Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι μιλούμε για το αυτονόητο, επιχειρώντας να πείσουμε τους άλλους πως λέμε κάτι πολύ σημαντικό. Από τον Μάιο του 2010, επαναλαμβάνεται καθημερινώς, από πολιτικούς και «αρμοδίους» όλου του πολιτικού και οικονομικού φάσματος, πως χωρίς ανάπτυξη δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση.
Είχαμε σημειώσει από την πρώτη στιγμή, ότι αυτό το γνωρίζει και ο βοσκός των... Αγράφων, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος από τους περισπούδαστους οικονομολόγους, που κατά μεγάλη δυστυχία μας ενσκύπτουν αδιαλείπτως στα τηλεπαράθυρα αναμασώντας κοινοτoπίες, για να το αντιληφθεί. Εκείνο που δεν μας λέγουν είναι για ποια ανάπτυξη μιλάμε και πώς θα την επιτύχουμε αυτήν.
Ποιος είναι ο αναπτυξιακός σχεδιασμός μας, πέραν των εκκλήσεων και των επί τόπου αναζητήσεων στα πέρατα του κόσμου, επενδυτών; Ποιοι είναι οι τομείς που πρέπει να αναπτυχθούν; Αλλά, και το πολύ σπουδαίο, με ποιους τρόπους θα βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα, ώστε να προσελκυσθούν ξένα κεφάλαια;
Θα θυμούνται οι αναγνώστες, πώς προέκυπταν οι αριθμοί τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι κυβερνήσεις για να μας πείσουν -και να ψηφίσουμε το κυβερνητικό κόμμα- οι οποίοι, υποτίθεται, απεικόνιζαν την ανάπτυξη της χώρας. Το τελευταίο έτος -πριν παραδώσει το δαχτυλίδι- της διακυβέρνησης του κράτους από τον κ. Σημίτη, επαιρόταν ο ίδιος επειδή είχε επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3,5%. Ικανοποιητικό ποσοστό, το οποίο συνέκρινε μάλιστα με το 1% περίπου που είχε επιτύχει η Γερμανία.
Ο παππούς Γεώργιος Παπανδρέου είχε πει πως «οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι πολίτες πένονται». Αυτό συνέβη πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση. Επειδή ο κ. Σημίτης είχε αποφύγει να μας εξηγήσει από πού προήλθε η ανάπτυξη του 3,5%. Ποια ήταν η πραγματικότητα: Ότι ωφεληθήκαμε από τρεις παράγοντες, εντελώς άσχετους με την παραγωγική διαδικασία.
Πρώτον, από το όφελος της υποτίμησης του δολαρίου, γεγονός που οδήγησε και σε ανάλογη μείωση των τοκοχρεωλυσίων, δεύτερον από τις επιδοτήσεις εκ της Ε.Ε. και τρίτον από πώληση δημόσιας περιουσίας. Αυτοί οι τρεις παράγοντες αθροιζόμενοι, έδιναν 2,4%. Από το 3,5% δηλαδή, έμεινε 1,1% που θα μπορούσε να πιστωθεί στην παραγωγικότητα, αλλά και αυτό το ποσοστό προερχόταν από τα δημόσια έργα λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Για ποια ανάπτυξη, λοιπόν, της τάξης του 3,5% έγινε λόγος;
Κάτι παρόμοιο υπάρχει φόβος να συμβεί και τώρα. Πουλώντας τη δημόσια περιουσία, θα εμφανίζουμε τα εισπραχθέντα ως ανάπτυξη; Βέβαια, και σ’ αυτό δεν μπορούμε να επιδείξουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα, με το Reuters να δημοσιεύει την πληροφορία από υψηλόβαθμο αξιωματούχο που συμμετείχε στην απόπειρα πώλησης της ΔΕΠΑ στους Ρώσους, ότι στο θέμα έγινε ερασιτεχνικός χειρισμός από πλευράς μας.
Ως προς το επενδυτικό κλίμα, θυμάται άραγε ο αρμόδιος υπουργός αυτό που είπαν οι Γερμανοί επιχειρηματίες; Ότι, θα σκεφθούν την δυνατότητα επενδύσεων στην Ελλάδα, αφού πρώτα δουν τους Έλληνες επενδυτές να το πράττουν. Μήπως θα έπρεπε πρώτα να βρουν τρόπους οι αρμόδιοι, ώστε να μη φεύγουν οι Έλληνες επιχειρηματίες από την Ελλάδα; Πώς θα πείσεις τους άλλους να έρθουν, όταν φεύγουν οι δικοί σου;
Αλλά, αντί να αναζητούμε στην υφήλιο επενδυτές, ποιες προσπάθειες έγιναν ώστε να μη πτωχεύσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις; Αν το κράτος έδινε, όπως υποσχέθηκε η κυβέρνηση από τον περασμένο Σεπτέμβριο, τα άνω των 10 δισ. ευρώ που οφείλει στις ελληνικές επιχειρήσεις, θα ήταν χειρότερη λύση από την προσπάθεια να πουλήσουμε νησιά σε Ρώσους και Εμίρηδες;
Όλα αυτά, προστιθέμενης και της αμφίβολης -όπως αποδεικνύουν τα πράγματα- ικανότητας των παχυλώς αμειβόμενων συμβούλων που ανέλαβαν το έργο των ιδιωτικοποιήσεων και της ανάπτυξης, προφανώς και δεν συνθέτουν εικόνα που να επιτρέπει αισιοδοξία, αν δεν αλλάξουν πρόσωπα και τακτικές, όσο γίνεται γρηγορότερα.
Ο Μακεδών
Είχαμε σημειώσει από την πρώτη στιγμή, ότι αυτό το γνωρίζει και ο βοσκός των... Αγράφων, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος από τους περισπούδαστους οικονομολόγους, που κατά μεγάλη δυστυχία μας ενσκύπτουν αδιαλείπτως στα τηλεπαράθυρα αναμασώντας κοινοτoπίες, για να το αντιληφθεί. Εκείνο που δεν μας λέγουν είναι για ποια ανάπτυξη μιλάμε και πώς θα την επιτύχουμε αυτήν.
Ποιος είναι ο αναπτυξιακός σχεδιασμός μας, πέραν των εκκλήσεων και των επί τόπου αναζητήσεων στα πέρατα του κόσμου, επενδυτών; Ποιοι είναι οι τομείς που πρέπει να αναπτυχθούν; Αλλά, και το πολύ σπουδαίο, με ποιους τρόπους θα βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα, ώστε να προσελκυσθούν ξένα κεφάλαια;
Θα θυμούνται οι αναγνώστες, πώς προέκυπταν οι αριθμοί τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι κυβερνήσεις για να μας πείσουν -και να ψηφίσουμε το κυβερνητικό κόμμα- οι οποίοι, υποτίθεται, απεικόνιζαν την ανάπτυξη της χώρας. Το τελευταίο έτος -πριν παραδώσει το δαχτυλίδι- της διακυβέρνησης του κράτους από τον κ. Σημίτη, επαιρόταν ο ίδιος επειδή είχε επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3,5%. Ικανοποιητικό ποσοστό, το οποίο συνέκρινε μάλιστα με το 1% περίπου που είχε επιτύχει η Γερμανία.
Ο παππούς Γεώργιος Παπανδρέου είχε πει πως «οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι πολίτες πένονται». Αυτό συνέβη πράγματι στην συγκεκριμένη περίπτωση. Επειδή ο κ. Σημίτης είχε αποφύγει να μας εξηγήσει από πού προήλθε η ανάπτυξη του 3,5%. Ποια ήταν η πραγματικότητα: Ότι ωφεληθήκαμε από τρεις παράγοντες, εντελώς άσχετους με την παραγωγική διαδικασία.
Πρώτον, από το όφελος της υποτίμησης του δολαρίου, γεγονός που οδήγησε και σε ανάλογη μείωση των τοκοχρεωλυσίων, δεύτερον από τις επιδοτήσεις εκ της Ε.Ε. και τρίτον από πώληση δημόσιας περιουσίας. Αυτοί οι τρεις παράγοντες αθροιζόμενοι, έδιναν 2,4%. Από το 3,5% δηλαδή, έμεινε 1,1% που θα μπορούσε να πιστωθεί στην παραγωγικότητα, αλλά και αυτό το ποσοστό προερχόταν από τα δημόσια έργα λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Για ποια ανάπτυξη, λοιπόν, της τάξης του 3,5% έγινε λόγος;
Κάτι παρόμοιο υπάρχει φόβος να συμβεί και τώρα. Πουλώντας τη δημόσια περιουσία, θα εμφανίζουμε τα εισπραχθέντα ως ανάπτυξη; Βέβαια, και σ’ αυτό δεν μπορούμε να επιδείξουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα, με το Reuters να δημοσιεύει την πληροφορία από υψηλόβαθμο αξιωματούχο που συμμετείχε στην απόπειρα πώλησης της ΔΕΠΑ στους Ρώσους, ότι στο θέμα έγινε ερασιτεχνικός χειρισμός από πλευράς μας.
Ως προς το επενδυτικό κλίμα, θυμάται άραγε ο αρμόδιος υπουργός αυτό που είπαν οι Γερμανοί επιχειρηματίες; Ότι, θα σκεφθούν την δυνατότητα επενδύσεων στην Ελλάδα, αφού πρώτα δουν τους Έλληνες επενδυτές να το πράττουν. Μήπως θα έπρεπε πρώτα να βρουν τρόπους οι αρμόδιοι, ώστε να μη φεύγουν οι Έλληνες επιχειρηματίες από την Ελλάδα; Πώς θα πείσεις τους άλλους να έρθουν, όταν φεύγουν οι δικοί σου;
Αλλά, αντί να αναζητούμε στην υφήλιο επενδυτές, ποιες προσπάθειες έγιναν ώστε να μη πτωχεύσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις; Αν το κράτος έδινε, όπως υποσχέθηκε η κυβέρνηση από τον περασμένο Σεπτέμβριο, τα άνω των 10 δισ. ευρώ που οφείλει στις ελληνικές επιχειρήσεις, θα ήταν χειρότερη λύση από την προσπάθεια να πουλήσουμε νησιά σε Ρώσους και Εμίρηδες;
Όλα αυτά, προστιθέμενης και της αμφίβολης -όπως αποδεικνύουν τα πράγματα- ικανότητας των παχυλώς αμειβόμενων συμβούλων που ανέλαβαν το έργο των ιδιωτικοποιήσεων και της ανάπτυξης, προφανώς και δεν συνθέτουν εικόνα που να επιτρέπει αισιοδοξία, αν δεν αλλάξουν πρόσωπα και τακτικές, όσο γίνεται γρηγορότερα.
Ο Μακεδών
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου