Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Οι ψυχές των μεγάλων λυγμών!

"...Οι Άθλιοι γράφτηκαν για όλα τα έθνη. Δεν ξέρω αν θα διαβαστούν απ’ όλους, όμως εγώ για όλους τούς έγραψα" (...).
"Όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας, το βιβλίο των Αθλίων χτυπά την πόρτα φωνάζοντας δυνατά: - Ανοίξτε μου! Έρχομαι για σας!
Στο σκοτεινό σημείο όπου βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ, που αγωνιά κάτω απ’ όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σ’ όλες τις γλώσσες".

Βίκτωρ Ουγκώ

...Άθλιοι στην εποχή της κρίσης. Δεν είναι πια μόνο χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Δεν είναι μόνο αλλοδαποί. Δεν είναι μόνο ψυχασθενείς. Δεν μετριούνται πια σε δεκάδες.
Είναι εκείνοι που ζούσαν με αξιοπρέπεια στην διπλανή πόρτα και οι... οικονομικές εξελίξεις... τους πέταξαν στο δρόμο!
Εκκλησία, δήμοι και ΜΚΟ έβγαλαν επιπλέον πιάτα στα τραπέζια της αλληλεγγύης τους, κάλεσαν τα νοικοκυριά να τους προμηθεύσουν με περισσότερο ρουχισμό και πλέον κρίνεται ως επιτακτική ανάγκη το κράτος να μην περιορίζεται σε στατιστικές.
Στην Ελλάδα εκτιμήσεις ΜΚΟ και της FEANTSA (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Οργανώσεων για τους άστεγους) αναφέρουν ότι οι άστεγοι ανέρχονται σε περίπου 20.000 άτομα, χωρίς να συνυπολογίζονται πρόσφυγες, μετανάστες κ.ά.
Ο «Αδέσμευτος Τύπος» περιπλανήθηκε στο Κέντρο της ελληνικής πρωτεύουσας, μπήκε σε αυλές συσσιτίων και σε δύσοσμες στοές, πλησίασε αυτούς που προσπερνούν οι περαστικοί και αποτύπωσε μικρές οδύσσειες και... μεγάλες ψυχές!
«Ό,τι μου δίνουν στο συσσίτιο το μοιραζόμαστε με το σκύλο μου», λέει ο Παντελής Μακρίδης, παραδίδοντας μαθήματα ανθρωπιάς.
«Δεν τεμπέλιασα, όμως η ζωή μου ήταν γεμάτη δυστυχία», σημειώνει με απογοήτευση η κ. Ρηγούλα Κοντορούχα.
Ο κ. Μάρκος Χαντζάκης από τότε που αρρώστησε απομακρύνθηκε από τους δικούς του γιατί δεν ήθελε να ζει εις βάρος τους, ενώ με συμπόνια μιλά για την απουσία του γιου της η κ. Ζουμπουλιά Τσιαμούρη.
«Αυτοί πλούτισαν, εγώ είμαι ΦΤΩΧΟΣ» παρατηρεί ο κ. Μάρκος Γαδ μιλώντας για τους πολιτικούς...
Πορεία στο περιθώριο. Βλέμματα υγρά, ενίοτε αγριεμένα... ακονισμένα ωστόσο σαν μαχαίρι.
Στην αρχή της Σταδίου ο Παντελής Μακρίδης, ένας άνδρας γύρω στα 45, παρόλη τη καταιγίδα παραμένει κατάχαμα και ζητιανεύει, ενώ δίπλα του υπομένει το μαρτύριο και ο σκύλος - προστάτης του, η Κόρα.
«Είμαι εδώ 8 χρόνια. Με αγαπάνε εδώ, δεν με πειράζουν. Εδώ μαζεύω έξι ευρώ τη μέρα», σημειώνει με μια αίσθηση ευγνωμοσύνης.
Εκεί ο Παντελής θα μείνει ως το βράδυ με ένα δύο διαλείμματα για φαγητό από συσσίτιο. Έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά ξέκοψε, λέει. «Η θέλησή μου με βοήθησε. Μπήκα και στον ΟΚΑΝΑ. Επέστρεψα στη ζωή αλλά είναι δύσκολα».
Τώρα με τη βροχή τα ρούχα του στάζουν. Δεν έχει ν’ αλλάξει. Αυτά θα στεγνώσουν πάνω του.
Μετακινείται, με ένα διαλυμένο αναπηρικό αμαξίδιο. Εκεί έχει δεμένη την Κόρα. Τα πόδια του τρέχουν αίματα από μια μόλυνση... τα δείχνει για να συγκινεί τους περαστικούς.
«Μια νύχτα που έφυγα από εδώ για να πάω να κοιμηθώ με χτύπησαν πίσω στην πλάτη με σουγιά. Μου είπαν: Δώσε ό,τι έχεις και δεν έχεις και μου πήραν την ταυτότητα και όλα τα χαρτιά μου.
Τότε δεν είχα την Κόρα μαζί μου, για να με προστατεύσει. Μετά μου τη χάρισαν. Όμως είναι γριά πλέον και άρρωστη. Αιμορραγεί κι εκείνη σαν κι εμένα».
Ο Παντελής εργάστηκε στα καράβια, αλλά το μεροκάματο για κάποιους κόπηκε αίφνης πολύ πριν την γενική κρίση. «Μας έδιωξαν γιατί προτιμούν τους ξένους εργάτες. Είναι πιο οικονομικοί», εξηγεί.
«Πεινάει», λέει και δείχνει το σκύλο. «Ό,τι μου δίνουν στο συσσίτιο το μοιραζόμαστε».
Βράδυ πια, όταν ελάχιστοι περνούν μπροστά από το πόστο του, σπρώχνει σιγά - σιγά το αμαξίδιό του προς το πίσω μέρος ενός καταστήματος ηλεκτρικών. Μέσα στη στοά θα πλαγιάσει χωμένος σ’ ένα χάρτινο κιβώτιο από ψυγείο, για
να μην βλέπει και να μην τον βλέπει κανείς. Όμως το κρύο τού τρυπάει τα κόκαλα.
Στη γωνία Μοναστηρίου και Αλεξανδρείας στην Ακαδημία Πλάτωνος, ξαποσταίνει τα βράδια -αν δεν βρέχει- η Ρηγούλα Κοντορούχα, μια γυναίκα περίπου 65 ετών, που κλαίει με λυγμούς περιγράφοντας τη ζωή της.
«Άμα βρέχει αλλάζω στέκι. Κοιτάζω να βρω καμιά στοά, καμιά οικοδομή ή ένα υπόστεγο για να μην βρέχομαι. Προχθές μου κλέψανε το μπουφάν, το είχα ρίξει να σκεπαστώ και το πρωί... άφαντο. Στρώμα και κουβέρτες είναι βρεγμένα τώρα».
Εχει πρόβλημα με την καρδιά της και... «όλα τα χτυπήματα της μοίρας». Πήγαινε και καθάριζε τον Αγιο Τρύφωνα για μια βοήθεια. Ο ιερέας της χάρισε ένα ράντζο. Μια μέρα, εκεί που καθάριζε την πλησίασε ένα χρήστης και της ζήτησε τσιγάρο... «Επειδή δεν είχα με μαχαίρωσε στο πόδι. Έκανα τρία ράμματα. Έφυγα κι από εκεί. Συνέχεια μπαίνουν χρήστες τα βράδια και κλέβουν από λεφτά μέχρι και το λάδι για τα καντήλια.
Κοιμόμουν ένα βράδυ, έξω πάλι και ήρθε ένας Βούλγαρος και με έκανε μαύρη στο ξύλο. Χωρίς λόγο».
Είχε σπίτι. Με νοίκι. Όταν όμως σταμάτησε να πληρώνει της έκαναν έξωση. «Πέταξαν τα πράγματά μου στο δρόμο... Με χτύπησε και αυτοκίνητο και παραλίγο να πεθάνω. Η ζωή μου είναι χίλια βιβλία», λέει.
Όταν ήρθε στην Αθήνα από τη Μυτιλήνη εργάστηκε ως καμαριέρα, λαντζιέρα, πωλήτρια... «Δεν τεμπέλιασα, όμως η ζωή μου ήταν γεμάτη δυστυχία».
Ο κ. Μάρκος Γαδ, στα νιάτα του εργάστηκε ως οικοδόμος. Στην Αθήνα ήρθε από τη Σύρο το 1982. Στην πορεία όμως προέκυψε σοβαρό πρόβλημα με τη μέση του. Έκανε εγχείρηση αλλά μετά κρίθηκε ανίκανος προς εργασία.
«Πριν από 14 χρόνια έχασα και τη γυναίκα μου από αναρρόφηση και τώρα ζω ολομόναχος. Εδώ στο δήμο (Αθηναίων) έρχομαι για φαγητό και για να μπορέσω να πω μια κουβέντα.
Γυρίζω όλη τη μέρα από εδώ και από εκεί να περάσει η ώρα να ξανάρθω εδώ να φάω πάλι ένα πιάτο φαγητό.
Τα πράγματα είναι δύσκολα και όσο πάνε δυσκολεύουν κι άλλο», παρατηρεί μετά λύπης. Λένε πως θα τα φτιάξουν, αλλά... Αυτοί έγιναν πλούσιοι, εγώ είμαι ΦΤΩΧΟΣ!».
Έλληνας εξ Αιγύπτου ο κ. Εμμανουήλ Χατζάκης, ήρθε στην Ελλάδα πριν πολλά χρόνια και εργάστηκε κυρίως ως ξενοδοχοϋπάλληλος. Μπορεί και συνεννοείται σε δέκα γλώσσες. Πριν από επτά χρόνια όμως έπαθε ένα σοβαρό ατύχημα το οποίο κατέληξε σε επιληψία «...και η ζωή μου άλλαξε άρδην. Τα φάρμακα που χρειάζομαι είναι ακριβά και γι’ αυτό μου τα δίνουν οι Γιατροί του Κόσμου».
Από τότε που αρρώστησε απομακρύνθηκε από τους δικούς του γιατί δεν ήθελε να ζει εις βάρος τους.
«Φαγητό βρίσκω στον Σύλλογο Ελλήνων Αιγυπτιωτών και στον Δήμο Αθηναίων που μου δίνει και ρούχα. Για ύπνο με φιλοξενεί ο ένας και ο άλλος. Δικό μου σπίτι δεν έχω».
Η κ. Ζουμπουλιά Τσιαμούρη νιώθει όμορφα που οι υπάλληλοι του Δήμου τής μιλούν με σεβασμό και την καλούν με το μικρό της όνομα…
Γυναίκα ψηλή, περήφανη, με έξυπνο βλέμμα, ανταποδίδει τη φροντίδα με καλά λόγια για το φαγητό. «Νόστιμο φαγάκι. Παράπονο δεν έχουμε».
Η καταγωγή της από τη Θεσσαλονίκη. Ήρθε στην Αθήνα μαζί με τον άνδρα της αλλά... «Εκείνος έπαιζε χαρτιά και ποτέ δεν φρόντισε για ένα σπίτι και ένα εισόδημα. Μέναμε λοιπόν σε ένα ξενοδοχείο στην πλατεία Βάθη. Επτά χρόνια. Μας λυπήθηκαν και μας έδωσαν ένα δωμάτιο δωρεάν.
Ο άνδρας μου δεν ζει πια. Εμένα όμως μ’ αφήνουν να μένω ακόμα εκεί. Σύνταξη τώρα προσπαθώ να βγάλω, του ΟΓΑ».
Με χαμηλωμένο το βλέμμα σημειώνει ότι πιθανόν η ζωή της να ήταν διαφορετική, αν δεν είχε ακολουθήσει τον σύζυγό της. «...Όμως τότε η γυναίκα πήγαινε όπου πήγαινε ο άνδρα της. Έτσι σήμερα, φαγητό και ρούχα είναι δωρεές, γιατί δεν έχω χρήματα». Και είναι η μεγάλη μοναξιά αυτή που τη μαραζώνει. «Εχω ένα γιο παντρεμένο στη Ρόδο, έχει και παιδιά. Μια φορά δεν ήρθε να μου πει, τι κάνεις μανούλα;... Δεν πειράζει, καλά να είναι».
ΕΜΜΗ ΠΑΝΟΥΣΗ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου