές συνεχίζονται, ή βουλευτοκρατία κυριαρχεί, τρομοκρατεί τους υπαλλήλους και διαφθείρει τις συνειδήσεις. Δεν λείπουν από την Ελλάδα οι ικανοί υπάλληλοι, αλλά οι ευσυνείδητοι, οι θαρραλέοι, γιατί θα έχουν ν' αντιμετωπίσουν την οργή των κρατούντων. Το θανατηφόρο νόσημα της χώρας είναι ή ιδιοτέλεια, το προσωπικό συμφέρον. «Θεράπευσαν το νόσημα τούτο, συμφωνεί μαζί του και ο αγγλόφιλος Νικ. Δραγούμης, απολάκτισαν τις συστάσεις των βουλευτών... και μη δίσταζε ότι θέλει ακμάσει η διοίκηση». Άλλα πώς θα γινόταν αφού όλοι, κυβέρνηση, λαός και διοίκηση δένονταν με το ίδιο πλέγμα;

Και ο τύπος, το γνησιότερο τέκνο της συνταγματικής πολιτικής έχει και αυτός τις μεγάλες του ευθύνες. Και παρατηρεί ο Βερναρδάκης ή ελευθεροτυπία είναι μέγιστο αγαθό, αλλά και όπλο φοβερό, κοφτερό και δίστομο μαχαίρι, ανάλογα με ή καλή ή κακή χρησιμοποίηση του. Στον τόπο μας όμως γίνεται επί το πλείστον, κακή χρήση της ελευθεροτυπίας. Και οι Έλληνες είναι ένα έθνος πού κολυμπά σε πέλαγος εφημερίδων πολιτευόμενων και πολιτικών, «έθνος φύσει και θέσει μεν ευφάνταστο, ευαπάτητο, ανατραφέν δε και παιδευθέν μέχρι σήμερον αγυρτικώς και τοιουτοτρόπως, ως να μη δύναται να ζήση άνευ κολακείας, άνευ θυμιάματος, άνευ άνευ τύφου».
Επειδή λέγει, συνεχίζει, γυμνή την αλήθεια δεν είναι παράξενο να τον λιθοβολήσουν, έκτος ανπροτιμήσει γίνει ο ίδιος Τίμων ο μισάνθρωπος και πετώντας πέτρες δεν αφήσει κανένα να τον πλησιάσει.

Οι πολιτικοί με την εισαγωγή του συντάγματος, με τους διορισμούς των «ημετέρων» δημιούργησαν μια προνομιούχο αριστοκρατία και «αντί της εις συντηρητικούς και προοδευτικούς εύκοσμου και σώφρονος καταστάσεως και διαιρέσεως πολιτικού βίου» μετέβαλαν την Ελλάδα «εις πανδαιμόνιο διχόνοιας και κομματικών παθών» με αρχή και τέλος την αχαλίνωτη και αδιάντροπη ιδιοτέλεια. Και αυτή ή ψευτοαριστοκρατία δεν είναι άλλη παρά οι υπάλληλοι του κράτους από πρωθυπουργό ως τον κλητήρα. Επομένως, το κράτος είναι διαιρεμένο σε δύο τάξεις στους ελευθέρους - και αυτοί είναι οι υπάλληλοι - και στους δούλους και αυτοί είναι όσοι με τον ίδρώτα του προσώπου τους γεμίζουν το ταμείο του κράτους πού αδειάζουν οι άλλοι. Και σε κάθε νέα φάση της σελήνης, δηλαδή σε κάθε νέα εκλογή των αντιπροσώπων του κράτους, εσμοί ολόκληροι νέων κηφήνων πειναλέων, για τους οποίους δημιουργούνται νέες θέσεις, εισορμούν στη συνταγματική πολιτεία και αφού αυτοί αδειάσουν το ταμείο τους διαδέχονται άλλοι πολύ περισσότεροι περισσότερο πειναλέοι και ούτω καθεξής. Καμιά συνταγματική πολιτεία δεν έχει τόσο πολλούς λειτουργούς, όσους ή ελληνική.

Και όλ' αυτά, γιατί οι πολιτικοί (εννοεί βέβαια κα διπλωμάτες) είναι ανιστόρητοι, ενώ κατά την κοινή γνώμη του κόσμου νομοθέτης ή πολιτικός ανιστόρητος είναι «τέρας ανύπαρκτον», στρατιώτης χωρίς όπλα, πλοίαρχος χωρίς πυξίδα, πεζοπόρος χωρίς μάτια. Στην Ελλάδα οι ιστορικές γνώσεις πολιτικών, και αυτών ακόμη «των ειδημονεστέρων» περιορίζονται στα τρόπαια της Σαλαμίνας, του Μαραθώνα και των Πλαταιών, όσα διδάχτηκαν στο σχολείο, αν τα διδάχτηκαν.
Αρκεί γι' αυτούς «μόνη και μονωτάτη η οπλοθήκη της νομικής» ανοίγει ευρύ στάδιο από το ένα μέρος για τη θεωρία για τη σοφιστεία, πού είναι και αυτή ουσιώδης ιδιότητα Ελληνικού πνεύματος και χαρίζει στους Έλληνες πολύ περισσότερα θέλγητρα από την ιστορία.
Ο Βερναρδάκης, καθηγητής πανεπιστημίου ο ίδιος, καταφέρεται και εναντίον της ανώτατης
παιδείας πού την έπλασε ή συνταγματική αυτή πολιτεία και κοινωνία, εναντίον της Ριζαρίου σχολής πού δεν εκπληρώνει τους σκοπούς του ευεργέτη, εναντίον της Σχολής των Ευελπίδων πού βγάζει κινηματίες «είναι πασίγνωστο, σημειώνει, πώς και ποιοι εισάγονται εις την στρατιωτική σχολή, πώς και ποιοι διορίζονται αξιωματικοί πώς και ποιοι προβιβάζονται».

Εναντίον του πανεπιστημίου που δεν μπόρεσε να φθάσει στο ύψος των ευρωπαϊκών, κυρίως των γερμανικών, μολονότι ο οργανισμός τους μεταφυτεύθηκε «αυτός αυτότατος» στην Ελλάδα. Και γιατί αυτό; Γιατί «όπως ή σχολή των Ευελπίδων, όπως τόσα άλλα καθιδρύματα, τόσοι άλλοι θεσμοί, ει και καθ' εαυτούς χρήσιμοι και αναγκαίοι, διεστράφησαν όμως εις τας χείρας ημών και εκφαυλίσθησαν, ούτω και το Πανεπιστήμιο από καθιδρύματος χρησίμου και εθνωφελώς κατάντησε και αυτό μία εκ των πέντε δέκα μεγάλων πληγών του πολιτικού ημών σώματος. Προ πολλών ήδη ετών το Πανεπιστήμιον δεν κάμνει τίποτε άλλο, κυρίως ειπείν, ει μη να αραιώνει τις τάξεις των παραγωγικών μελισσών, και να συμπυκνώνει τις τάξεις των αργών και εθνοβόρων κηφήνων, των λειτουργών του συντάγματος. Μεράκια αστοιχείωτα τα πλείστα ως προς τις γνώσεις, ανερμάτιστα δε ηθικώς και θρησκευτικώς της ανατροφής, και κοινωνικώς δε πολλάκις άξεστα, διερχόμενα αβρόχοις ποσίν ως επί το πολύ τα γυμνάσια του κράτους εξ ων απολύονται συνήθως δι' απειλών και ύβρεων εισέρχονται εις το Πανεπιστήμιον 'με τα τσαρούχια' το δη λεγόμενο, όπου φυσιούνται και εξάπτονται και τυφούνται, και αντί να εγκύπτουν εις την σπουδή και μελέτη της επιστήμης, μεταβάλουν το ανώτατο εκπαιδευτήριο εις κονίστρα άμουσο και αηδή άλλοτε μεν φατριαστικών, άλλοτε δε αγρίων πολιτικών διαδηλώσεων και οχλαγωγιών και θορύβων και ταραχών. Η πολιτική δε και κοινωνική παραλυσία έφθασε εις βαθμό τέτοιο, ώστε οι μεν καθηγητές κολακεύουν τους φοιτητές, οι πολιτικοί τους συνδαυλίζουν, οι δημοσιογράφοι τους εξυμνούν, η εξουσία τους τρέμει, και τα μειράκια πανίσχυρα και παντοδύναμα ούτω γινόμενα, εξανίστανται κατά πάσης αρχή τέλους στρέφουν τα κανόνια των και κατ' αυτής της κυβερνήσεως και κατ' αυτού του θρόνου».

Με μερικές από τις γνώμες αυτές συμφωνεί και ο ανώνυμος συγγραφέας της «Στρατιωτικής
ζωής εν Ελλάδι», ο οποίος γράφει ότι από τους τελειοφοίτους των γυμνασίων λίγοι φοιτούν στο πανεπιστήμιο, ενώ οι άλλοι ζώντας μέσα στη «δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα της αηδούς πολιτικής» στρέφονται προς τη θεσιθηρία, προς τα πολιτικά κόμματα και συχνάζουν στα γραφεία των υπουργών και έπαρχων.

Άλλα και τη στρατιωτική οργάνωση της χώρας ειρωνεύεται, ενώ ο Ψυχάρης στο «Ταξίδι» του εκφράζεται με ενθουσιασμό για τον στρατό και τους αξιωματικούς και δεν πιστεύει ότι στην Ευρώπη μπορεί να βρει κανείς καλύτερους. Μιλεί ο «αλύτρωτος», πού στον στρατό βλέπει το όργανο της μελλοντικής «αποκαταστάσεως» του έθνους.
Ό Βερναρδάκης εκτείνει τη δριμύτατη κριτική του όλους γενικά τους Έλληνες πού τους
θεωρεί υπεύθυνους για την ανώμαλη πολιτική και κοινωνική κατάσταση του τόπου: «Αλλά τι να ειπεί τις, προς θεού, δια τους άλλους ανθρώπους, τους υπαλλήλους, τους υπουργούς, τους βουλευτές, τους δημοσιογράφους όλους σχεδόν τους Έλληνας, οίτινες χαίρουμε και αγαλόμεθα και σκιρτάμε όχι όταν ή ελληνική πολιτεία βαδίζει εν ειρήνη εύτακτος και σωφρονούσα, και «έκαστος πράττει τα εαυτού» Όχι όταν ισχύει η αρχή, άλλ' όταν μαίνεται ή αναρχία εις το πανεπιστήμιο , εις τη βουλή, εις τον τόπο απανταχού; Νομίζει ότι ο Θεός μας έπλασε δι' ένα και μόνον σκοπό, να αντιμαχόμεθα, να πολεμάμε και να κατεδαφίζουμε πάσα ανεξαιρέτως αρχήν, είτε καλή είτε κακήν. Πας όστις αντισταθεί εις την αρχήν δι' οιουδήποτε τρόπου, εμμέσως ή αμέσως, δια λόγου ή έργου, από του βουλευτικού βήματος ή από του τύπου, ανεξάρτητος, φιλελεύθερος, συνταγματικός, Έλληνας κατά δε τις περιστάσεις και ήρωας ή μάρτυς! Πας δε τουναντίον, ο οποίος υποτάσσεται εις την αρχήν ταύτη, δηλ. εις τον νόμο, ή προσπαθεί να στήριξη την αρχήν ταύτη, είναι πουλημένο κρέας»!
Υστέρα από όλα αυτά δεν είναι ν' απορεί κανείς, αν οι «διαιρεμένοι Έλληνες και αιωνίως διαιρούμενοι και αναδιαιρούμενοι έμειναν με σύνορα ως την Όθρη, ενώ οι Ιταλοί, αν και είχαν πολλές διχόνοιες και διαιρέσεις, κατόρθωσαν να ενωθούν και να γίνουν ένα μεγάλο κράτος, οι Ιταλοί πού μιλώντας για τους Έλληνες έχουν την παροιμιακή έκφραση «cinque Greci, dieci commandi, » (5 Έλληνες, 10 αρχηγίες). Και καταλήγει ο Βερναρδάκης στο συμπέρασμα, πού καιάλλοι είχαν διατυπώσει, ανάμεσα τους και ο Άγγλος ιστορικός G. Finlay: «η κατάρα του ελληνικού έθνους είναι ο φθόνος, και ή εξ αυτού διχόνοια».

Και τελειώνει «Ό φθόνος και η ιδιοτέλεια καθιστά ημάς εχθρούς άσπονδους πάσης αρχής,
πάσης υπεροχής, πάσης τάξεως και παντός καθεστώτος, και εξωθεί ημάς εις πόλεμο αδιάκοπο κατά πάσης αρχής. Υπό του φοβερού δε και ακαταμάχητου τούτου δαίμονος ελευνόμενοι, προτιμάμε μάλλον να πέσει εκ της αρχής ο άρχων, ο κινών τον ημέτερο φθόνο, παρά να σωθεί μεν και δοξαστεί και μεγαλυνθεί η πατρίς δι' αυτού ή και απλώς έπ' αυτού».
Διαπιστώνει ότι οι Έλληνες έχουν αμβλεία την αίσθηση της ηθικής δεοντολογίας και ότι συγχέουν την ηθική και πολιτική. Äστερ' από τον αγώνα του 21 μη έχοντας να επιδείξουν τίποτε άλλο, έκτος από πολιτική εξαχρείωση και ακαταστασία προσπαθούν να δικαιολογηθούν αναζητώντας παρόμοια παραδείγματα από την ιστορία των άλλων πολιτισμένων ξεχνώντας ότι τα παραδείγματα εκείνα σπάνια τα βρίσκουμε εδώ και εκεί κι' αυτά «τη χερί» και όχι «τω θυλάκω», και ότι είναι φαινόμενα παθολογικά ενός υγιούς οργανισμού, πυρετός που έρχεται και περνά, όπως κάθε κρίση. Ποιος όμως δυνατόν να φανεί επιεικής προς πολιτικό σώμα, πού ή πολιτική του κραιπάλη και ακολασία είναι αντιστρόφως προς το ανάστημα του; Και σαρκαστικά μιλεί για τους πανηγυρικούς που συνηθίζουν να βγάζουν στον τόπο μας - βέβαια και να δημοσιεύουν όχι μόνο για κοινούς και ασήμαντους ανθρώπους, άλλο για «εξώλεις και προώλης», όπως άλλωστε τους θεωρούσαν τον καιρό πού ζούσαν. Ό «θανών δεδικαίωται» επικρατεί. Και έτσι πυκνά ακούει κανείς ότι ο ένας έσωσε το έθνος με το σπαθί, ο άλλος με την πολιτική του σύνεση, ο άλλος με την υπουργία του, ο παρέκει με την εφημερίδα του, ο παρακάτω με την πολυετή δημόσια υπηρεσία του και όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως με την φιλοπατρία τους. «Καθόλου δε ειπείν εν Αθήναις ουδείς: συνέβη ν' αποθάνει ο ολετήρ του έθνους. Όλοι σωτήρες! Πόσον μακάριος μα την αλήθεια και αδάπανος ο νεοελληνικός αυτός θάνατος! Εις την Αθήνα ζεις, είναι αληθές άθλιος και υβριζόμενος δι' όλου του βίου σου, αλλά τουλάχιστον, αδελφέ, θνήσκεις ανευφημούμενος και μακαριζόμενος υπό πάντων ταύτα χωρίς να αναγκασθείς πρότερο να σύρειςτην άμαξα της μητρός σου, όπως ο Κλέοβις και Βίτων».

Όσο και αν υπερβάλλει ο Βερναρδάκης, λέγει και μερικές καυτερές αλήθειες πού ισχύουν ακόμη και σήμερα και θα ισχύουν ίσως για μερικές δεκάδες χρόνια, αν όχι για εκατοντάδες.

Βλέπετε καμία διαφορά από το τότε με το σήμερα;

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου