Τους άκουσα με μαζοχιστική προσήλωση, σχεδόν και τις τρεις ώρες οδυνηρής φλυαρίας - πρώτα τον ευφράδη και εύσωμο, ύστερα τον βραδύλαλο και λεπτεπίλεπτο. Ήταν μια άσκηση αντοχής - μη σπάσω την τηλεόραση, μην ξεσπάσω σε νευρικά γέλια, μη λυθώ σε λυγμούς. Μακριά από την αποθήκη, όπου κρύφτηκαν την περασμένη Κυριακή οι ντροπές της πολιτικής και της ενημέρωσης, τα ρυάκια της οργής αφομοίωναν τις τελευταίες δόσεις χημικών που έκαναν τη Θεσσαλονίκη κρεματόριο της διαμαρτυρίας. Ήταν μια ελάχιστη κίνηση...
εξιλέωσης εκ μέρους μου για την απουσία μου από εκεί, το να υποστώ τον οχετό υπουργικής κενότητας και πρωθυπουργικής ασυναρτησίας.
Τους άκουσα με όση υπομονή διέθετα να βαφτίζουν το κρέας ψάρι, την καταστροφή δημιουργία, την οπισθοδρόμηση αλλαγή, την αναλγησία δικαιοσύνη, το μαύρο άσπρο. Απόρησα με τη δεξιοτεχνία να κρύβουν πίσω από μάσκες αυτοπεποίθησης την πολιτική τους καταρράκωση - αναρωτήθηκα αν έτσι ξέφευγαν από τις σκηνοθετικές οδηγίες που συνήθως τους θέλουν οικεία αδύναμους, αξιολύπητα ταπεινωμένους από εταίρους και εταίρες της αγοράς. Και, τελικά, στάθηκα στις φράσεις που αξίζουν μόνο να τροφοδοτήσουν ραδιοτηλεοπτικές ατάκες και επιθεωρησιακά νούμερα. «Δεν κάνω εγώ έκκληση. Έκκληση κάνει η πατρίδα», είπε η σκιά του εαυτού του.
Πέσαμε πάλι στα δίχτυα του Πολέμη - ας είν’ ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Το προαιώνιο ερώτημα: Τι είναι η πατρίδα μας; Δεν είναι οι κάμποι, τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά, κάθε ρηχό της ακρογιάλι, κάθε νησάκι της που προορίζονται προς πώληση ή αξιοποίηση, δεν είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει και θα γίνει φωτοβολταϊκά για τους Γερμανούς, δεν είναι τα αρχαία μνημεία της που θέλουν για εγγυήσεις οι Φινλανδοί, δεν είναι οι μισθωτοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, οι ταξιτζήδες, οι φορολογούμενοι, οι μικροϊδιοκτήτες, όλοι όσοι συλλήβδην περιλαμβάνονται στα κατεστημένα και στις συντεχνίες, δεν είμαι εγώ, εσύ, δεν είναι οι άλλοι. Τότε, τι διάολο είναι η πατρίδα μας; Ποιοι είναι η πατρίδα μας;
Διά της εις άτοπον απαγωγής προκύπτει μια απάντηση όχι για το «τι είναι η πατρίδα ΜΑΣ», αλλά για το «ποια είναι η πατρίδα ΤΟΥΣ». Στην οποία περιλαμβάνονται οι εξής: Οι τραπεζίτες (δεν κινδυνεύουν από κρατικοποίηση, διαβεβαίωσε ο μέγας πατριώτης, κοινές, πάγκοινες μετοχές θα γίνει ό,τι αρπάξουν από το κρατικό ταμείο). Οι εθνικοί εργολάβοι (όλο το σύμπαν του ΕΣΠΑ, απ’ τις Βρυξέλλες μέχρι την Αθήνα, συνωμοτεί για να χυθούν ξανά οι πόροι στα ταμεία τους). Κι οι εφοπλιστές (που θα συζητήσουν με τον Βενιζέλο, ως καλοί πατριώτες, αν και πόσο θέλουν να φορολογηθούν). Τα εκλεκτά μέλη του ΣΕΒ (υπέρ των οποίων οι μισθωτοί μετατρέπονται σε ανδράποδα). Οι ξένοι επενδυτές (στους οποίους προσφέρονται φθηνά γη, ύδωρ και εργασία). Η Μέρκελ, ο Σαρκοζί, ο Μπαρόζο, ο Τρισέ, όλοι όσοι συνωθούνται σ’ αυτό το έσχατο όρυγμα του παγκόσμιου καπιταλιστικού πολέμου για να σώσουν το τομάρι τους. Όλοι πατρίδα τους. Κι αυτοί κι εκείνοι.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, μπορούμε να κανονίσουμε κάτι; Μια κι είναι λίγοι, ελάχιστοι -όλοι μαζί δεν κάνουν ένα πριγκιπάτο του Μονακό, μια πατρίδα τσέπης- να τους παραχωρήσουμε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα κάπου στην έρημο ή στη στέπα (εξάλλου το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, τι τους κόφτει αν είναι στη Σαχάρα ή στη Σιβηρία;) να φάνε τα λυσσακά τους; Κι ας την κάνουν ό,τι θέλουν την πατρίδα τους -ας τη χρεοκοπήσουν, ας την αιματοκυλίσουν, ας τη διαλύσουν, ας τη σοδομίσουν- κι ας αφήσουν εμάς, τους απάτριδες, ν’ ασχοληθούμε με τις δικές μας πατρίδες.
ΚΙΜΠΙ
εξιλέωσης εκ μέρους μου για την απουσία μου από εκεί, το να υποστώ τον οχετό υπουργικής κενότητας και πρωθυπουργικής ασυναρτησίας.
Τους άκουσα με όση υπομονή διέθετα να βαφτίζουν το κρέας ψάρι, την καταστροφή δημιουργία, την οπισθοδρόμηση αλλαγή, την αναλγησία δικαιοσύνη, το μαύρο άσπρο. Απόρησα με τη δεξιοτεχνία να κρύβουν πίσω από μάσκες αυτοπεποίθησης την πολιτική τους καταρράκωση - αναρωτήθηκα αν έτσι ξέφευγαν από τις σκηνοθετικές οδηγίες που συνήθως τους θέλουν οικεία αδύναμους, αξιολύπητα ταπεινωμένους από εταίρους και εταίρες της αγοράς. Και, τελικά, στάθηκα στις φράσεις που αξίζουν μόνο να τροφοδοτήσουν ραδιοτηλεοπτικές ατάκες και επιθεωρησιακά νούμερα. «Δεν κάνω εγώ έκκληση. Έκκληση κάνει η πατρίδα», είπε η σκιά του εαυτού του.
Πέσαμε πάλι στα δίχτυα του Πολέμη - ας είν’ ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει. Το προαιώνιο ερώτημα: Τι είναι η πατρίδα μας; Δεν είναι οι κάμποι, τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά, κάθε ρηχό της ακρογιάλι, κάθε νησάκι της που προορίζονται προς πώληση ή αξιοποίηση, δεν είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει και θα γίνει φωτοβολταϊκά για τους Γερμανούς, δεν είναι τα αρχαία μνημεία της που θέλουν για εγγυήσεις οι Φινλανδοί, δεν είναι οι μισθωτοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, οι ταξιτζήδες, οι φορολογούμενοι, οι μικροϊδιοκτήτες, όλοι όσοι συλλήβδην περιλαμβάνονται στα κατεστημένα και στις συντεχνίες, δεν είμαι εγώ, εσύ, δεν είναι οι άλλοι. Τότε, τι διάολο είναι η πατρίδα μας; Ποιοι είναι η πατρίδα μας;
Διά της εις άτοπον απαγωγής προκύπτει μια απάντηση όχι για το «τι είναι η πατρίδα ΜΑΣ», αλλά για το «ποια είναι η πατρίδα ΤΟΥΣ». Στην οποία περιλαμβάνονται οι εξής: Οι τραπεζίτες (δεν κινδυνεύουν από κρατικοποίηση, διαβεβαίωσε ο μέγας πατριώτης, κοινές, πάγκοινες μετοχές θα γίνει ό,τι αρπάξουν από το κρατικό ταμείο). Οι εθνικοί εργολάβοι (όλο το σύμπαν του ΕΣΠΑ, απ’ τις Βρυξέλλες μέχρι την Αθήνα, συνωμοτεί για να χυθούν ξανά οι πόροι στα ταμεία τους). Κι οι εφοπλιστές (που θα συζητήσουν με τον Βενιζέλο, ως καλοί πατριώτες, αν και πόσο θέλουν να φορολογηθούν). Τα εκλεκτά μέλη του ΣΕΒ (υπέρ των οποίων οι μισθωτοί μετατρέπονται σε ανδράποδα). Οι ξένοι επενδυτές (στους οποίους προσφέρονται φθηνά γη, ύδωρ και εργασία). Η Μέρκελ, ο Σαρκοζί, ο Μπαρόζο, ο Τρισέ, όλοι όσοι συνωθούνται σ’ αυτό το έσχατο όρυγμα του παγκόσμιου καπιταλιστικού πολέμου για να σώσουν το τομάρι τους. Όλοι πατρίδα τους. Κι αυτοί κι εκείνοι.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, μπορούμε να κανονίσουμε κάτι; Μια κι είναι λίγοι, ελάχιστοι -όλοι μαζί δεν κάνουν ένα πριγκιπάτο του Μονακό, μια πατρίδα τσέπης- να τους παραχωρήσουμε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα κάπου στην έρημο ή στη στέπα (εξάλλου το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, τι τους κόφτει αν είναι στη Σαχάρα ή στη Σιβηρία;) να φάνε τα λυσσακά τους; Κι ας την κάνουν ό,τι θέλουν την πατρίδα τους -ας τη χρεοκοπήσουν, ας την αιματοκυλίσουν, ας τη διαλύσουν, ας τη σοδομίσουν- κι ας αφήσουν εμάς, τους απάτριδες, ν’ ασχοληθούμε με τις δικές μας πατρίδες.
ΚΙΜΠΙ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου