Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Από την μεγάλη ληστεία στην μεγίστη απάτη

Την περίοδο 1981-2001 δύο πολύ σημαντικά γεγονότα σημάδεψαν την πορεία της χώρας, για να προετοιμάσουν τελικώς την εν συνεχεία χρεοκοπία της.

Το πρώτο γεγονός υπήρξε ο σοσιαλιστικός υπερδανεισμός, ο οποίος βοήθησε στο να δημιουργηθεί στην χώρα μία πασοκική μεσαία τάξη με μοναδικό της παραγωγικό εργαλείο τον εξωτερικό δανεισμό και την συναφή υπερκατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων – ενώ την ίδια περίοδο ο παραγωγικός ιστός πήγαινε περίπατο και η εξωστρέφεια έπεφτε στο ναδίρ.

Το δεύτερο γεγονός ήταν η απίστευτη μεταφορά εσωτερικής αποταμιεύσεως από τους πολλούς στους λίγους, μέσω της χρηματιστηριακής φούσκας της περιόδου 1998-2000 και η εν συνεχεία είσοδος μας στην ευρωζώνη με μία οικονομία που είχε τον χαμηλότερο συντελεστή εξαγωγών στην Δυτική Ευρώπη. Υπό αυτές τις συνθήκες, έμειναν αναξιοποίητα τα χρηματοδοτικά και άλλα δομικά πλεονεκτήματα που μας προσέφερε η συμμετοχή μας στο ενιαίο νόμισμα και η χώρα χρησιμοποίησε τα χαμηλά επιτόκια όχι για να ενισχύσει την παραγωγή της, αλλά για να στείλει στα ύψη την κατανάλωση.

Την δε περίοδο 2004-2009, αντί η κατάσταση αυτή να διορθωθεί κάπως, οι τότε κυβερνήσεις, για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη ανεργία, υπερμεγέθυναν τον δημόσιο τομέα προσθέτοντας σε αυτόν πολλές χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους.

Έτσι, με ή χωρίς την κρίση του 2007, η Ελλάδα βρισκόταν ήδη στον προθάλαμο της πτωχεύσεως και το μέλλον της ήταν ζοφερό. Στην δε περίοδο 1981-2009 είχαν εισρεύσει στην χώρα περί τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ δάνεια και κοινοτικές επιδοτήσεις, ποσό που αντιστοιχούσε σε σχεδόν 4 ΑΕΠ –έστω και αν αυτά ήσαν αμιγώς καταναλωτικά. Αν εξαιρεθούν τα ολυμπιακά έργα, τα οποία κόστισαν περί τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ, σχεδόν τίποτα το ουσιαστικό δεν έγινε στην χώρα πέρα από την δημιουργία μιας απίθανης φούσκας ακινήτων, η οποία σήμερα ξεφουσκώνει σιγά-σιγά αντί να εκραγεί και αυτή με πάταγο.

Στην βάση των όσων προηγούνται, ένας σοβαρός ιστορικός θα περιέγραφε ότι πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα μία πρωτοφανής για τα διεθνή χρονικά ληστεία δημόσιου πλούτου, μέρος του οποίου τροφοδοτεί τα ενεργητικά ξένων εκτός Ελλάδος τραπεζών. Και ενώ κάποιοι πολιτικοί υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή – η οποία κατέληξε σε χρεοκοπία – προσπαθούν να εμποδίσουν την βύθιση του σκάφους, το πιο αδίστακτο και κυνικό κομμάτι της αρπαγής αυτής επιδιώκει να επανέλθει στην εξουσία, με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να εκβιάσει τους δανειστές και χρηματοδότες της χώρας μας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού χρησιμοποιεί απατηλά και έωλα επιχειρήματα, που αφ’ εαυτά συνθέτουν μία τεράστια απάτη. Ιδού γιατί:

Πριν απ’ όλα, ο κ. Τσίπρας και ο περί αυτόν σύμβουλοι υπόσχονται κατάργηση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι ότι αυτό είναι αδύνατον. Σκοπίμως δε το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ κρύβει από την, έτσι κι αλλιώς παραπληροφορημένη, κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα έχει μπροστά της την εντατικοποίηση της εφαρμογής της πολιτικής του μνημονίου ώστε να μπορέσει στην συνέχεια να βγει από αυτό και να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από τις διεθνείς αγορές, ακολουθώντας το καλό παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.

Η κυβέρνηση Σαμαρά δέχεται μεγάλη πίεση από τους Ευρωπαίους εταίρους για να καλύψει το χαμένο έδαφος σε ότι αφορά την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ένας νέος γύρος μείωσης συντάξεων, προκειμένου να περιοριστεί η κρατική επιδότηση του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος κατά 2,5-3 δισεκατομμύρια ευρώ και να εξασφαλιστούν έτσι, σε μακροπρόθεσμη βάση, τα λεγόμενα πρωτογενή πλεονάσματα. Προβλέπεται, επίσης, η πραγματοποίηση των προγραμματισμένων απολύσεων των 15.000 δημοσίων υπαλλήλων, με παράλληλη μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, πολλές από τις οποίες παραμένουν εκτός του ενιαίου μισθολογίου.

Μαζί με κάποιους άλλους όρους που αφορούν στην μείωση του κόστους του ΕΣΥ, το πιο πάνω πρόγραμμα είναι πολύ δύσκολο και, όπως τονίζουν κορυφαίοι κοινοτικοί παράγοντες, θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί πριν ένα εξάμηνο, ώστε το ελληνικό Δημόσιο να είχε αποκτήσει την δυνατότητα να βγει στις αγορές – όπως συνέβη με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

Δυστυχώς, η δημαγωγία του φαιοκόκκινου μετώπου στην Ελλάδα δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο, με αποτέλεσμα σήμερα, παρά την δίμηνη παράταση, η χώρα να κινδυνεύει να βρεθεί εκ νέου στο σημείο μηδέν.

Οι δε εταίροι-δανειστές μας έχουν ξεκαθαρίσει στον κ. Αλέξη Τσίπρα ότι καμία διαπραγμάτευση περί καταργήσεως του μνημονίου δεν είναι εφικτή και, αν επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα του ειπωθεί ότι «ο δρόμος είναι ανοικτός και τα σκυλιά δεμένα». Εξάλλου, το σενάριο για έξοδο της Ελλάδος από την ευρωζώνη είναι έτοιμο και σήμερα όχι μόνον δεν ανησυχεί κανέναν αλλά κάποιοι το εύχονται κιόλας.

Αναφορικά τώρα με το χρέος, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προσποιούμενη ότι δεν γνωρίζει τους σχετικούς κανόνες, δημιουργεί σκόπιμα την εντύπωση ότι μπορεί να επιβάλει, μέσα από μία «επιθετική διαπραγμάτευση», το κούρεμα του χρέους του ελληνικού Δημοσίου τουλάχιστον κατά 50%. Στο σημείο αυτό, όμως, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο κ. Αλέξης Τσίπρας έχει ήδη αρχίσει να «κουρεύει…το κούρεμα», εφόσον εξαιρεί από αυτό τις οφειλές του ελληνικού Δημοσίου προς τους ιδιώτες και το ΔΝΤ.

Με αυτό τον ελιγμό, ο οποίος αποσκοπεί στην βελτίωση των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τα οικονομικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας των ΗΠΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως έρχεται σε μετωπική αντιπαράθεση με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, από τις οποίες ζητά να περάσουν το κόστος του κουρέματος στις πλάτες των δικών τους φορολογουμένων και να υποστούν τις πολιτικές εκλογικές συνέπειες.

Πρόκειται για μία αήθη, αντιευρωπαϊκή πολιτική, υπαγορευμένη στον Αλέξη Τσίπρα από πρώην σύμβουλο του Γ. Α. Παπανδρέου, η οποία και θα έχει δραματική κατάληξη. Εκτός και αν πίσω από τα λεγόμενα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως έχει δρομολογηθεί μεγίστη πολιτική απάτη. Ίδωμεν.

Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος
Εφημ. "Εστία" στις 27.12.2014 / via

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου