Λάκης Σάντας |
Ο Λάκης Σάντας έγινε γνωστός, διότι, στα 19 του, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο -όταν σύμπασα η Ευρώπη στέναζε κάτω από τη Ναζιστική μπότα- τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαϊου 1941 αναρριχήθηκαν στον Βράχο της Ακρόπολης και κατέβασαν από το ιερό Μνημείο την σβάστικα - προκαλώντας τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Ο νεαρός, όμως, συναγωνιστής του Μανώλη Γλέζου δεν αρκέστηκε μόνο στην υποστολή και καταρράκωση της σβάστικας. Από τις γραμμές του ΕΑΜ και του εφεδρικού ΕΛΑΣ πολέμησε τον κατακτητή, βγήκε στα βουνά, τίμησε τα απελευθερωτικά όπλα του και η μισαλλοδοξία του νικητών του Εμφυλίου τον ανάγκασε να φύγει κρυφά για Ιταλία και από εκεί για Καναδά, όπου έμεινε μέχρι το 1963.
Και όταν επέστρεψε, σεμνά και χωρίς φαμφάρες, δεν ζήτησε από την πατρίδα του τίποτε. Ούτε μετά τη Μεταπολίτευση, όπου πλείστοι όσοι (κατά κανόνα άκαπνοι ή ελάχιστα καπνισμένοι) εξαργύρωναν τη συμμετοχή τους στην αντιδικτατορική πάλη ή στην Εθνική Αντίσταση με βουλευτικές ή κρατικές επίζηλες θέσεις, με υπουργικούς θώκους και με άλλα αξιώματα (και παχυλούς μισθούς) και με αντιστασιακές συντάξεις.
Και όταν τον ρωτούσες γιατί, απαντούσε:
"...Εκανα το καθήκον μου. Και δεν έχω την αίσθηση ότι μου οφείλει κάτι η πατρίδα μου..."
Θυμίζει, κατά τούτο, ο έξοχος αυτός αγωνιστής της ελευθερίας και της εθνικής αξιοπρέπειας, δεκάδες μοναχούς κατά τον Αγώνα της Εθνεγερσίας, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα Μοναστήρια όπου μόναζαν, ζώστηκαν τα άρματα, χωρίς να πετάξουν τα ράσα, αγωνίστηκαν μέχρι τέλους και όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα, αντί να ζητούν εκδουλεύσεις και θέσεις και υπουργήματα, επέστρεψαν στις Μονές όπου και έμειναν ώς το τέλος της ζωής τους.
Θυμίζει, ακόμη, τους μετανάστες μας στις ΗΠΑ, στον Καναδά και αλλού κατά το 1912-13, οι οποίοι, χωρίς να έχουν καμιά υποχρέωση, επέστρεψαν στην Ελλάδα, τη διπλασίασαν με το αίμα και τον μόχθο τους, πολέμησαν για δέκα και πλέον χρόνια και όταν τέλειωσε ο πόλεμος δεν ζήτησαν από κανέναν οφίτσια, αλλά ξενιτεύθηκαν και πάλι για να ζήσουν τις φαμελιές τους...
Δυστυχώς, τον κανόνα αυτόν, ο οποίος αποτελούσε για ολόκληρες γενεές εθνική αρετή, τον υπερκέρασε και τον κατάργησε ένα σημαντικό τμήμα της λεγόμενης ..."γενιάς του Πολυτεχνείου".
Ο νεαρός, όμως, συναγωνιστής του Μανώλη Γλέζου δεν αρκέστηκε μόνο στην υποστολή και καταρράκωση της σβάστικας. Από τις γραμμές του ΕΑΜ και του εφεδρικού ΕΛΑΣ πολέμησε τον κατακτητή, βγήκε στα βουνά, τίμησε τα απελευθερωτικά όπλα του και η μισαλλοδοξία του νικητών του Εμφυλίου τον ανάγκασε να φύγει κρυφά για Ιταλία και από εκεί για Καναδά, όπου έμεινε μέχρι το 1963.
Και όταν επέστρεψε, σεμνά και χωρίς φαμφάρες, δεν ζήτησε από την πατρίδα του τίποτε. Ούτε μετά τη Μεταπολίτευση, όπου πλείστοι όσοι (κατά κανόνα άκαπνοι ή ελάχιστα καπνισμένοι) εξαργύρωναν τη συμμετοχή τους στην αντιδικτατορική πάλη ή στην Εθνική Αντίσταση με βουλευτικές ή κρατικές επίζηλες θέσεις, με υπουργικούς θώκους και με άλλα αξιώματα (και παχυλούς μισθούς) και με αντιστασιακές συντάξεις.
Και όταν τον ρωτούσες γιατί, απαντούσε:
"...Εκανα το καθήκον μου. Και δεν έχω την αίσθηση ότι μου οφείλει κάτι η πατρίδα μου..."
Θυμίζει, κατά τούτο, ο έξοχος αυτός αγωνιστής της ελευθερίας και της εθνικής αξιοπρέπειας, δεκάδες μοναχούς κατά τον Αγώνα της Εθνεγερσίας, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα Μοναστήρια όπου μόναζαν, ζώστηκαν τα άρματα, χωρίς να πετάξουν τα ράσα, αγωνίστηκαν μέχρι τέλους και όταν ελευθερώθηκε η Ελλάδα, αντί να ζητούν εκδουλεύσεις και θέσεις και υπουργήματα, επέστρεψαν στις Μονές όπου και έμειναν ώς το τέλος της ζωής τους.
Θυμίζει, ακόμη, τους μετανάστες μας στις ΗΠΑ, στον Καναδά και αλλού κατά το 1912-13, οι οποίοι, χωρίς να έχουν καμιά υποχρέωση, επέστρεψαν στην Ελλάδα, τη διπλασίασαν με το αίμα και τον μόχθο τους, πολέμησαν για δέκα και πλέον χρόνια και όταν τέλειωσε ο πόλεμος δεν ζήτησαν από κανέναν οφίτσια, αλλά ξενιτεύθηκαν και πάλι για να ζήσουν τις φαμελιές τους...
Δυστυχώς, τον κανόνα αυτόν, ο οποίος αποτελούσε για ολόκληρες γενεές εθνική αρετή, τον υπερκέρασε και τον κατάργησε ένα σημαντικό τμήμα της λεγόμενης ..."γενιάς του Πολυτεχνείου".
Οι όποιες αγωνιστικές και αντιδικτατορικές περγαμηνές της, έγιναν χαρτονόμισμα, πληρωτέο επί τη εμφανίσει. Ευτυχώς, όχι από όλους. Υπήρξαν και σεμνοί σ’ αυτή τη γενιά, που δεν βγήκαν ποτέ να πουν ούτε μια λέξη ή να εισπράξουν ένα εύγε.
Και όπως είναι φυσικό, παραμένουν άγνωστοι και σιγά - σιγά τους ξεχνάμε κι εμείς που συνεργαστήκαμε κάποτε μαζί τους...
Εναπόκειται, άρα, στην Πολιτεία, να αποβάλει και τα ύστατα λείψανα μισαλλοδοξίας και τους σεμνούς αυτούς λαϊκούς ήρωες, σαν τον Σάντα και τον Γλέζο, να τους περάσει στα σχολικά βιβλία, προκειμένου να φρονηματίζονται οι νέοι μας.
Και όπως είναι φυσικό, παραμένουν άγνωστοι και σιγά - σιγά τους ξεχνάμε κι εμείς που συνεργαστήκαμε κάποτε μαζί τους...
Εναπόκειται, άρα, στην Πολιτεία, να αποβάλει και τα ύστατα λείψανα μισαλλοδοξίας και τους σεμνούς αυτούς λαϊκούς ήρωες, σαν τον Σάντα και τον Γλέζο, να τους περάσει στα σχολικά βιβλία, προκειμένου να φρονηματίζονται οι νέοι μας.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου