Όταν κάποτε διαβάζαμε στα Αναγνωστικά του Δημοτικού Σχολείου για τους Μεγάλους Εθνικούς Ευεργέτες, σαν τον Ηπειρώτη, Ζώη Καπλάνη, ο οποίος θυσίασε τους κόπους μιας ζωής για την Πατρίδα, σήμερα κάποιοι ξοδεύουν τους κόπους μιας Πατρίδας για τη δική τους ζωή! Ούτε τα χρήματα που έχουν καταθέσει σε τράπεζες του Εξωτερικού δεν επιστρέφουν για να βοηθήσουν την Ελλάδα!..
Ο Ζώης Καπλάνης ανήκει στην κατηγορία εκείνων των εθνικών ευεργετών πριν από την απελευθέρωση (πέθανε το 1806), που δεν... έκαναν τις ευεργεσίες τους για τα οικονομικά τους συμφέροντα ή για λόγους υστεροφημίας. Ήταν ένας «σεμνός και διακριτικός ευεργέτης». Ορφανός από πολύ μικρός και αργότερα «ιδεολόγος άγαμος» προσομοιάζει με τους Ζωσιμάδες, οι οποίοι άλλωστε και αποτελούσαν ένα από τα πρότυπά του. Ο Καπλάνης έγινε σύμβολο για τους υπόδουλους Ηπειρώτες – και όχι μόνον. Είναι υπόδειγμα εθνικής προσφοράς με αιχμή την εκπαίδευση και το φωτισμό του γένους. Το όνομα και οι ευεργεσίες του έμειναν θρυλικά, στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Ζώης Καπλάνης γεννήθηκε στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων το 1736. Από τον μορφωμένο του καιρού εκείνου πατέρα του έμαθε τα πρώτα γράμματα. Δεν χάρηκε όμως για πολύ την οικογενειακή ζεστασιά. Παιδάκι ακόμη χάνει τη μητέρα του και ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Ύστερα από λίγο καιρό όμως πεθαίνει και αυτός, χωρίς να του αφήσει οποιαδήποτε περιουσία. Έτσι ο μικρός Ζώης μένει μόνος και φτωχός και επιπλέον αναγκάζεται να συντηρεί και τη μητριά του, μεταφέροντας καθημερινά καυσόξυλα στα Γιάννενα, τα οποία πουλούσε μοιράζοντας το κέρδος με ένα γείτονά του, που του είχε δανείσει το γαϊδουράκι του για το σκοπό αυτό. Έκανε όμως παραδειγματική οικονομία, γι’ αυτό οι κακόβουλοι συντοπίτες του τον αποκαλούσαν «Πικροζώη», ένα προσωνύμιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή, ακόμη και όταν έγινε βαθύπλουτος.
Στα 14 μόλις χρόνια του ο Ζώης Καπλάνης εγκατέλειψε το χωριό του και ήρθε στα Γιάννενα, όπου και τον περιμάζεψαν κάποιοι συγγενείς του – γουνέμποροι το επάγγελμα – και τον είχαν για ένα χρονικό διάστημα υπό την προστασία τους. Δεν έμεινε πολύ στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, άφησε όμως να αποκαλυφθούν οι σπάνιες αρετές με τις οποίες ήταν προικισμένος ο μικρός Ζώης. Βελτίωσε μόνος του τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις, διαβάζοντας τα βράδια κάτω από το φως ενός κεριού. Κατά ορισμένους βιογράφους του πιθανόν να φοίτησε και σε κάποια από τις φημισμένες σχολές των Ιωαννίνων της εποχής εκείνης. Στα δεκαοχτώ του χρόνια προσλαμβάνεται από το γιαννιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Χατζηνίκο, ως «τσιράκι», για να μάθει τη γουναρική τέχνη.
Αυτός διέγνωσε τα προσόντα του και γρήγορα τον απάλλαξε από τα βασικά καθήκοντα του, ώστε να μπορεί ο Καπλάνης να μελετά και να μορφώνεται. Σύντομα ο μέντοράς του τον έκανε από βοηθό συνέταιρο και τον πήρε μαζί του στο Βουκουρέστι, όπου ο Χατζηνίκος διατηρούσε ένα δεύτερο μεγάλο οίκο γουναρικών. Στη συνέχεια τον στέλνει στη Νίζνα της Ουκρανίας (τότε Ρωσίας), όπου ήταν εγκατεστημένοι πολλοί Ηπειρώτες.
Στην πόλη αυτή ο Καπλάνης έμεινε για τρία περίπου χρόνια, περιοδεύοντας συγχρόνως για δουλειές της εταιρείας σε αρκετές πόλεις της Ρωσίας και της Κεντρικής Ευρώπης, κατά τις τελούμενες εκεί εμποροπανηγύρεις. Από τη Νίζνα μετακομίζει στη Μόσχα που ήταν το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίας γούνας στην Ευρώπη.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Καπλάνης και ο Χατζηνίκος θα συναντηθούν στο Βουκουρέστι και θα λύσουν συναινετικά την εμπορική τους σχέση, αφού κανόνισαν πρώτα όλους τους κοινούς λογαριασμούς τους. Ο Καπλάνης ξαναγυρίζει στη Μόσχα, όπου νοικιάζει ένα ταπεινό κελί στο γραικικό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και κάνει μια λιτή και μετρημένη ζωή. Δουλεύοντας σκληρά και έξυπνα, σύντομα γίνεται ένας από τους πιο αξιόπιστους και πετυχημένους μεγαλέμπορους γουναρικών της Ευρώπης. Γρήγορα σχημάτισε αμύθητη περιουσία. Στη Μόσχα συνδέεται με στενή φιλία με το συμπατριώτη του Ζώη Ζωσιμά, ο οποίος τον μύησε στην ιδεολογία της ευεργεσίας.
Οι κακουχίες της ζωής του από την μια και η απόκτηση περιουσίας μετά κόπων και βασάνων από την άλλη , δημιουργούν στον Καπλάνη συναισθήματα βαθιάς και ανιδιοτελούς προσφοράς τόσο προς τον συνάνθρωπό του όσο και προς το ΄Εθνος.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των έξι αδερφών Ζωσιμάδων παρέμεινε άγαμος, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί απερίσπαστος «στο πρώτον και θείο έργον, το οποίον είναι διά παντός το καλόν της πατρίδος», όπως έλεγε και όπως έκανε πράξη σε όλη του τη ζωή. Από τη Μόσχα δεν ξανάφυγε μέχρι το τέλος της ζωής του, στην οποία από την πρώτη στιγμή άρχισε να βοηθάει δικούς του και ξένους συνανθρώπους του. Ήδη από το 1797 καταθέτει στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο Μόσχας 10.000 ρούβλια και, οι τόκοι των χρημάτων αυτών να δωρίζονται στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Από το επόμενο έτος (1798 ), αναλαμβάνει τη συντήρηση της άπορης πλέον Μαρουτσικής Σχολής στην ίδια πόλη, δημιουργώντας νέο «κτίριονευρύχωρον» βιβλιοθήκη και, καταθέτοντας αργότερα, το 1806, υπέρ αυτής 100.000 ρούβλια. Ταυτόχρονα θέτει τη Σχολή υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας και καταθέτει εφάπαξ, οικονομική βοήθεια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή 7.500 γρόσια.
Με την διαθήκη του, στις 15-08-1806, ορίζει να κατατεθούν πάντοτε, «αιωνίως» 10.000 ρούβλια, με σκοπό να προικίζονται τα φτωχά κορίτσια, από τα χωρία Γραμμένο και Τζιουντίλα, σημερινό Ζωοδόχος και, άλλα 10.000 ρούβλια για τους φτωχούς των ίδιων χωριών, του δικού του και της μάνας του. Επίσης αφήνει 10.000 ρούβλια για τους φυλακισμένους των Ιωαννίνων, 5.000 για την Πατμιάδα Σχολή και, άλλες τόσες για την Αθωνιάδα. Ακόμη αφήνει 6.000 για να προικίζονται τα άπορα κορίτσια της πόλης των Ιωαννίνων και, 2.000 υπέρ του Νοσοκομείου Νίζνας της Ρωσίας.
Πρέπει να τονιστεί ότι το 73% της περιουσίας του διατίθεται για τη μεγάλη του αγάπη, την Καπλάνειο Σχολή, για την οποία πρόβλεψε και την οικονομική ενίσχυση των φτωχών μαθητών αλλά και τη μισθοδοσία τριών καθηγητών των ξένων γλωσσών!
Όπως ήταν φυσικό, αυτή η Σχολή πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της. Αυτό το σχολείο φρόντισε ο ίδιος να κατοχυρώσει με πατριαρχικό σιγίλιο και για το λόγο αυτό η Καπλάνειος ονομάστηκε και Σχολή «Πατριαρχική». Ήθελε. έτσι να εξασφαλίσει τη μονιμότητα και τη διάρκεια της Σχολής για το φωτισμό του φίλτατου Γένους.
Πρώτος δάσκαλος της Σχολής υπήρξε ο γνωστός λόγιος και μεγάλος πατριώτης Αθανάσιος Ψαλίδας. Μετά τις πρώτες σπουδές του στα Γιάννινα συμπλήρωσε τη μόρφωσή του στη Ρωσία και στη Βιέννη. Έτσι, νέος ακόμα, αναδεικνύεται κορυφαίος εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Ύστερα από δέκα χρόνια απουσίας ο Αθαν. Ψαλίδας ξαναγύρισε στα Γιάννινα το 1795 και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής. Γίνεται ο Αρχιδιδάσκαλος των Ιωαννίνων.Με το δυναμισμό του, την προοδευτικότητα και τον παιδαγωγικό ζήλο,εγκαινιάζει νέα εποχή άνθησης της παιδείας στον τόπο μας. Εκσυγχρονίζει το σχολικό πρόγραμμα, το εμπλουτίζει με νέα μαθήματα. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας διηύθυνε την Καπλάνειο Σχολή επί 15 ολόκληρα χρόνια και την κατέστησε πόλο έλξης σπουδαστών από όλα τα μέρη, το ανώτερο εκπαιδευτήριο του ελλαδικού χώρου.
Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της Ηπείρου. Ξένοι περιηγητές που τον γνώρισαν τότε στα Γιάννινα, άφησαν εγκωμιαστικές εντυπώσεις από τις συνομιλίες που είχαν μαζί του, με ιδιαίτερα γνωρίσματα την ελευθεροφροσύνη και την παρρησία του.
Το Γραμμένο και η Ζίτσα ξεχώριζαν στο νομό Ιωαννίνων για τη λειτουργία στη διάρκεια της τουρκοκρατίας δύο σχολείων για την στοιχειώδη εκπαίδευση με όλες τις ευεργετικές επιπτώσεις για την αναγέννηση του Έθνους. Το Σχολείο στο Γραμμένο έκτισε ο Ζώης Καπλάνης και ανέλαβε και τα λειτουργικά του έξοδα.
Τέσσερις μήνες μετά τη σύνταξη της διαθήκης του ο Ζώης Καπλάνης πεθαίνει στη Μόσχα, μετά από βαριά ασθένεια, σε ηλικία 70 χρόνων και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως Εθνικός Ευεργέτης.
Ο Ζώης Καπλάνης ανήκει στην κατηγορία εκείνων των εθνικών ευεργετών πριν από την απελευθέρωση (πέθανε το 1806), που δεν... έκαναν τις ευεργεσίες τους για τα οικονομικά τους συμφέροντα ή για λόγους υστεροφημίας. Ήταν ένας «σεμνός και διακριτικός ευεργέτης». Ορφανός από πολύ μικρός και αργότερα «ιδεολόγος άγαμος» προσομοιάζει με τους Ζωσιμάδες, οι οποίοι άλλωστε και αποτελούσαν ένα από τα πρότυπά του. Ο Καπλάνης έγινε σύμβολο για τους υπόδουλους Ηπειρώτες – και όχι μόνον. Είναι υπόδειγμα εθνικής προσφοράς με αιχμή την εκπαίδευση και το φωτισμό του γένους. Το όνομα και οι ευεργεσίες του έμειναν θρυλικά, στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Ζώης Καπλάνης γεννήθηκε στο χωριό Γραμμένο των Ιωαννίνων το 1736. Από τον μορφωμένο του καιρού εκείνου πατέρα του έμαθε τα πρώτα γράμματα. Δεν χάρηκε όμως για πολύ την οικογενειακή ζεστασιά. Παιδάκι ακόμη χάνει τη μητέρα του και ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Ύστερα από λίγο καιρό όμως πεθαίνει και αυτός, χωρίς να του αφήσει οποιαδήποτε περιουσία. Έτσι ο μικρός Ζώης μένει μόνος και φτωχός και επιπλέον αναγκάζεται να συντηρεί και τη μητριά του, μεταφέροντας καθημερινά καυσόξυλα στα Γιάννενα, τα οποία πουλούσε μοιράζοντας το κέρδος με ένα γείτονά του, που του είχε δανείσει το γαϊδουράκι του για το σκοπό αυτό. Έκανε όμως παραδειγματική οικονομία, γι’ αυτό οι κακόβουλοι συντοπίτες του τον αποκαλούσαν «Πικροζώη», ένα προσωνύμιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή, ακόμη και όταν έγινε βαθύπλουτος.
Στα 14 μόλις χρόνια του ο Ζώης Καπλάνης εγκατέλειψε το χωριό του και ήρθε στα Γιάννενα, όπου και τον περιμάζεψαν κάποιοι συγγενείς του – γουνέμποροι το επάγγελμα – και τον είχαν για ένα χρονικό διάστημα υπό την προστασία τους. Δεν έμεινε πολύ στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, άφησε όμως να αποκαλυφθούν οι σπάνιες αρετές με τις οποίες ήταν προικισμένος ο μικρός Ζώης. Βελτίωσε μόνος του τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις, διαβάζοντας τα βράδια κάτω από το φως ενός κεριού. Κατά ορισμένους βιογράφους του πιθανόν να φοίτησε και σε κάποια από τις φημισμένες σχολές των Ιωαννίνων της εποχής εκείνης. Στα δεκαοχτώ του χρόνια προσλαμβάνεται από το γιαννιώτη μεγαλέμπορο Παναγιώτη Χατζηνίκο, ως «τσιράκι», για να μάθει τη γουναρική τέχνη.
Αυτός διέγνωσε τα προσόντα του και γρήγορα τον απάλλαξε από τα βασικά καθήκοντα του, ώστε να μπορεί ο Καπλάνης να μελετά και να μορφώνεται. Σύντομα ο μέντοράς του τον έκανε από βοηθό συνέταιρο και τον πήρε μαζί του στο Βουκουρέστι, όπου ο Χατζηνίκος διατηρούσε ένα δεύτερο μεγάλο οίκο γουναρικών. Στη συνέχεια τον στέλνει στη Νίζνα της Ουκρανίας (τότε Ρωσίας), όπου ήταν εγκατεστημένοι πολλοί Ηπειρώτες.
Στην πόλη αυτή ο Καπλάνης έμεινε για τρία περίπου χρόνια, περιοδεύοντας συγχρόνως για δουλειές της εταιρείας σε αρκετές πόλεις της Ρωσίας και της Κεντρικής Ευρώπης, κατά τις τελούμενες εκεί εμποροπανηγύρεις. Από τη Νίζνα μετακομίζει στη Μόσχα που ήταν το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίας γούνας στην Ευρώπη.
Λίγα χρόνια αργότερα ο Καπλάνης και ο Χατζηνίκος θα συναντηθούν στο Βουκουρέστι και θα λύσουν συναινετικά την εμπορική τους σχέση, αφού κανόνισαν πρώτα όλους τους κοινούς λογαριασμούς τους. Ο Καπλάνης ξαναγυρίζει στη Μόσχα, όπου νοικιάζει ένα ταπεινό κελί στο γραικικό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και κάνει μια λιτή και μετρημένη ζωή. Δουλεύοντας σκληρά και έξυπνα, σύντομα γίνεται ένας από τους πιο αξιόπιστους και πετυχημένους μεγαλέμπορους γουναρικών της Ευρώπης. Γρήγορα σχημάτισε αμύθητη περιουσία. Στη Μόσχα συνδέεται με στενή φιλία με το συμπατριώτη του Ζώη Ζωσιμά, ο οποίος τον μύησε στην ιδεολογία της ευεργεσίας.
Οι κακουχίες της ζωής του από την μια και η απόκτηση περιουσίας μετά κόπων και βασάνων από την άλλη , δημιουργούν στον Καπλάνη συναισθήματα βαθιάς και ανιδιοτελούς προσφοράς τόσο προς τον συνάνθρωπό του όσο και προς το ΄Εθνος.
Ακολουθώντας το παράδειγμα των έξι αδερφών Ζωσιμάδων παρέμεινε άγαμος, ώστε να μπορέσει να αφοσιωθεί απερίσπαστος «στο πρώτον και θείο έργον, το οποίον είναι διά παντός το καλόν της πατρίδος», όπως έλεγε και όπως έκανε πράξη σε όλη του τη ζωή. Από τη Μόσχα δεν ξανάφυγε μέχρι το τέλος της ζωής του, στην οποία από την πρώτη στιγμή άρχισε να βοηθάει δικούς του και ξένους συνανθρώπους του. Ήδη από το 1797 καταθέτει στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο Μόσχας 10.000 ρούβλια και, οι τόκοι των χρημάτων αυτών να δωρίζονται στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Από το επόμενο έτος (1798 ), αναλαμβάνει τη συντήρηση της άπορης πλέον Μαρουτσικής Σχολής στην ίδια πόλη, δημιουργώντας νέο «κτίριονευρύχωρον» βιβλιοθήκη και, καταθέτοντας αργότερα, το 1806, υπέρ αυτής 100.000 ρούβλια. Ταυτόχρονα θέτει τη Σχολή υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας και καταθέτει εφάπαξ, οικονομική βοήθεια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή 7.500 γρόσια.
Με την διαθήκη του, στις 15-08-1806, ορίζει να κατατεθούν πάντοτε, «αιωνίως» 10.000 ρούβλια, με σκοπό να προικίζονται τα φτωχά κορίτσια, από τα χωρία Γραμμένο και Τζιουντίλα, σημερινό Ζωοδόχος και, άλλα 10.000 ρούβλια για τους φτωχούς των ίδιων χωριών, του δικού του και της μάνας του. Επίσης αφήνει 10.000 ρούβλια για τους φυλακισμένους των Ιωαννίνων, 5.000 για την Πατμιάδα Σχολή και, άλλες τόσες για την Αθωνιάδα. Ακόμη αφήνει 6.000 για να προικίζονται τα άπορα κορίτσια της πόλης των Ιωαννίνων και, 2.000 υπέρ του Νοσοκομείου Νίζνας της Ρωσίας.
Πρέπει να τονιστεί ότι το 73% της περιουσίας του διατίθεται για τη μεγάλη του αγάπη, την Καπλάνειο Σχολή, για την οποία πρόβλεψε και την οικονομική ενίσχυση των φτωχών μαθητών αλλά και τη μισθοδοσία τριών καθηγητών των ξένων γλωσσών!
Όπως ήταν φυσικό, αυτή η Σχολή πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της. Αυτό το σχολείο φρόντισε ο ίδιος να κατοχυρώσει με πατριαρχικό σιγίλιο και για το λόγο αυτό η Καπλάνειος ονομάστηκε και Σχολή «Πατριαρχική». Ήθελε. έτσι να εξασφαλίσει τη μονιμότητα και τη διάρκεια της Σχολής για το φωτισμό του φίλτατου Γένους.
Πρώτος δάσκαλος της Σχολής υπήρξε ο γνωστός λόγιος και μεγάλος πατριώτης Αθανάσιος Ψαλίδας. Μετά τις πρώτες σπουδές του στα Γιάννινα συμπλήρωσε τη μόρφωσή του στη Ρωσία και στη Βιέννη. Έτσι, νέος ακόμα, αναδεικνύεται κορυφαίος εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Ύστερα από δέκα χρόνια απουσίας ο Αθαν. Ψαλίδας ξαναγύρισε στα Γιάννινα το 1795 και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Σχολής. Γίνεται ο Αρχιδιδάσκαλος των Ιωαννίνων.Με το δυναμισμό του, την προοδευτικότητα και τον παιδαγωγικό ζήλο,εγκαινιάζει νέα εποχή άνθησης της παιδείας στον τόπο μας. Εκσυγχρονίζει το σχολικό πρόγραμμα, το εμπλουτίζει με νέα μαθήματα. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας διηύθυνε την Καπλάνειο Σχολή επί 15 ολόκληρα χρόνια και την κατέστησε πόλο έλξης σπουδαστών από όλα τα μέρη, το ανώτερο εκπαιδευτήριο του ελλαδικού χώρου.
Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της Ηπείρου. Ξένοι περιηγητές που τον γνώρισαν τότε στα Γιάννινα, άφησαν εγκωμιαστικές εντυπώσεις από τις συνομιλίες που είχαν μαζί του, με ιδιαίτερα γνωρίσματα την ελευθεροφροσύνη και την παρρησία του.
Το Γραμμένο και η Ζίτσα ξεχώριζαν στο νομό Ιωαννίνων για τη λειτουργία στη διάρκεια της τουρκοκρατίας δύο σχολείων για την στοιχειώδη εκπαίδευση με όλες τις ευεργετικές επιπτώσεις για την αναγέννηση του Έθνους. Το Σχολείο στο Γραμμένο έκτισε ο Ζώης Καπλάνης και ανέλαβε και τα λειτουργικά του έξοδα.
Τέσσερις μήνες μετά τη σύνταξη της διαθήκης του ο Ζώης Καπλάνης πεθαίνει στη Μόσχα, μετά από βαριά ασθένεια, σε ηλικία 70 χρόνων και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως Εθνικός Ευεργέτης.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου