Του Παναγιώτη Δούμα
Αφού άσκησα την κριτική μου στο αγανακτισμένο πλήθος, αφού απαξίωσα τα κίνητρά του και αφού εξέφρασα την ανησυχία μου για το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η αγανάκτηση ή «αγανάκτηση» - όπως θέλετε πείτε την - αποφάσισα ότι πρέπει να βρεθώ κι εγώ εκεί, δίπλα στους συμπατριώτες μου, για να εξακολουθήσω να έχω το δικαίωμα να μιλάω.
Μην βιαστούν κάποιοι να μιλήσουν για στροφή ή αλλαγή πλεύσεως. Η γνώμη μου για τον κόσμο παραμένει η ίδια. Όταν όμως στο κέντρο της Αθήνας μαζεύονται για πλάκα πάνω από 100.000 πολίτες, χωρίς ουσιαστική κινητοποίηση, χωρίς ταμπέλες και με εξαλειμμένη την πιθανότητα να έχουν υποκινηθεί από κάποια κέντρα, πολιτικά ή μη, εγχώρια ή μη, τότε το να βρεθείς τουλάχιστον δίπλα τους, να τους παρατηρήσεις και να τους μιλήσεις είναι μονόδρομος.
Κακά τα ψέμματα, για να κουνηθεί ο Έλληνας έπρεπε να τον πονέσει η τσέπη του κι αυτό είναι ένα δεδομένο. Εκείνο όμως που παραμένει ομιχλώδες είναι το αν το οικονομικό του ξεπουπούλιασμα είναι η αιτία ή η αφορμή. Και θα παραμείνει για πάντα ομιχλώδες, ασχέτως αν στο τέλος αποδειχθεί ιστορικά ότι ήταν η αφορμή. Γιατί μπορεί οι περισσότεροι που βρέθηκαν και βρίσκονται καθημερινά στο Σύνταγμα, να ενεργοποιήθηκαν με το φθηνό κίνητρο του χρήματος και του κέρδους, όμως η εύκολη και ενθουσιώδης συσπείρωσή τους, σε πείσμα μάλιστα κάποιων ηλιθίων, γύρω από την ελληνική σημαία και η επίμονη άρνησή τους να δώσουν στην διαμαρτυρία τους έναν υπερεθνικό και ταξικό χαρακτήρα μας λέει πολλά.
Κάνοντας λοιπόν μία πρόχειρη προσωπική σφυγμομέτρηση διεπίστωσα ότι οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι αναγνωρίζουν την προσωπική τους ευθύνη για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα. Στο ερώτημα, εάν συμφωνούν ότι η χώρα πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές της, απαντούν μεν ότι πρέπει, αρνούνται όμως να υποβληθούν σε περαιτέρω θυσίες, επικαλούμενοι άνιση αντιμετώπιση έναντι κάποιων άλλων συμπατριωτών τους. Συγχρόνως όμως, αρνούνται επιμόνως να μπουν σ' ένα παιχνίδι κομματικής πόλωσης, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όλων όσων με σκοπό την περιχαράκωση των προκλητικών «κεκτημένων» τους έχουν καταστήσει το μνημόνιο σε σάκκο του μποξ, αντί στην θέση του να είναι η κυβέρνηση για την κακή διαχείρισή του, ο κόσμος δεν δείχνει να πείθεται.
Αποτελεί λοιπόν ευχάριστη έκπληξη ότι οι Έλληνες, έστω και τώρα που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού, περιορίζονται στην μούντζα, στην συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος δηλαδή, χωρίς διακριτικά και με μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς την γαλανόλευκη. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά ίσως από τότε που εφευρέθη το σύνθημα «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η βουλή», που οι υποβολείς του δεν ευρίσκονται οι ίδιοι μέσα στην βουλή.
Η εθνική συσπείρωση ωστόσο στην καθημερινή πολιορκία του Ελληνικού Κοινοβουλίου έχει ακόμη πολύ δρόμο. Κι αυτό διότι προϋποτίθεται μία ζύμωση υπό τον κυματισμό των γαλανόλευκων λαβάρων, που αποτελούν εγγυητή μίας πολιτικής ανακωχής μεταξύ των Ελλήνων πολιτών. Κι αυτή η ζύμωση πρέπει να οδηγήσει στην αυτοκριτική. Οι μούτζα, για να αποκτήσει ισχύ πρέπει να στραφεί προς εμάς τους ίδιους. Μόνον τότε θα θορυβηθούν οι κρατούντες. Αυτό θα αποτελέσει ίσως και την βαθύτερη τομή σε μία ανασυντιθέμενη κοινωνία. Μία κοινωνία που διαιρείται πλέον ανάμεσα σ' αυτούς που αναγνωρίζουν τις προσωπικές και συλλογικές τους ευθύνες, αυτούς δηλαδή που επιθυμούν η πατρίδα μας να αλλάξει και να προχωρήσει και σε εκείνους που θέλουν να μείνουν όλα στάσιμα, ώστε να μην απωλέσουν τα οικονομικά αλλά και πολιτικά τους προνόμια. Οι περισσότεροι δε εξ' αυτών, των τελευταίων, δεν θέλουν καν πατρίδα.
Αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι πολλοί. Είναι τα αμετανόητα μέλη της ενισχυμένης μεταπολιτευτικής ολιγαρχίας, που κράτησε το ελληνικό έθνος σε ομηρία για τριάντα πέντε χρόνια. Είναι αυτοί που οργανώνουν τις «λαϊκές συνελεύσεις» και αποφασίζουν «αμεσοδημοκρατικά» ότι η ελληνική σημαία είναι φασιστικό σύμβολο και δεν έχει θέση στις λαϊκές κινητοποιήσεις, είναι αυτοί που καλούν χοτζικούς Αλβανούς ρουφιάνους να περιγράψουν την συνταγή των γελοίων ονειρώξεών τους, είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν τον εθνικό χαρακτήρα της αγανάκτησης, όπως ο δράκουλας τον σταυρό.
Είναι όμως κι αυτοί, που όντες τόσοι λίγοι τσακώνονται εδώ και δέκα μέρες για το αν θα κάτσουν μαζί ή χωριστά ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ-ΜΛ στα τραπέζια των «επιτροπών» τους και την ίδια ώρα βρίζουν τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα.
Δεν χρειάζεται να τους δείξουμε με το δάκτυλο. Δεν χρειάζεται να τους φωνάξουμε καν. Και μόνον η ελληνική σημαία στα χέρια μας τους κρατά μακριά μας, όπως τον διάολο το λιβάνι. Για την επόμενη λοιπόν φορά που θα πάτε στο Σύνταγμα, θυμηθείτε δύο πράγματα. Σημαιοστολιστείτε και φυλάξτε κι ένα φάσκελο για την πάρτη σας.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου