Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Προειδοποίηση Γιάννη Στουρνάρα: Επί θύραις η δραματική κρίση ρευστότητας

Είναι πρωτοφανής η χυδαιότητα που πλήττει τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό και τελικά τορπιλίζει την δημοκρατία. 

Στην περίπτωση που προκηρυχθούν εκλογές, με τον ΣΥΡΙΖΑ να υπόσχεται κατάργηση του μνημονίου και των εφαρμοσμένων νόμων του, είναι αρκετά πιθανό τα έσοδα του Δημοσίου το πρώτο δίμηνο να παρουσιάσουν σημαντική υστέρηση, δοκιμάζοντας καθοριστικά τις αντοχές της χώρας, με δεδομένη την δυσκολία δανεισμού από το ευρωσύστημα.

Στην χώρα του Καραγκιόζη, οι σοβαρές και υπεύθυνες τοποθετήσεις ως προς τα μέλλοντα να συμβούν θεωρούνται «κινδυνολογία» –έως ότου η πραγματικότητα επιβεβαιώσει την εγκυρότητά τους. 

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με την γνωστή τελευταία ηχηρή προειδοποίηση που απηύθυνε στον πολιτικό κόσμο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας ότι η χώρα απειλείται από καταστροφική κρίση ρευστότητας. Έσπευσαν έτσι τα αλαλάζοντα κύμβαλα της «προόδου» και της μεγάλης ληστείας του δημοσίου χρήματος να κατηγορήσουν τον διοικητή για μύρια όσα –ωστόσο, περί της ουσίας ουδείς λόγος.

Ποια είναι, όμως, η ουσία; Πολύ απλά, η Ελλάδα απειλείται άμεσα και πολύ σοβαρά από δραματική κρίση ρευστότητας και δεν υπάρχει πλέον κανείς που να θέλει να την βοηθήσει. Η ελληνική περίπτωση δεν προκαλεί πλέον καμμία απολύτως συμπάθεια –πολύ εύκολα δε, το έλλειμμα αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε οργή, με δυσάρεστες συνέπειες για την εικόνα και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Μίας χώρας δανειοκρατούμενης, η οποία, έχοντας δεχθεί πακτωλούς χρημάτων, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να ενισχύσει και να προαγάγει τις παραγωγικές της δομές. Σήμερα, έτσι, οδεύει προς νέα αδιέξοδα, που δεν αποκλείεται να καταλήξουν και σε άτακτη χρεοκοπία.

Ωστόσο, η προοπτική αυτή ουδόλως απασχολεί την κοινωνία και την πολιτική της χώρας, η οποία, ακόμα χειρότερα, με βάση τελευταία γεγονότα, μεταλλάσσεται και σε πολιτικό βόθρο.

Τα γεγονότα όμως τρέχουν και είναι εξόχως απελπιστικά.

Όπως επισημαίνει ο κ. Χ. Κίτσιος στο euro2day.gr, με βάση την υφιστάμενη δανειακή σύμβαση, η Ελλάδα θα έπρεπε να εισπράξει ως το τέλος του τρέχοντος έτους περίπου 10 ή 7 δισεκατ. ευρώ από το ΔΝΤ, την Ευρώπη και τις επιστροφές κερδών από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Πρόκειται για λεφτά που λείπουν ήδη από τα ταμεία, λόγω της παράτασης στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, πιέζοντας την ρευστότητα του Δημοσίου, με αποτέλεσμα να προσφεύγει στις έκτακτες εκδόσεις εντόκων γραμματίων.

Η τρύπα που δημιούργησαν η μη εκταμίευση δόσεων και η μη απόδοση κερδών από τις κεντρικές τράπεζες καλύφθηκε τους προηγούμενους μήνες από την καλύτερη του αναμενόμενου πορεία της οικονομίας και εκτέλεση του προϋπολογισμού, καθώς και από την χρήση ταμειακών διαθεσίμων ύψους περίπου 5 δισεκατ. ευρώ που διατηρούν κρατικοί οργανισμοί. 

Το πρόβλημα ρευστότητας άρχισε να γίνεται ορατό το τελευταίο δίμηνο, λόγω της ανατροπής του κυβερνητικού σχεδιασμού για άντληση κεφαλαίων από τις αγορές μέσω της έκδοσης 18μηνων εντόκων γραμματίων και 7ετών ομολόγων (στην περίπτωση που η συμφωνία με την τρόϊκα έκλεινε και ακολουθούσαν αναβαθμίσεις της χώρας). Με τα ταμεία του Δημοσίου να στεγνώνουν και τις αγορές κλειστές, η προσφυγή στην άντληση πρόσθετων ποσών μέσω έκδοσης τρίμηνων κυρίως εντόκων γραμματίων καθίσταται περίπου μονόδρομος. Ήδη, την περασμένη εβδομάδα υπήρξε έκτακτη έκδοση τρίμηνων εντόκων ύψους 1,3 δισεκατ. ευρώ με επιτόκιο 1,8% και υπάρχει νέα δημοπρασία εντόκων από την οποία το Δημόσιο σκοπεύει να αντλήσει 1 δισεκατ. ευρώ, που ενδέχεται να φθάσει στο 1,3 δισεκατ. ευρώ με τις μη ανταγωνιστικές προσφορές.

Μόνο που και εδώ υπάρχουν προβλήματα. Οι ξένες τράπεζες και οι επενδυτές δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να ανανεώσουν τον δανεισμό τους, λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί το ενδεχόμενο προκήρυξης εκλογών. Με δεδομένο ότι κατέχουν έντοκα ονομαστικής αξίας άνω των 3 δισεκατ. ευρώ (πάνω από το 35% των συνολικών εκδόσεων), αν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, προκύπτει τρύπα που θα καλυφθεί από τις εγχώριες τράπεζες. Το πρώτο δείγμα των διαθέσεων από την πλευρά των ξένων θα δοθεί στην δημοπρασία 3μηνων εντόκων που αποτελεί ρολάρισμα λήξης.

Το πρόβλημα για το Δημόσιο είναι ότι δεν είναι τόσο εύκολη όσο στο πρόσφατο παρελθόν η χρηματοδότησή του από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσω των εγχωρίων τραπεζών. Πέραν των περιορισμών που έχει επιβάλει η ΕΚΤ στην αποδοχή εντόκων γραμματίων ως ενεχύρων, οι εγχώριες τράπεζες αντιμετωπίζουν δύο σημαντικά προβλήματα: Από την μία, την βίαιη πτώση των τιμών των κρατικών ομολόγων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η αξία των ενεχύρων για άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ και, από την άλλη, το γεγονός ότι καλούνται να αντικαταστήσουν μέσα στους επόμενους δυόμιση μήνες ενέχυρα ονομαστικής αξίας περίπου 35 δισεκατ. ευρώ.

Η ανατίμηση της αξίας των ενεχύρων που αποφάσισε προ διμήνου η ΕΚΤ και ισχύει από προχθές, έχει ήδη «εξανεμισθεί» σε μεγάλο βαθμό από την ραγδαία αύξηση των spreads, με αποτέλεσμα το μαξιλάρι των 7 δισεκατ. ευρώ, όπως το υπολόγισε πρόσφατα η Moody’s, να έχει μειωθεί σημαντικά. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες καλούνται να αντικαταστήσουν ως το τέλος Φεβρουαρίου ομόλογα με εγγύηση Δημοσίου ύψους 35 δισεκατ. ευρώ (πυλώνας ΙΙ του νόμου Αλογοσκούφη). Από την 1η Μαρτίου, η ΕΚΤ έχει αποφασίσει να μην δέχεται ως ενέχυρα τα παραπάνω ομόλογα.

Ο χρόνος που έχουν στην διάθεσή τους οι τράπεζες είναι αντίστοιχος με την παράταση του μνημονίου. Αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από την υφιστάμενη Βουλή και προκηρυχθούν εκλογές, θα πρέπει –εν μέσω κλίματος εντεινόμενης αβεβαιότητας και με τις τιμές των ομολόγων να πιέζονται– να βρουν επιλέξιμα ενέχυρα. Με κλειστές τις αγορές και επομένως απαγορευτικές τις συμβάσεις δανεισμού, στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιούνται ομόλογα EFSF ή κρατικά ομόλογα άλλων χωρών της ΕΕ, οι εγχώριες τράπεζες δεν θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν τυχόν αυξημένες ανάγκες του Δημοσίου.

Στο πλαίσιο αυτό, οι Έλληνες τραπεζίτες προσδοκούν ότι η ΕΚΤ θα διευκολύνει την κατάσταση κάνοντας ένα ακόμη βήμα ποσοτικής χαλάρωσης με την απόφασή της να δέχεται ως ενέχυρο απ’ ευθείας δάνεια. Το θέμα, όμως, δεν είναι τόσο απλό. Πριν λίγες ημέρες, το πρακτορείο Reuters αποκάλυψε ότι, στο θέμα της ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ μπορεί να ζητήσει από τις κεντρικές τράπεζες χωρών όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία να βάλουν στην άκρη περισσότερα κεφάλαια ή προβλέψεις, για να καλυφθούν ενδεχόμενες ζημιές από τις αγορές ομολόγων. Το πρακτορείο συμπληρώνει δε ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να βοηθήσει να πεισθεί η Γερμανία να στηρίξει τα σχέδια για αγορά κρατικών ομολόγων.

Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας γνώριζε την πρόταση αυτή της ΕΚΤ όταν έκανε τις περί κρίσης ρευστότητας δηλώσεις του, που τόσο δαιμονοποιήθηκαν.

Πάντως, κατά το πρακτορείο Reuters, είναι σαφές ότι προς το παρόν υπάρχει διχογνωμία μεταξύ της γερμανικής Bundesbank και της ΕΚΤ ως προς τις αγορές κρατικών ομολόγων. «Η νέα πρόταση όμως μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση των ενστάσεων της Γερμανίας –που ανησυχεί μήπως, εάν τυπωθεί κι άλλο χρήμα, υπάρξουν νέες απερίσκεπτες δημόσιες δαπάνες. Οι επικριτές, ωστόσο, τονίζουν ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, διακυβεύεται ο ίδιος ο στόχος της ποσοτικής χαλάρωσης», σχολιάζει το πρακτορείο. «Εάν ζητηθεί από τις αδύναμες χώρες να βάλουν στην άκρη επιπλέον προβλέψεις, τότε δίνεται το σήμα ότι οι κεντρικές τράπεζες των εν λόγω χωρών θα αναλάβουν τον κίνδυνο πιθανών ζημιών και όχι η ΕΚΤ», καταλήγει το Reuters. «Οι ζημίες θα βαρύνουν τα κράτη μέλη», αναφέρει ένας αξιωματούχος στο πρακτορείο.

Σημειώνεται ότι ήδη στοιχίζει στην Ελλάδα σχεδόν 1,1 εκατ. ευρώ για την ασφάλιση ομολόγων ύψους 10 εκατ. ευρώ έναντι κινδύνου χρεοκοπίας. «Εάν ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος να βάλει στην άκρη και άλλα χρήματα για να εξασφαλίσει τα ομόλογά της, μπορεί να πληγεί το μέρισμα που δίνεται στην κυβέρνηση της Αθήνας ή ακόμη και να απαιτηθεί κεφαλαιακή ένεση», σημειώνει το Reuters.

Άντε τώρα να τα εξηγήσει κανείς όλα αυτά στους γελωτοποιούς του ελληνικού Κοινοβουλίου.

Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου