Το πρόβλημα -κατά την άποψή μου- δεν είναι ο Γιώργος Παπανδρέου. Ως πρώην πρωθυπουργός, που πιστεύει ότι οι εξελίξεις (ή οι μηχανορραφίες) τον έστυψαν και τον πέταξαν, δικαιολογείται να κάνει τα πάντα προκειμένου να δικαιωθεί, να του δοθεί ακόμα και μια δεύτερη ευκαιρία. Έστω και με υπερκινητικό, άγαρμπο, νευρωτικό σχεδόν τρόπο. Όπως περίπου εκείνοι που χάνουν μια δίκη και πεισμώνουν και αρχίζουν τις εφέσεις και τις αναιρέσεις και τις προσφυγές στα ευρωπαϊκά δικαστήρια και καταλήγει η ρεβάνς σκοπός της ζωής τους, που τους ρουφάει το μεδούλι.
Το πρόβλημα είναι η χρήση και το βάρος της λέξης «διάδοχος» στην ελληνική κοινωνία. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη και τα βάθη της. «Άντε, με το καλό ο διάδοχος!» εύχονται και σήμερα ακόμα στους μέλλοντες πατεράδες οι συγγενείς και οι φίλοι. Και όταν ο διάδοχος γεννηθεί και κάπως μεγαλώσει, το περιβάλλον του αρχίζει να τον προσανατολίζει –γλυκά και επίμονα- προς την ανάληψη της οικογενειακής επιχείρησης. Της όποιας οικογενειακής επιχείρησης.
Σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, οι μετοχές μιας επιχείρησης πιθανόν να ανήκουν στους απόγονους του ιδρυτή τους. Η διοίκησή της ωστόσο ανατίθεται σε μάνατζερς.
Θα ήταν αποκαλυπτική μια στατιστική που θα μας έδειχνε πόσα παιδιά στην Ελλάδα ακολουθούν το επάγγελμα των γονιών τους. Αναλαμβάνουν -κληρονομικώ δικαίω- το κατάστημα, το ιατρείο, ακόμα και την καλλιτεχνική σταδιοδρομία τους. Η μόνη πρόοδος που έχει σημειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι πως ο διάδοχος μπορεί να ανήκει και στο γυναικείο φύλο. Η θέση, κατά τα άλλα, πίσω απ' το ταμείο, η πανεπιστημιακή έδρα ή το μικρόφωνο που ανέδειξε το χρυσό λαρύγγι του γεννήτορά τους, δικαιωματικά τούς ανήκει.
Συμβαίνει το ίδιο κι αλλού; Κατά κανόνα όχι. Στην Αμερική, οι περισσότεροι –και οι πιο σημαντικοί- πρόεδροι έρχονταν από το πουθενά.
Ο πατέρας του Μπάρακ Ομπάμα ήταν ένας Κενυάτης φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Χονολουλού, ο οποίος πολύ σύντομα χώρισε με την μάνα του και επέστρεψε για πάντα στην Αφρική. Ο πατέρας του Μπιλ Κλίντον ονομαζόταν Γουίλιαμ Μπλάιθ και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τρεις μήνες πριν από τη γέννησή του. Η μάνα του παντρεύτηκε κάποιον Ρότζερ Κλίντον, έναν αλκοολικό, τζογαδόρο βενζινά, ο οποίος προφανώς δεν πληρούσε ούτε στο ελάχιστον τις προδιαγραφές για πατριός ενός προέδρου των ΗΠΑ. Ο Αβραάμ Λίνκολν, που πέρασε στην παγκόσμια Ιστορία καταργώντας τη δουλεία, είχε γεννηθεί σε μια καλύβα από γονείς σχεδόν αγράμματους.
Υπάρχουν –θα μου αντιτείνετε- και αντίθετα παραδείγματα. Οι Κένεντι όμως δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να φτιάξουν δυναστεία – κανένα από τα παιδιά και τα ανίψια του Τζων και του Ρόμπερτ δεν διεκδίκησε ύπατο αξίωμα. Οι Μπους, πάλι, το έκαναν. Με καταστροφικά σχεδόν για τη χώρα τους και για τον πλανήτη αποτελέσματα. Η ευφυΐα, το ταλέντο, η πολιτική ή η επιχειρηματική ικανότητα δεν μεταβιβάζονται γονιδιακά. Ή κι αν μεταβιβάζονται, δεν μπορεί να υποχρεώνουν τους κληρονόμους.
Σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, οι μετοχές μιας επιχείρησης πιθανόν να ανήκουν στους απόγονους του ιδρυτή τους. Η διοίκησή της ωστόσο ανατίθεται σε μάνατζερς.
Η ιδέα εξάλλου πως ο πλούτος οφείλει να επιστρέφει και να διαχέεται στην κοινωνία έχει εμπεδωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε τρεις κορυφαίοι εκπρόσωποι του καπιταλισμού -ο Μπιλ Γκέητς, ο Μαρκ Ζούγκεμπεργκ και ο Γουόρεν Μπάφετ- υπέγραψαν το 2010 ένα μεταξύ τους σύμφωνο που τους υποχρεώνει να διαθέσουν την μισή τουλάχιστον περιουσία τους σε αγαθοεργίες.
Όχι όμως στην Ελλάδα! Στην Ελλάδα, το οποιοδήποτε οικογενειακό κεφάλαιο, είτε αποτιμάται σε χρήματα είτε σε ψήφους είτε σε γνωριμίες, διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. Εφόσον δε ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου θεωρεί ιερή του υποχρέωση να το παραδώσει στα παιδιά του, γιατί να μην κρίνει ως απολύτως λογικό το Πασόκ του Ανδρέα να ανήκει δικαιωματικά στον γιό του και μάλιστα τον πρωτότοκο;
Ο Γιώργος Παπανδρέου αποτελεί μια τραγική στην ουσία περίπτωση: Το 1981, οι γονείς του, σύμφωνα με τις δικές του διηγήσεις, τον πίεσαν να μπει στο ψηφοδέλτιο της Αχαΐας – «δεν θα κουνήσεις το δακτυλάκι σου για να εκλεγείς!» του έλεγαν, «δες το απλώς σαν εμπειρία!» προσέθεταν.
Εικοσιέξι χρόνια αργότερα -κι ενώ είχε διαγράψει μια πολιτική διαδρομή που περιελάμβανε αξιοπρόσεκτες καινοτομίες (ο ΓΑΠ, λόγου χάριν, ήταν ο μόνος από το Πασόκ που είχε ευθαρσώς τοποθετηθεί υπέρ της ελεύθερης ραδιοφωνίας) αλλά και κωμικές γκάφες- το 2007, όταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος διεκδικούσε με αξιώσεις το κόμμα, δεν δίστασε να συμμαχήσει με ό,τι πιο λαϊκίστικο και φαύλο προκειμένου να παραμείνει πρόεδρος και εν αναμονή πρωθυπουργός.
Το 2009, την μεγάλη νύχτα της ζωής του, όταν σάρωσε στις εκλογές, οι οπαδοί του τον υποδέχθηκαν με το σύνθημα «Σήκω Ανδρέα για να δεις το παιδί της Αλλαγής!». Πώς θα νοιώθατε εσείς εάν στα εξήντα σας σχεδόν σάς αποκαλούσαν ακόμα παιδί;
Για έναν φροϋδικό ψυχαναλυτή δεν θα χωρούσε αμφιβολία: «Η ενηλικίωση του Γιώργου Παπανδρέου περνάει μέσα από τον συμβολικό φόνο του πατέρα του. Ο ΓΑΠ λαχταρούσε και λαχταράει το Πασόκ με σκοπό, υποσυνείδητα, να το καταστρέψει.»
Το πρόβλημα βεβαίως δεν είναι οι ψυχολογικές διαδρομές του οποιουδήποτε Παπανδρέου αλλά το πώς αυτές διαπλέκονται με τις κυρίαρχες μας αντιλήψεις. Πώς η Ελλάδα παραμένει μια προνεοτερική κοινωνία, ένα άθροισμα από κάστες και από φάρες, όπου η προτίμηση –για παράδειγμα- του νεαρού βλαστού της Γιάννας Αγελλοπούλου προς τον Σύριζα καταγράφεται στην πολιτική ειδησεογραφία. Και όπου, το θλιβερότερο, εκείνοι που δεν φέρουν εύσημα καταγωγής –«ο γιός, ο ανηψιός ή ένας από εσάς;» ήταν το σύνθημα του Γιώργου Καρατζαφέρη- αποδεικνύονται συχνά πιο τυχάρπαστοι και αδηφάγοι από τους κληρονόμους.
«Εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες...» τραγουδούσε κάποτε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Καζαντζίδης όμως δεν είχε παιδιά. Μια κλωτσιά ενός γαϊδάρου στα αχαμνά –ισχυρίζεται στην αυτοβιογραφία του- τον είχε καταστήσει στείρο. Η κληρονομιά του συνεπώς σχόλαζε. Ανήκε δηλαδή σε όλον τον κόσμο.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου