Γιατί ένας κόσμος αγαπά τόσο πολύ την Ζωή Κωνσταντοπούλου;
Γιατί λέει στους ψηφοφόρους αυτό ακριβώς που θέλουν να ακούσουν, με την στομφώδη και επιστημονικοφανή διατύπωση που απαιτείται για να ψαρώσεις κάποιον αμαθή και χειραγωγήσιμο. Οι Έλληνες έχουν ανάγκη να ακούσουν πως δεν φταίνε οι ίδιοι για την κατάστασή τους, άρα όποιος διαμορφώσει την ρητορική του με άξονα την πλήρη άφεση αμαρτιών, εντάσσοντας μάλιστα σε αυτήν γλωσσικά πυροτεχνήματα, εύπλαστες ακαδημαϊκές αοριστίες και δικολαβίστικες τεχνικές, κερδίζει κατευθείαν την συμπάθειά τους.
Γιατί πουλάει τον εαυτό της ως το απόλυτο εργαλείο κάθαρσης της πολιτικής σκηνής από την νοσηρή παλαιοκομματική παράδοση –παρότι οι καταβολές της ίδιας τυγχάνουν άκρως παλαιοκομματικές– επενδύοντας με αποτελεσματικό θράσος στην απέχθεια του κόσμου για τις περασμένες κυβερνήσεις. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, εισπράττει εύσημα απλώς επειδή, ως νέα πολιτικός, ισχυρίζεται αυθαίρετα ότι διαφέρει από τους αποδεδειγμένα κακούς πολιτικούς του παρελθόντος. Κάνει μπίζνα πάνω σε ένα κακό προηγούμενο και χρησιμοποιεί το λευκό της μητρώο ως παράσημο και εγγύηση, ενώ αυτό συνιστά απλή ένδειξη της απειρίας της. Προτάσσει εμμονικά το πρόσωπό της ως το πιο τρανό παράδειγμα φρέσκιας πολιτικής πνοής και αναδεικνύεται ως θεότητα μέσα από μία άνιση σύγκριση μεταξύ κακής παλαιότητας και καλής νεότητας –την οποία (σύγκριση) στήνει με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται πως η ίδια εκπροσωπεί το καλό και οι εχθροί της το κακό. Δεν παράγει έργο, με λίγα λόγια, απλώς επισημαίνει ότι όλοι οι άλλοι είναι κακοί, πράγμα που καθιστά αυτήν προτιμητέα.
Κατασκευάζει εχθρούς χρησιμοποιώντας ως πρώτες ύλες την λαϊκή αγανάκτηση και τους εύκολους στόχους. Αποποιείται κάθε ευθύνη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον –ούτως ή άλλως δεν προβαίνει σε καμμία ουσιαστική αλλαγή / μεταρρύθμιση, ώστε να αναλάβει προσωπικά το όποιο κόστος της–, απαλλάσσει έντεχνα τον λαό από τις δικές του ευθύνες και αποδίδει όλα τα προβλήματα που καλείται να λύσει ως πολιτικός σε πρόσωπα, θεσμούς και καταστάσεις με τα οποία ο λαός είναι ήδη θυμωμένος. Πότε είναι οι παλιές κυβερνήσεις, πότε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πότε οι Ευρωπαίοι εταίροι –η στρατηγική της πάντα βασίζεται στο να κατακεραυνώνει το προφανές, να διογκώνει προβλήματα συνομωσιολογώντας, να στοχοποιεί ανθρώπους, που κανείς δεν συμπαθεί ούτως ή άλλως, και να κατευθύνει την κοινή γνώμη προς το σημείο όπου έτσι κι αλλιώς την οδηγούν τα κατώτερα ένστικτα της μάζας.
Είναι ένας Λάκης Λαζόπουλος της πολιτικής. Σε μία εποχή που ο κόσμος έχει ανάγκη από λύσεις, η Ζωή Κωνσταντοπούλου υποδαυλίζει την περιρρέουσα υστερία και κάνει ό,τι μπορεί για να απαλλάξει τους ψηφοφόρους της από την διαδικασία της σκέψης. Αντί για πραγματιστικές λύσεις, προσφέρει ευκαιρίες για εκδίκηση, επιλογή μακράν προτιμότερη για τους περισσότερους καθώς δεν απαιτεί ιδιαίτερο κόπο αλλά εγγυάται μπόλικη εκτόνωση.
Γιατί είναι πανέξυπνη, μορφωμένη, ετοιμόλογη, αγενέστατη και εμπαθής –χαρακτηριστικά που ο Έλληνας βρίσκει πάντα ακαταμάχητα και συναρπαστικά όταν δεν στρέφονται εναντίον του (αλλά τα κατακρίνει όταν σταματούν να δουλεύουν προς όφελός του και να τού χαϊδεύουν τ’ αυτιά). Η Ζωή είναι κάτι σαν τον πανούργο και αδίστακτο φίλο που κάθε Ελληνάρας θέλει να έχει δίπλα του για να τον ξελασπώνει, σε όποιο σφάλμα κι αν έχει υποπέσει. Κατά κάποιο τρόπο, από πλευράς χαρισμάτων, είναι το φιλολαϊκό και λαοπρόβλητο ισοδύναμο του Βενιζέλου. Διαφέρουν μόνον ως προς την ιστορία και την ατζέντα τους. Μία κυριλέ και στιλιζαρισμένη τζάμπα μαγκιά που προκαλεί δέος σε όσους δεν πέρασαν την πολιτική τους εφηβεία ακόμη.
Γιατί αντιμετωπίζει τον λαό σαν συνήγορος που υπερασπίζεται τον πελάτη του στο δικαστήριο, δεν έχει αυθεντική πολιτική οντότητα, ο ρόλος της εξαντλείται στο να αντικατοπτρίζει με τους πλέον ευνοϊκούς όρους το λαϊκό αίσθημα. Ο διαρκής και ανενδοίαστος λαϊκισμός της έχει πείσει τον λαό ότι η Ζωή αποτελεί γνήσιο τέκνο του, εκχωρώντας της το δικαίωμα να μιλάει εξ ονόματός του. Συνεπώς, τίποτα απ’ όσα λέει η Ζωή δεν μπορεί να είναι λάθος, κάθε της ισχυρισμός είναι απαραιτήτως σωστός, αφού η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι η καρδιά και η φωνή του λαού. Συνεπαγωγικά, όποιος διαφωνεί με την Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι και εχθρός του λαού.
Γιατί δεν ζητάει τίποτα δυσάρεστο από τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται. Δεν του ζητάει να αλλάξει, δεν του ζητάει να ωριμάσει, δεν του ζητάει να σκεφτεί. Η μοναδική απαίτηση που έχει από αυτόν είναι να συνεχίσει να διαμαρτύρεται και να υστεριάζει κυνηγώντας μάγισσες, γιατί αυτή ακριβώς η νοοτροπία εγγυάται την πολιτική της επιβίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου