Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Αχ χελιδόνι μου...


Γράφει η Πόπη Σουφλή...

"Αχ, χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις,
σ΄αυτόν τον μαύρο τον ουρανό,
αίμα σταλάζει το δειλινό, και πώς να κλάψεις,
και πώς να κλάψεις,
αχού καρδούλα μου…"
Στην πιο τραγική, τη πιο συγκλονιστική στιγμή, όχι μόνο της δημοσιογραφικής μου πορείας, αλλά και ολόκληρης της ζωής μου, στη θέα της ουράς του μοιραίου αεροπλάνου, με τον …Ήλιο λαβωμένο και γερμένο στο έδαφος, λύγισα.
Το σιδερένιο χελιδόνι, απομεινάρι μιας άλλης στιγμής, κειτόταν τσακισμένο στην αρχή της χαράδρας.
Γύρω μας, συντρίμμια παντού. Σε κάθε μας βήμα.
Μάρτυς μου, ο Θεός. Αυτήν την εικόνα που τόσες φορές έχω δει στην τηλεόραση, δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό που ζούσα εκείνες τις στιγμές.
Η φρίκη ολόγυρα. Τα λόγια παγώνουν. Το ίδιο και οι σκέψεις. Νεκρώνεις.
Εννιά ολόκληρες μέρες, έχουν περάσει, κι ούτε ένα δάκρυ, δεν κύλησε από τα μάτια μου.
Εννιά μέρες και εννιά νύκτες όμως, στοιχειώνουν οι εικόνες στη σκέψη μου, που δεν μπορεί να χωρέσει τόση τραγωδία.
Πρώτη φορά, που μύρισα την καμένη ανθρώπινη σάρκα, ανάμικτη με κάτι απροσδιόριστο.
Σταματά ο νους, και το χέρι, μπορεί να κρατά το μολύβι, οι σελίδες μπορεί να γεμίζουν, αλλά η ψυχή μένει παγωμένη.
Καλύπτω τα γεγονότα, σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, αλλά μοιάζει να μην είμαι εγώ.
Σαν κάποιος άλλος να βλέπει τη φρίκη με τα δικά μου μάτια, σαν κάποιος άλλος να περπατά ανάμεσα στα συντρίμμια με τα δικά μου πόδια, σαν κάποιος άλλος να νοιώθει τη μυρωδιά του θανάτου τριγύρω.
Μαυροφορεμένες φιγούρες των συγγενών στο τρισάγιο. Βουβό το κλάμα. Παγωμένες οι εκφράσεις.
Μάτια απλανή, χωρίς δάκρυα. Στέρεψαν κι αυτά μπροστά σ’ αυτή τη συμφορά.
Πώς να την περιγράψεις;
Περιγράφεται ο θάνατος και μάλιστα αυτός ο θάνατος;
Πολύβουο το ανθρώπινο μελίσσι γύρω μου, όλες αυτές τις μέρες, που ανεβαίνω στον τόπο του μαρτυρίου και της ανείπωτης συμφοράς.
Πρόσωπα άγνωστα, που έγιναν γνωστά.
Ο φαντάρος, ο πυροσβέστης, ο ΕΜΑΚίτης, ο αστυνόμος, ο δημοσιογράφος.
Βουβοί κι αυτοί.
Ο Αντώνης, από τον ANTENNA, ο Χρήστος από τον ALPHA, ο Γιώργος από το MEGA, ο Πιέρ από την Γαλλία, ο Νίκολας από την Αγγλία, ο Τζιάννι από την Ιταλία….Βουβοί κι αυτοί. Παγωμένοι, όπως κι εγώ.
"Θα περάσει πολύς καιρός για να κλάψεις, για να ξεσπάσεις", μου είπε ο Πιέρ, που μοιράστηκε μαζί μου ένα μπουκάλι νερό.
"Στο Ιράκ, να δεις φρίκη", μου είπε ο Νίκολας, ο δημοσιογράφος από το Αγγλικό κανάλι.
"Δεν το αντέχω", τους είπα.
"Θα το αντέξεις", μου απάντησαν και οι δύο.
"Η δουλειά μας, είναι σκληρή. Θέλει αντοχές, που κάποιοι άλλοι, δεν τις έχουν. Όποιος νομίζει ότι η μάχιμη δημοσιογραφία, γίνεται στα γραφεία, είναι βαθιά νυχτωμένος", μου είπε ο Πιέρ.
Εκείνη την ώρα, διάλεξε το κινητό μου να κτυπήσει. Ήταν η σύνδεση με το ΡΙΚ.
Άκουγα το τηλέφωνο να κτυπά, ανάμεσα στο πλήθος των αστυνομικών, των πυροσβεστών και των φαντάρων, ανάμεσα στη φρίκη και στη μυρωδιά του θανάτου και δεν τολμούσα να το σηκώσω.
"Answer", (απάντησε), μου είπε ο Νίκολας, κι εγώ συνέχισα να κοιτάζω παγωμένη το κινητό να κτυπά.
"Είναι από το ΡΙΚ", τους είπα.
Πάτησε το κουμπί ο Πιέρ, και μου έβαλε το κινητό στο αυτί.
"Answer", μου είπε για δεύτερη φορά, και η φωνή του, ήταν σκληρή σαν ατσάλι.
"You are a reporter", μου είπε σκληρά, και με τράνταξε από τους ώμους.
Η φωνή του συναδέλφου Χρήστου Πάσσιου από το ΡΙΚ, ακουγόταν σαν καμπάνα στο μυαλό μου.
Οι ερωτήσεις, έπεφταν καταιγιστικές. Τα λεπτά, μου φάνηκαν αιώνες.
Απαντούσα εγώ, ή κάποιος άλλος, άραγε;
Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, έννοιωσα μια βουβή αγκαλιά να με τυλίγει. Ήταν ο Πιέρ και ο Νίκολας, που μοιράζονταν μαζί μου μ’ αυτόν τον τρόπο και τα δικά τους συναισθήματα από την τραγωδία που εξελισσόταν μπροστά μας.
Τους ξανάδα και τις επόμενες μέρες. Ένα νεύμα, ένα πικρό χαμόγελο. Ίσως τους ξαναδώ στα σαράντα.
Ίσως...
Μιλώ με τους πρώτους αυτόπτες μάρτυρες.
Οι φωνές τους τρέμουν. Γίνονται λυγμός. Κάποιο δάκρυ κυλά. Ως εδώ. Ένα δάκρυ, που δεν γίνεται λυγμός.
"Δεν έχω ξεσπάσει ακόμα", μου λένε. Τους καταλαβαίνω.
Η φρίκη στοιχειώνει μέσα μας, και οι εικόνες μπλοκάρουν το μυαλό και την ψυχή.
Κι όμως, τίποτε δεν είναι σαν και πρώτα.
Σταμάτησα να ονειρεύομαι. Έπαψα να σχεδιάζω. Όλη η ζωή μας, μια στιγμή.
Τα λόγια του τραγουδιού, δεν λένε να φύγουν από το μυαλό μου. Λόγια μπερδεμένα με τις εικόνες…

"Αχ χελιδόνι μου, πώς να πετάξεις,
σ’ αυτόν τον μαύρο τον ουρανό,
αίμα σταλάζει το δειλινό
και πώς να κλάψεις, και πώς να κλάψεις,
Αχού καρδούλα μου…."

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου