Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Η τελευταία σοσιαλιστική οικονομία...

Η τελευταία σοσιαλιστικού τύπου οικονομία στην Ευρώπη καταρρέει και το ερώτημα είναι αν μπορεί να παραμείνει στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Ήταν αναπόφευκτο. Η τελευταία σοσιαλιστικού τύπου οικονομία στην Ευρώπη καταρρέει για τον απλούστατο λόγο ότι, παρά τα μνημόνια και την άπλετη ευρωπαϊκή βοήθεια, δεν κατάφερε να απελευθερωθεί από τα δεσμά του κρατισμού –που είναι και η βασική αιτία της συντριβής της. Ακόμα χειρότερα, μετά από χρόνια λιτότητας και υψηλής ανεργίας, ο ποτισμένος με κρατισμό και πελατειακή πολιτική αντίληψη λαός έφερε στην εξουσία ένα εθνικολαϊκιστικό πολιτικό μόρφωμα, που υποσχόταν ότι θα καταργήσει την λιτότητα χωρίς όμως να λέει πώς. Πίσω από τις διάφορες «αντιμνημονιακές» κορώνες, με μουσικό υπόβαθρο μία προσδοκία απελευθέρωσης, κανείς δεν έλεγε με ποια μέτρα και ποιες διαδικασίες μπορεί να καταργηθεί η λιτότητα σε μία οικονομία της οποίας το ΑΕΠ ήταν σε ποσοστό 90% καταναλωτικό με δανεικά. 

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο καθηγητής κ. Κώστας Σοφούλης, γνωστός για τις προοδευτικές του ιδέες, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μάς δήλωσε ποτέ ρητά και απερίφραστα ποιο είναι το πραγματικό, χειροπιαστό και πρακτικά περιγράψιμο περίγραμμά του. Απλώς δήλωνε «αριστερά» –και μάλιστα «κυβερνώσα»– και κατά τα λοιπά άφηνε την φαντασία να κάνει τα υπόλοιπα. Κατά κανόνα δε, όλα τα κινήματα που επαγγέλλονται «τραγουδιστά αύριο» και επίγειους παραδείσους, πάντα θέλουν να αφήσουν την φαντασία των απελπισμένων ελεύθερη για να την εγκλωβίσουν στην συνέχεια με την ασαφή μεγαλοστομία της αναπαραγόμενης προσδοκίας που καλλιεργούν οι υποσχέσεις τους. Η θρησκεία τάζει παραδείσους και αφήνει τον αρχηγό της με την περιγραφή απόλυτων ιδιοτήτων, ο σταλινισμός τάζει σοβιετική ζωή με σοβιετικούς ανθρώπους, ο τσαβισμός υπόσχεται θρίαμβο των φτωχών και με βάση τον αρχηγό του που εμφανίζεται στις στοές των ορυχείων, κ.ο.κ. Τί τάζει λοιπόν ο Συριζαϊσμός; Ας παλέψουμε λιγάκι με το καίριο αυτό ερώτημα. Αξίζει, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε τις όποιες προβλέψεις χρειαζόμαστε.

Η απάντησή μας, από την άποψη αυτή, δια της λογικής οδού είναι μία. Σε βάθος χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει την Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι αυτός είναι και ο μόνος δρόμος παραμονής του στην εξουσία. Πιστεύει ότι ο κρατισμός αποτελεί εργαλείο ασκήσεως της εξουσίας και άρα θα τον στηρίξει μέσω της έκδοσης άλλου από το ευρώ νομίσματος. Αυτό βέβαια είναι και το μεγάλο λάθος του, καθ’ όσον η ελληνική οικονομία είναι αμιγώς καταναλωτική και δεν έχει σχεδόν καμμία παραγωγική δυνατότητα. Έτσι, ακόμα και με την δραχμή –και παρά τις αστείες αναλύσεις κάποιων «αριστερών» Αμερικανών οικονομολόγων– η Ελλάδα έχει ελάχιστη πρόσβαση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας υπό την παραγωγική έννοια. Με αυτά δε που συμβαίνουν σήμερα, είναι αμφίβολο αν ο τουρισμός της θα ανακάμψει στα επίπεδα του 2014. 

Είναι έτσι αναπόφευκτος ο καταποντισμός της ελληνικής οικονομίας, ακόμα και με άλλο εκτός ευρώ νόμισμα. Η ελληνική κρίση είναι αυτή του κρατισμού και τίποτε παραπάνω. Όσο λοιπόν δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αυτό, τόσο πιο ανάγλυφη προβάλλει η κατάρρευση.

Ας γυρίσουμε λοιπόν λίγα χρόνια πίσω. Όσοι έχουν ακόμα αποθέματα μνήμης, ας θυμηθούν –όπως επισημαίνει και ο Κ. Σοφούλης– ότι οι περιβόητες δεσμεύσεις συμφωνήθηκαν (δεν επιβλήθηκαν μονομερώς) όταν η χώρα προσέφυγε στην ΕΕ ως εταίρος της, ζητώντας την υποστήριξή της για να αντιμετωπίσει τον άμεσο κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας. Αυτό έγινε το 2010, όταν, με δημοσιονομικό ετήσιο έλλειμμα περίπου 35 δισεκατ. ευρώ, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές έπαψαν να δανείζουν την ελληνική κυβέρνηση. Το σύνολο σχεδόν του ελλείμματος οφειλόταν σε δημοσιονομική κακοδιαχείριση, ενώ στις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κατάσταση «μνημονίου» το έλλειμμα προκλήθηκε από την στήριξη που παρέσχε (ή έπρεπε να παράσχει) ο δημόσιος προϋπολογισμός τους στο τραπεζικό τους σύστημα –που σε εκείνες, αυτό έφερε την ευθύνη της κακοδιαχείρισης του ρόλου του. Αντίθετα, σε εμάς, η δημοσιονομική κρίση έφερε την κατάρρευση των τραπεζών, που ήταν φορτωμένες με κρατικά ομόλογα των οποίων η πραγματική αξία μηδενίστηκε. Αυτή την διαφορά οφείλουμε να κρατήσουμε στον νου, επειδή ξεκλειδώνει πολλά στην κατανόηση του δικού μας προβλήματος.

Ποιος ήταν ο στόχος της στήριξης (που οργανώθηκε με την μορφή συνεργασίας των γνωστών τριών θεσμών –Eurogroup, ΕΚΤ και ΔΝΤ); Στόχος ήταν να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία της Ελλάδος για να διευκολυνθεί η χώρα, μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα, να προσαρμόσει τα δημοσιονομικά και τις επιπτώσεις τους με το πραγματικό μέγεθος της εθνικής παραγωγής της. Με λίγα λόγια, στόχος ήταν η ελεγχόμενη εσωτερική υποτίμηση μέχρι το επίπεδο που τα δημόσια οικονομικά θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς εξωτερικό δανεισμό. Κλειδί του εγχειρήματος αυτού ήταν η αποκατάσταση του ισοσκελισμένου δημόσιου προϋπολογισμού, με την τμηματική αφαίρεση 36 δισεκατ. ευρώ ετησίως από την κρατική δαπάνη (μηδενισμός του ελλείμματος) και την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων που θα επέτρεπαν ομαλή εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. 

Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου συνεπάγεται «εσωτερική υποτίμηση». Η εσωτερική υποτίμηση είναι η μείωση του εθνικού εισοδήματος και των εξαρτημένων από αυτό μεγεθών που, στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του περιορισμού της δημόσιας δαπάνης κατά το μέτρο της μείωσης του δανεισμού της. Η εσωτερική υποτίμηση, επομένως, ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης και όχι αιτία της κρίσης. Έπρεπε να προσαρμοστεί το εθνικό εισόδημα στις δυνατότητες της δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή στον βαθμιαίο μηδενισμό του δημόσιου δανεισμού. 

Οι εταίροι προσέφεραν την δυνατότητα ώστε αυτή η προσαρμογή να γίνει με την δική τους δανειακή στήριξη, μεταφέροντας το άμεσο κόστος της προσαρμογής που θα γινόταν αλλιώς με την χρεοκοπία, σε μακροπρόθεσμη βάση (57 περίπου ετών). Αυτή ήταν η ουσία των μνημονίων που ο ΣΥΡΙΖΑ μεν δαιμονοποιεί, οι δε υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, για τους δικούς τους βραχυπρόθεσμους στόχους, δεν βγαίνουν να εξηγήσουν με παρρησία στον λαό.

Τί όρους κα δεσμεύσεις απαίτησαν και πήραν (εν μέρει) οι εταίροι γι αυτή την προφανή βοήθεια; Συνοπτικά, ζήτησαν να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να μην επαναληφθεί η κακοδιαχείριση στο μέλλον. Η ΕΕ δεν μπορούσε να φορτωθεί μία οικονομία και ένα κράτος που συνεχώς θα αναπαρήγε τις ίδιες παθογένειες. Δεν θα ήθελε και δεν θα την συνέφερε να φορτωθεί έναν οριστικά ανάπηρο εταίρο τον οποίο θα όφειλε να στηρίζει με έκτακτα (εκτός ευρωπαϊκών Συνθηκών) μέτρα διηνεκώς.

Δύο ήταν οι κατηγορίες των δεσμεύσεων που απαίτησαν οι εταίροι και που καταγράφηκαν στα διαβόητα μνημόνια. Η μία κατηγορία αφορά μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και εξορθολογισμού. Τέτοια είναι η λογιστική εξισορρόπηση του δημόσιου προϋπολογισμού με έκτακτες περικοπές δαπανών (περικοπές μισθών και συντάξεων, κατάργηση διαφόρων επιδομάτων και περικοπές σπάταλων δαπανών, κυρίως στον τομέα των κοινωνικών πολιτικών) και ο περιορισμός του προσωπικού που μισθοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα λεγόμενα διαρθρωτικά μέτρα. Τα μέτρα της κατηγορίας αυτής αφορούν με την σειρά τους δύο τομείς: τον δημόσιο και της αγοράς. Αποβλέπουν δε στην εξαφάνιση των πηγών της δημοσιονομικής εκτροπής, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (απελευθέρωση της αγοράς συντελεστών, μεταξύ των οποίων και η εργασία, για να επιτευχθεί αύξηση της κινητικότητας των παραγωγικών πόρων, που ως γνωστόν οδηγεί σε νέες επενδύσεις και απορρόφηση της ανεργίας), ώστε και ο ιδιωτικός τομέας να μπορεί να παλέψει αποτελεσματικά με τα δικά του ελλείμματα και κατ’ εξοχήν με το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.

Η αλήθεια είναι ότι για όλα αυτά τα μέτρα οι εταίροι έθεταν απλώς τους τελικούς στόχους και άφηναν την ελληνική κυβέρνηση να επιλέξει τα μέτρα που εκείνη προτιμούσε. Πρόκειται για την λογική των διαβόητων «ισοδυνάμων». Η πλημμελής προετοιμασία της ελληνικής πλευράς και η διστακτικότητα να αναλάβει το πολιτικό κόστος δικών της επιλογών, αφαίρεσαν βαθμιαία την πρωτοβουλία επιλογής των συγκεκριμένων μέτρων από τα ελληνικά χέρια και την μετατόπισαν συνεχώς και περισσότερο στους τεχνικούς των τριών θεσμών. Έτσι εξελίχθηκε το παζάρι που ζούμε σήμερα. Αυτό (νόμιζε ότι) βόλευε την ελληνική πλευρά, επειδή τής έδινε την ευχέρεια να αποποιείται της ευθύνης για τα επώδυνα μέτρα και να την ρίχνει στους «σκληρούς δανειστές». Αυτό, με την σειρά του, τροφοδότησε έναν κλιμακούμενο αντιευρωπαϊσμό –μέχρι να φθάσουμε στον σημερινό παροξυσμό, όπου η συριζαϊκή κυβέρνηση μιλάει ανοιχτά για συνθήκες «πολέμου». Αυτή ίσως είναι η χειρότερη και πιο μακροπρόθεσμη παράπλευρη απώλεια που φόρτωσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα η δειλία και η ανεντιμότητα των εκφραστών του.

Μία άλλη αρνητική παράπλευρη απώλεια της όλης πορείας, επισημαίνουν από την σκοπιά τους οι Κ.Σοφούλης και Μιράντα Ξαφά, ήταν ο κλονισμός της αξιοπιστίας των εταίρων στα μάτια των συμπατριωτών μας, που θεμελιώθηκε στον διαβόητο «λάθος πολλαπλασιαστή» του ΔΝΤ. Υπήρξε πράγματι λάθος υπολογισμός, αλλά αυτό μάλλον ωφέλησε παρά έβλαψε την Ελλάδα. Το λάθος συνίστατο στο ότι τα τρέχοντα οικονομικά μοντέλα του ΔΝΤ βάσει των οποίων επιχειρεί τις προβλέψεις του πάνω στις θα στηρίξει τις πολιτικές του, αφορούσαν οικονομίες της ανεπτυγμένης Δύσης, στην οποία τυπικά θεωρούσαν ότι ανήκει η Ελλάδα. Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής στις χώρες αυτές είναι πολύ μικρότερος από εκείνον που διακρίνει τις χώρες με έντονα κρατικιστική λειτουργία, όπως κατ’ εξοχήν ήταν οι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά και η προ κρίσεως Ελλάδα. Εκεί έπεσαν έξω οι τεχνικοί του ΔΝΤ. Δεν φρόντισαν να μάθουν εγκαίρως ότι η Ελλάδα, από την άποψη αυτή, ήταν στην ουσία κρατικοσοβιετικό απομεινάρι μέσα στην ΕΕ και όχι οικονομία ελεύθερης αγοράς, όπως φαινόταν παραπλανητικά.

Το λάθος αυτό τελικά βγήκε μάλλον εις όφελος της δειλής πολιτικής τάξης της χώρας μας, αφού ανάγκασε τους εταίρους μας να διευρύνουν την πιστωτική τους στήριξη για να περιορίσουν την περίοδο προσαρμογής –ενώ, αν είχαν προβλέψει την επιτάχυνση της εσωτερικής υποτίμησης, θα είχαν εξ αρχής επιμηκύνει την περίοδο κηδεμονίας κατά μερικές δεκαετίες, ή θα ζητούσαν ακόμη πιο επώδυνα μέτρα για να μειώσουν το διάστημα της μεταβατικής περιόδου. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να το φέρει στους ώμους το πολιτικό σύστημα των δειλών αποτροπέων του όποιου πολιτικού κόστους. Τώρα τα πράγματα προχωρούν με την δική τους δυναμική και, προφανώς, αν δεν υπάρξει άτακτη χρεοκοπία, το διάστημα κηδεμονίας θα επιμηκυνθεί όσο χρειαστεί.

Το ερώτημα είναι ποιοι θα αναλάβουν το κόστος συρρικνώσεως του κρατισμού. Μήπως δε τελικά προκρίνουν την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ έως ότου η τελευταία σοσιαλιστική οικονομία καταρρεύσει οριστικά, από μόνη της πλέον;

Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου