Η κρίση ως ευκαιρία
Του Κώστα Χρυσόγονου*
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης ξεκίνησε το 1974 με τον εκδημοκρατισμό της χώρας στο θεσμικό-συνταγματικό...επίπεδο, ο οποίος οριστικοποιήθηκε το 1975 με τη θέσπιση του νέου Συντάγματος και ολοκληρώθηκε και τυπικά το 1986, με την κατάργηση της «σκιάς» των προεδρικών υπερεξουσιών. Στο επίπεδο, όμως, της πραγματικής λειτουργίας του Πολιτεύματος οι αποκλίσεις από τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ήταν πάντα υπαρκτές και ενισχύονταν με την πάροδο του χρόνου. Τέτοιες αποκλίσεις συνιστούν η δυσανάλογα ισχυρή επιρροή των πελατειακών σχέσεων στις πολιτικές και εκλογικές συμπεριφορές, η καθοριστική παρουσία πολιτικών δυναστειών, η ανεξέλεγκτη όσμωση («διαπλοκή») μεταξύ δημόσιας-πολιτικής και ιδιωτικής-οικονομικής και, αργότερα, επικοινωνιακής εξουσίας κ.ά.
Στα ελληνικά κόμματα – και ιδίως στα κόμματα εξουσίας – υπάρχει ευδιάκριτα ένα δίδυμο έλλειμμα εσωκομματικής Δημοκρατίας (και γενικότερα θεσμικών διαδικασιών λήψης συλλογικών αποφάσεων) αφενός, και αφετέρου συνεκτικών και ειλικρινών προτάσεων για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Έτσι, στην πραγματικότητα η τελευταία είναι προσωπική υπόθεση του πρωθυπουργού-κομματικού ηγεμόνα, με βάση τις σταθμίσεις που κάνει αυτός για τις δυνατότητες πίεσης διαφόρων φορέων ειδικών συμφερόντων, κέντρων οικονομικής ισχύος, ξένων «προστατών» κ.α., χωρίς δέσμευση από το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο είτε δεν υπάρχει (όπως π.χ. στην περίπτωση της «Νέας Δημοκρατίας» το 2007), είτε αποτελεί ένα ευχολόγιο διατυπωμένο με χαρακτηριστική αοριστία. Αυτός ακριβώς ο τρόπος άσκησης της εξουσίας οδήγησε τη χώρα στην οικονομική (και όχι μόνο) χρεοκοπία.
Η οικονομική κρίση, που βιώνει η Ελλάδα με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία τρία χρόνια, έχει αρχίσει όμως να δημιουργεί τις προϋποθέσεις υπέρβασης αυτού του κατά βάθος φεουδαρχικού συστήματος, επειδή θέτει στο προσκήνιο ζητήματα καθαρά πολιτικών επιλογών που υπερβαίνουν τα πελατειακά διακυβεύματα και τις αντίστοιχες εξαρτήσεις. Παράλληλα, η κρίση, καθώς εκδηλώνεται μεταξύ άλλων και με τη μορφή της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, ωθεί την τελευταία σε μια χωρίς προηγούμενο (από το 1974 και μετά) πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση (πέρα από τις διαδηλώσεις και άλλες μορφές ομαδικής διαμαρτυρίας, είναι χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα της Αριστεράς, στις ποικίλες αποχρώσεις της συγκεντρώνουν στις τελευταίες δημοσκοπήσεις (ως σύνολο) ποσοστά πολύ υψηλότερα ακόμη και από το ιστορικό υψηλό της ΕΔΑ το 1958, που ήταν το 25%).
Η υπαρξιακή κρίση, η οποία εκδηλώθηκε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. με αφορμή την πρωθυπουργική εξαγγελία για Δημοψήφισμα την περασμένη Δευτέρα, αποτελεί ένα επιμέρους επεισόδιο στη σειρά των γεγονότων που εντάσσονται στο παραπάνω πλαίσιο. Ο τρίτης γενιάς κληρονομικός ηγεμόνας του κόμματος αυτού έχει ανάγει σε πάγια πρακτική του τις δημόσιες εξαγγελίες για καθοριστικής σημασίας πολιτικές πρωτοβουλίες ή εξελίξεις, χωρίς προηγουμένως να έχει συμβουλευθεί κανένα συλλογικό κομματικό όργανο.
Του Κώστα Χρυσόγονου*
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης ξεκίνησε το 1974 με τον εκδημοκρατισμό της χώρας στο θεσμικό-συνταγματικό...επίπεδο, ο οποίος οριστικοποιήθηκε το 1975 με τη θέσπιση του νέου Συντάγματος και ολοκληρώθηκε και τυπικά το 1986, με την κατάργηση της «σκιάς» των προεδρικών υπερεξουσιών. Στο επίπεδο, όμως, της πραγματικής λειτουργίας του Πολιτεύματος οι αποκλίσεις από τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ήταν πάντα υπαρκτές και ενισχύονταν με την πάροδο του χρόνου. Τέτοιες αποκλίσεις συνιστούν η δυσανάλογα ισχυρή επιρροή των πελατειακών σχέσεων στις πολιτικές και εκλογικές συμπεριφορές, η καθοριστική παρουσία πολιτικών δυναστειών, η ανεξέλεγκτη όσμωση («διαπλοκή») μεταξύ δημόσιας-πολιτικής και ιδιωτικής-οικονομικής και, αργότερα, επικοινωνιακής εξουσίας κ.ά.
Στα ελληνικά κόμματα – και ιδίως στα κόμματα εξουσίας – υπάρχει ευδιάκριτα ένα δίδυμο έλλειμμα εσωκομματικής Δημοκρατίας (και γενικότερα θεσμικών διαδικασιών λήψης συλλογικών αποφάσεων) αφενός, και αφετέρου συνεκτικών και ειλικρινών προτάσεων για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Έτσι, στην πραγματικότητα η τελευταία είναι προσωπική υπόθεση του πρωθυπουργού-κομματικού ηγεμόνα, με βάση τις σταθμίσεις που κάνει αυτός για τις δυνατότητες πίεσης διαφόρων φορέων ειδικών συμφερόντων, κέντρων οικονομικής ισχύος, ξένων «προστατών» κ.α., χωρίς δέσμευση από το προεκλογικό πρόγραμμα του κόμματος, το οποίο είτε δεν υπάρχει (όπως π.χ. στην περίπτωση της «Νέας Δημοκρατίας» το 2007), είτε αποτελεί ένα ευχολόγιο διατυπωμένο με χαρακτηριστική αοριστία. Αυτός ακριβώς ο τρόπος άσκησης της εξουσίας οδήγησε τη χώρα στην οικονομική (και όχι μόνο) χρεοκοπία.
Η οικονομική κρίση, που βιώνει η Ελλάδα με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία τρία χρόνια, έχει αρχίσει όμως να δημιουργεί τις προϋποθέσεις υπέρβασης αυτού του κατά βάθος φεουδαρχικού συστήματος, επειδή θέτει στο προσκήνιο ζητήματα καθαρά πολιτικών επιλογών που υπερβαίνουν τα πελατειακά διακυβεύματα και τις αντίστοιχες εξαρτήσεις. Παράλληλα, η κρίση, καθώς εκδηλώνεται μεταξύ άλλων και με τη μορφή της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, ωθεί την τελευταία σε μια χωρίς προηγούμενο (από το 1974 και μετά) πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση (πέρα από τις διαδηλώσεις και άλλες μορφές ομαδικής διαμαρτυρίας, είναι χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα της Αριστεράς, στις ποικίλες αποχρώσεις της συγκεντρώνουν στις τελευταίες δημοσκοπήσεις (ως σύνολο) ποσοστά πολύ υψηλότερα ακόμη και από το ιστορικό υψηλό της ΕΔΑ το 1958, που ήταν το 25%).
Η υπαρξιακή κρίση, η οποία εκδηλώθηκε στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. με αφορμή την πρωθυπουργική εξαγγελία για Δημοψήφισμα την περασμένη Δευτέρα, αποτελεί ένα επιμέρους επεισόδιο στη σειρά των γεγονότων που εντάσσονται στο παραπάνω πλαίσιο. Ο τρίτης γενιάς κληρονομικός ηγεμόνας του κόμματος αυτού έχει ανάγει σε πάγια πρακτική του τις δημόσιες εξαγγελίες για καθοριστικής σημασίας πολιτικές πρωτοβουλίες ή εξελίξεις, χωρίς προηγουμένως να έχει συμβουλευθεί κανένα συλλογικό κομματικό όργανο.
Το ίδιο έπραξε και τώρα, σε μια «συνεδρίαση» της κοινοβουλευτικής του ομάδας, όπου δεν δόθηκε καν ο λόγος στους βουλευτές, άρα αναμενόταν από εκείνους να περιορισθούν στον συνήθη ρόλο του χειροκροτητή. Το δημοψήφισμα, όμως, και όλα όσα συσχετίζονται ή εξαρτώνται από αυτό, αποτελεί ένα θέμα τέτοιας σοβαρότητας ώστε να αποδειχθεί αρκετό για να διαρραγεί η «κομματική πειθαρχία» (αν και ο όρος αυτός παραπέμπει στη συμμόρφωση σε συλλογικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί ύστερα από εσωτερική διαβούλευση και, συνεπώς, μόνο μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα ελληνικά κόμματα εξουσίας, όπου επικρατεί παραδοσιακά η σιωπή των αμνών). Το αποτέλεσμα είναι η πτώση της κυβέρνησης.
Η ακτίνα ελπίδας μέσα από όλα αυτά είναι να αρχίσουν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για μια περισσότερο θεσμική και δημοκρατική εσωτερική λειτουργία των κομμάτων και για τη συγκρότηση τους με βασικό άξονα, όχι πια τα πελατειακά δίκτυα αλλά πολιτικά προγράμματα και ιδεολογίες. Τούτο αποτελεί με τη σειρά του προαπαιτούμενο για να μπορέσουν τα κόμματα να πουν στον λαό την αλήθεια για την κατάσταση της χώρας και κατόπιν να την αντιμετωπίσουν σε ρεαλιστική βάση.
Η ακτίνα ελπίδας μέσα από όλα αυτά είναι να αρχίσουν να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για μια περισσότερο θεσμική και δημοκρατική εσωτερική λειτουργία των κομμάτων και για τη συγκρότηση τους με βασικό άξονα, όχι πια τα πελατειακά δίκτυα αλλά πολιτικά προγράμματα και ιδεολογίες. Τούτο αποτελεί με τη σειρά του προαπαιτούμενο για να μπορέσουν τα κόμματα να πουν στον λαό την αλήθεια για την κατάσταση της χώρας και κατόπιν να την αντιμετωπίσουν σε ρεαλιστική βάση.
_____________________________________
* Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
* Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου