Τις μέρες των γιορτών, όσοι βρίσκονται στην Αθήνα και το δυναμικό του πορτοφολιού τους είναι ακόμα... βασταγερό, έχουν μεγάλη γκάμα επιλογών:
Στο Μέγαρο Μουσικής γίνονται χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις και συναυλίες. Τα θέατρα φοράνε τα καλά τους.
Και τα νυχτερινά μαγαζιά ξεχειλίζουν από κόσμο, προκειμένου να λικνιστούν ή μάλλον να τσιφτετελέψουν κάτω από τους δυνατούς ήχους των λαϊκών βάρδων.
Στην επαρχία πάλι τα πράματα είναι πιο μαζεμένα. Το τρίπτυχο των γιορτών είναι... περίπου το ίδιο: Εκκλησιασμός, φαγοπότι, ανταλλαγή επισκέψεων.
Το θέμα των επισκέψεων δεν είναι απλή υπόθεση. Ξεκινάει με την έννοια της υποχρέωσης... Αφού ήρθαταν σε μας τα Χριστούγεννα – θάρθουμε εμείς σε σας την Πρωτοχρονιά. Μερικοί καθορίζουν από μόνοι τους την έλευσή τους, χωρίς καν να σε ρωτήσουν... Ενίοτε μπουκάρουν στο σπίτι χωρίς να προηγηθεί τηλέφωνο.
Κάθεσαι εσύ τώρα στον καναπέ και παρακολουθείς αυτές τις ταινίες με τον Αι-Βασίλη που παίζει η τηλεόραση. Έξω κάνει κρύο κι ο βορριάς τ’ αρνάκια παγώνει. Έχεις βάλει και τις πιτζαμούλες σου και τρως ανέμελα ένα κουραμπιέ. – Γκλιν-γκλαν, όπα! λες, αφού τα κάλαντα μας τα’παν. Ποιος νάναι;
Ε, λοιπόν είναι κάτι τριτοξάδερφα από την Πέρα Ραχούλα, πούχουν μαζί τις γυναίκες, τα παιδούλια και τη συμπεθέρα!
- Βρε καλώς τους, αναφωνείς και προσπαθείς να σκουπίσεις τη ζάχαρη άχνη από το στόμα. Εναγκαλισμοί, ευχές σου δίνουν και το πεσκέσι με τ’ αλουμινόχαρτο... Α, πα-πα λες, δεν έπρεπε.
- Δεν καν’ τίποτα, λέει η συμπεθέρα. Μας άρπαξαν φέτος τα μελομακάρονα, βησάλιασαν, αλλά σας φέραμαν λίγα.
Το επόμενο τρίωρο το σπίτι γίνεται η Λωρίδα της Γάζας... Τα μικρά ξεσαλώνουν κι εκσφενδονίζουν ότι βρουν μπροστά. Οι άντρες μιλάνε για τις μπεκάτσες και οι γυναίκες – λεν τα θκατσ’. Δηλαδή πως δεν μαγείρεψαν σήμερα, γιατί είχε μείνει γιόμσμα από προχτές. Πώς στο κομμωτήριο έμαθαν, ότι η κουμπάρα της Αθανασούλας χώρισε, γιατί ο άντρας της την παράτησε για μια Ρωσίδα που γνώρισε στο μπαρ.
Εσύ εν τω μεταξύ κάνεις μακροβούτι στην κουζίνα, για να στοριάσεις τα περισσεύματα, να κόψεις και κανά μαρούλι, να στρώσεις τραπέζι.
Οοχ, όχι διαμαρτύρεται η συμπεθέρα, μη κανς τίποτας. Είμαστε φαγωμέν. Φάγαμαν το μησμέρ.
- Ναι αλλά τώρα είναι βράδυ.
Μην μπαινς στον κόπο σ’ λέω. Εγώ μαμά πείνασα, παρεμβαίνει ο Γιαννάκης. Ε, τότε θα πάρουμε ένα μεζέ αλλά μη κανς πολλές φασαρίες. Έτσι ψύχα για το καλό, να πούμε μια ευχή.
Αρπάζεις το τηγάνι κάνεις μια τηγανιά, καθαρίζεις πατάτες, κόβεις σαλάτες, βγάζεις τυρί, γαλοτύρι, ζεσταίνεις το προχθεσινό παστίτσιο, ανοίγεις κρασί, ζητάνε κόκα-κόλα, νάναι ζίροου χωρίς θερμίδες, λέει η τριτοξαδέρφη... Και μέχρι να ετοιμάσεις ...αυτοί όλοι μαζί βλέπουν στην τηλεόραση διαφημίσεις και ενθουσιασμένοι φωνάζουν κάθε λίγο; Ομορφάαντραα μου. Και χαίρεται ο Γιαννάκης και χοροπηδάει ασταμάτητα πάνω στο καλό σου το Μπουχάρα, που το φυλάς πως και πως και το στρώνεις τις γιορτές.
Η βραδιά κυλάει ήρεμη και χαρούμενη, μέχρι την ευλογημένη στιγμή, που σηκώνονται να φύγουν. Εκεί ο τριτοξάδερφος σε απειλεί βλοσυρός: Εμείς ήρθαμαν. Τώρα η σειράς. Αν δεν ερθ’ς δεν σ’ ξανακρένω! Και επειδή η ιδέα να μην σ’ξανακρίν σου προκαλεί αγωνία και δέος, ετοιμάζεσαι κι εσύ να ανταποδώσεις την Πρωτοχρονιά. Εξάλλου, η συμπεθέρα έχει ήδη υποσχεθεί ότι θα φιαξ πίτα με κόθρο, να γλυφς τα δάχτλας.
Ανήμερα λοιπόν φοράς το καλό σου χαμόγελο και το καλό σου φουστάνι. Και πας να γιορτάσεις με το σόϊ στην Πέρα – Ραχούλα.
Φτάνεις στο σπίτι και νομίζεις ότι ήρθες σε προεκλογική συγκέντρωση του Α. Παπανδρέου το 1985. Κόσμος και κοσμάκης. Άλλοι κάθονται στα μπάσια κι άλλοι στον καινούργιο καναπέ από το ΙΚΕΑ. Το τζάκι καπνίζει, γιατί τα ξύλα έχουν βραχεί και στο σαλόνι κρέμεται το κάδρο με τη φωτογραφία του παππού και της γιαγιάς, που κοιτάζουν το πλήθος βλοσυρά, μη σου πω και λίγο θυμωμένα, για όλη την αναμπουμπούλα που επικρατεί. Εν τω μεταξύ, το τσίπουρο ρέει άφθονο, οι μύτες κοκκινίζουν και οι γλώσσες ξανοίγονται και λένε πολλά. Οι γυναίκες ανασκουμπώνονται, ενώνουν τα τραπέζια, για να χωρέσουν όλοι, επιστρατεύουν πάσης φύσεως καρέκλες και στο τέλος κάθονται όλοι κι εσύ απομένεις όρθια. – Ούι χαλασιάμ’ σε ξεχάσαμαν, φωνάζει η θεια η Μαριγούλα και πετάγεται σβέλτα στην αυλή. Διώχνει το γάτο που κάθονταν και ρέμβαζε σε μια πλαστική καρέκλα και τη φέρνει μέσα. Στάκα να δούμε που θα σε βάλω, για εδώια δίπλα στη Χαρίκλεια έχει χώρο.
Αμ εδώ σε θέλω. Εδώ αρχίζουν τα ωραία! Για τις επόμενες δύο ώρες η κυρά Χαρίκλεια θάρθει όσο πιο «σμα» γίνεται και θα σε πάρει μονότερμα... Ενώ όλοι οι άλλοι πίνουν – τσιουγκρίζουν, λένε χωρατά και τρώνε τη νοστιμότατη πίτα με κόθρο... η κυρά Χαρίκλεια θα σου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια τα κάτωθι: Πώς χήρεψε πριν είκοσι χρόνια. Πώς αρρώστησε ο άντρας της. Σε ποια νοσοκομεία τον πήγε. Τι εγχειρήσεις έκανε. Πώς αυτή τον κοίταξε με το παραπάνω (εδώ θα βάλει και το σκουσμό). Πώς ένα μοναχοπαίδι έχει τώρα, αλλά η νύφη δεν βγήκε καλή. Κι αυτή υποφέρει κι έχει τη χολή της και – τσ’ ανεβν’ η πιεσ – και τώρα με κάτι χάπια ο γιατρός την πέτυχε. Αλλά τι να το καν; Καλύτερα να πιθίνσκε κι αυτή – Γιατί χωρίς το Λάμπρο μ’ δεν τ’ θέλω τσ’ ζωή - ...
Κι εσύ φυσικά την παρηγορείς μέχρι την ώρα που θα φύγεις... Και τότε όλοι σε ξεπροβοδίζουν ενθουσιασμένοι. Και λέει η συμπεθέρα: Είδες τι καλά περάσαμαν, όλο το σόϊ μαζεμένο. Να μας ξανάρθ’ς.
* * *
Συνήθως έτσι κυλάει το δωδεκάημερο. Με λίγο απ’ όλα. Εξωστρέφεια, δωράκια, τζόγος και καλικατζαράκια.
Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας οι καλικάτζαροι έχουν μεταλλαχθεί. Τις παλιές εποχές ήξερες πού θα τους βρεις. Έπιαναν τις νύχτες τα γιοφύρια και πείραζαν τους διαβάτες. Έμπαιναν στα μαγειργιά κι έκλεβαν τηγανίτες. Χώνονταν στους μύλους και σκόρπιζαν τ’ αλεύρι! Κι οι άνθρωποι τάχα καμώνονταν πως τα φοβόταν. Μερικοί μάλιστα στο χωριό, στην Καστρίτσα, ισχυρίζονταν, ότι τις νύχτες τ’ άκουγαν να γλεντάνε! Με κλαρίνα και βιολιά, έξω από το χαγιάτι του Αι-Γιώργη. Άλλοι πάλι επέμεναν πως άμα τ’ απαντήσεις στο δρόμο τη νύχτα, θα σου πάρουν τη λαλιά ...αλλά το χειρότερο ήταν οι δοξασίες της θειας Βασίλως. Μολόγαγε η καλή γυναίκα, πως τ’ αντάμωσε ένα σούρουπο, που επέστρεφε φορτωμένη ζαλίκια στο χωριό και δεινοπάθησε! Άλλα τσ’ τράβαγαν την ποδιά, άλλα τσ’ σήκωναν τα φστάνια, τσι έκλεψαν τσ’ καλτσοδέτες και τσ’ τρόμαξαν το γάϊδαρο!
Όσο βάσταγαν οι γιορτές βάσταγε και η κόντρα με τα καλικατζαράκια. Τα ζιζάνια προκαλούσαν τους ανθρώπους με κάθε τρόπο και δοκίμαζαν την υπομονή τους. Μέχρι που έρχονταν τα Φώτα. Εκεί πια τρόμαζαν κι εξαφανίζονταν:
Φύγετε να φύγουμε
γιατί έρχεται ο παπάς
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Τώρα τ’ άτιμα δεν φεύγουν.
Τρυπώνουν σε φτωχόσπιτα κι αρπάζουν συνταξούλες.
Αράζουν στη Βουλή και νομοθετούν την καθημερινή μας κόλαση.
Τζογάρουν ασταμάτητα πάνω στην υπομονή μας, την αντοχή μας, την αξιοπρέπειά μας.
Σε συνεργασία με τους εταίρους μας Ευρωπαίους: ΠΡΙΟΝΙΖΟΥΝ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ ΤΟΝ ΚΟΡΜΟ ΠΟΥ ΒΑΣΤΑΕΙ ΟΡΘΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Το 2012 πρέπει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να βρούμε τον τρόπο να τους στείλουμε στον αγύριστο.
Στο Μέγαρο Μουσικής γίνονται χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις και συναυλίες. Τα θέατρα φοράνε τα καλά τους.
Και τα νυχτερινά μαγαζιά ξεχειλίζουν από κόσμο, προκειμένου να λικνιστούν ή μάλλον να τσιφτετελέψουν κάτω από τους δυνατούς ήχους των λαϊκών βάρδων.
Στην επαρχία πάλι τα πράματα είναι πιο μαζεμένα. Το τρίπτυχο των γιορτών είναι... περίπου το ίδιο: Εκκλησιασμός, φαγοπότι, ανταλλαγή επισκέψεων.
Το θέμα των επισκέψεων δεν είναι απλή υπόθεση. Ξεκινάει με την έννοια της υποχρέωσης... Αφού ήρθαταν σε μας τα Χριστούγεννα – θάρθουμε εμείς σε σας την Πρωτοχρονιά. Μερικοί καθορίζουν από μόνοι τους την έλευσή τους, χωρίς καν να σε ρωτήσουν... Ενίοτε μπουκάρουν στο σπίτι χωρίς να προηγηθεί τηλέφωνο.
Κάθεσαι εσύ τώρα στον καναπέ και παρακολουθείς αυτές τις ταινίες με τον Αι-Βασίλη που παίζει η τηλεόραση. Έξω κάνει κρύο κι ο βορριάς τ’ αρνάκια παγώνει. Έχεις βάλει και τις πιτζαμούλες σου και τρως ανέμελα ένα κουραμπιέ. – Γκλιν-γκλαν, όπα! λες, αφού τα κάλαντα μας τα’παν. Ποιος νάναι;
Ε, λοιπόν είναι κάτι τριτοξάδερφα από την Πέρα Ραχούλα, πούχουν μαζί τις γυναίκες, τα παιδούλια και τη συμπεθέρα!
- Βρε καλώς τους, αναφωνείς και προσπαθείς να σκουπίσεις τη ζάχαρη άχνη από το στόμα. Εναγκαλισμοί, ευχές σου δίνουν και το πεσκέσι με τ’ αλουμινόχαρτο... Α, πα-πα λες, δεν έπρεπε.
- Δεν καν’ τίποτα, λέει η συμπεθέρα. Μας άρπαξαν φέτος τα μελομακάρονα, βησάλιασαν, αλλά σας φέραμαν λίγα.
Το επόμενο τρίωρο το σπίτι γίνεται η Λωρίδα της Γάζας... Τα μικρά ξεσαλώνουν κι εκσφενδονίζουν ότι βρουν μπροστά. Οι άντρες μιλάνε για τις μπεκάτσες και οι γυναίκες – λεν τα θκατσ’. Δηλαδή πως δεν μαγείρεψαν σήμερα, γιατί είχε μείνει γιόμσμα από προχτές. Πώς στο κομμωτήριο έμαθαν, ότι η κουμπάρα της Αθανασούλας χώρισε, γιατί ο άντρας της την παράτησε για μια Ρωσίδα που γνώρισε στο μπαρ.
Εσύ εν τω μεταξύ κάνεις μακροβούτι στην κουζίνα, για να στοριάσεις τα περισσεύματα, να κόψεις και κανά μαρούλι, να στρώσεις τραπέζι.
Οοχ, όχι διαμαρτύρεται η συμπεθέρα, μη κανς τίποτας. Είμαστε φαγωμέν. Φάγαμαν το μησμέρ.
- Ναι αλλά τώρα είναι βράδυ.
Μην μπαινς στον κόπο σ’ λέω. Εγώ μαμά πείνασα, παρεμβαίνει ο Γιαννάκης. Ε, τότε θα πάρουμε ένα μεζέ αλλά μη κανς πολλές φασαρίες. Έτσι ψύχα για το καλό, να πούμε μια ευχή.
Αρπάζεις το τηγάνι κάνεις μια τηγανιά, καθαρίζεις πατάτες, κόβεις σαλάτες, βγάζεις τυρί, γαλοτύρι, ζεσταίνεις το προχθεσινό παστίτσιο, ανοίγεις κρασί, ζητάνε κόκα-κόλα, νάναι ζίροου χωρίς θερμίδες, λέει η τριτοξαδέρφη... Και μέχρι να ετοιμάσεις ...αυτοί όλοι μαζί βλέπουν στην τηλεόραση διαφημίσεις και ενθουσιασμένοι φωνάζουν κάθε λίγο; Ομορφάαντραα μου. Και χαίρεται ο Γιαννάκης και χοροπηδάει ασταμάτητα πάνω στο καλό σου το Μπουχάρα, που το φυλάς πως και πως και το στρώνεις τις γιορτές.
Η βραδιά κυλάει ήρεμη και χαρούμενη, μέχρι την ευλογημένη στιγμή, που σηκώνονται να φύγουν. Εκεί ο τριτοξάδερφος σε απειλεί βλοσυρός: Εμείς ήρθαμαν. Τώρα η σειράς. Αν δεν ερθ’ς δεν σ’ ξανακρένω! Και επειδή η ιδέα να μην σ’ξανακρίν σου προκαλεί αγωνία και δέος, ετοιμάζεσαι κι εσύ να ανταποδώσεις την Πρωτοχρονιά. Εξάλλου, η συμπεθέρα έχει ήδη υποσχεθεί ότι θα φιαξ πίτα με κόθρο, να γλυφς τα δάχτλας.
Ανήμερα λοιπόν φοράς το καλό σου χαμόγελο και το καλό σου φουστάνι. Και πας να γιορτάσεις με το σόϊ στην Πέρα – Ραχούλα.
Φτάνεις στο σπίτι και νομίζεις ότι ήρθες σε προεκλογική συγκέντρωση του Α. Παπανδρέου το 1985. Κόσμος και κοσμάκης. Άλλοι κάθονται στα μπάσια κι άλλοι στον καινούργιο καναπέ από το ΙΚΕΑ. Το τζάκι καπνίζει, γιατί τα ξύλα έχουν βραχεί και στο σαλόνι κρέμεται το κάδρο με τη φωτογραφία του παππού και της γιαγιάς, που κοιτάζουν το πλήθος βλοσυρά, μη σου πω και λίγο θυμωμένα, για όλη την αναμπουμπούλα που επικρατεί. Εν τω μεταξύ, το τσίπουρο ρέει άφθονο, οι μύτες κοκκινίζουν και οι γλώσσες ξανοίγονται και λένε πολλά. Οι γυναίκες ανασκουμπώνονται, ενώνουν τα τραπέζια, για να χωρέσουν όλοι, επιστρατεύουν πάσης φύσεως καρέκλες και στο τέλος κάθονται όλοι κι εσύ απομένεις όρθια. – Ούι χαλασιάμ’ σε ξεχάσαμαν, φωνάζει η θεια η Μαριγούλα και πετάγεται σβέλτα στην αυλή. Διώχνει το γάτο που κάθονταν και ρέμβαζε σε μια πλαστική καρέκλα και τη φέρνει μέσα. Στάκα να δούμε που θα σε βάλω, για εδώια δίπλα στη Χαρίκλεια έχει χώρο.
Αμ εδώ σε θέλω. Εδώ αρχίζουν τα ωραία! Για τις επόμενες δύο ώρες η κυρά Χαρίκλεια θάρθει όσο πιο «σμα» γίνεται και θα σε πάρει μονότερμα... Ενώ όλοι οι άλλοι πίνουν – τσιουγκρίζουν, λένε χωρατά και τρώνε τη νοστιμότατη πίτα με κόθρο... η κυρά Χαρίκλεια θα σου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια τα κάτωθι: Πώς χήρεψε πριν είκοσι χρόνια. Πώς αρρώστησε ο άντρας της. Σε ποια νοσοκομεία τον πήγε. Τι εγχειρήσεις έκανε. Πώς αυτή τον κοίταξε με το παραπάνω (εδώ θα βάλει και το σκουσμό). Πώς ένα μοναχοπαίδι έχει τώρα, αλλά η νύφη δεν βγήκε καλή. Κι αυτή υποφέρει κι έχει τη χολή της και – τσ’ ανεβν’ η πιεσ – και τώρα με κάτι χάπια ο γιατρός την πέτυχε. Αλλά τι να το καν; Καλύτερα να πιθίνσκε κι αυτή – Γιατί χωρίς το Λάμπρο μ’ δεν τ’ θέλω τσ’ ζωή - ...
Κι εσύ φυσικά την παρηγορείς μέχρι την ώρα που θα φύγεις... Και τότε όλοι σε ξεπροβοδίζουν ενθουσιασμένοι. Και λέει η συμπεθέρα: Είδες τι καλά περάσαμαν, όλο το σόϊ μαζεμένο. Να μας ξανάρθ’ς.
* * *
Συνήθως έτσι κυλάει το δωδεκάημερο. Με λίγο απ’ όλα. Εξωστρέφεια, δωράκια, τζόγος και καλικατζαράκια.
Η αλήθεια είναι ότι στις μέρες μας οι καλικάτζαροι έχουν μεταλλαχθεί. Τις παλιές εποχές ήξερες πού θα τους βρεις. Έπιαναν τις νύχτες τα γιοφύρια και πείραζαν τους διαβάτες. Έμπαιναν στα μαγειργιά κι έκλεβαν τηγανίτες. Χώνονταν στους μύλους και σκόρπιζαν τ’ αλεύρι! Κι οι άνθρωποι τάχα καμώνονταν πως τα φοβόταν. Μερικοί μάλιστα στο χωριό, στην Καστρίτσα, ισχυρίζονταν, ότι τις νύχτες τ’ άκουγαν να γλεντάνε! Με κλαρίνα και βιολιά, έξω από το χαγιάτι του Αι-Γιώργη. Άλλοι πάλι επέμεναν πως άμα τ’ απαντήσεις στο δρόμο τη νύχτα, θα σου πάρουν τη λαλιά ...αλλά το χειρότερο ήταν οι δοξασίες της θειας Βασίλως. Μολόγαγε η καλή γυναίκα, πως τ’ αντάμωσε ένα σούρουπο, που επέστρεφε φορτωμένη ζαλίκια στο χωριό και δεινοπάθησε! Άλλα τσ’ τράβαγαν την ποδιά, άλλα τσ’ σήκωναν τα φστάνια, τσι έκλεψαν τσ’ καλτσοδέτες και τσ’ τρόμαξαν το γάϊδαρο!
Όσο βάσταγαν οι γιορτές βάσταγε και η κόντρα με τα καλικατζαράκια. Τα ζιζάνια προκαλούσαν τους ανθρώπους με κάθε τρόπο και δοκίμαζαν την υπομονή τους. Μέχρι που έρχονταν τα Φώτα. Εκεί πια τρόμαζαν κι εξαφανίζονταν:
Φύγετε να φύγουμε
γιατί έρχεται ο παπάς
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Τώρα τ’ άτιμα δεν φεύγουν.
Τρυπώνουν σε φτωχόσπιτα κι αρπάζουν συνταξούλες.
Αράζουν στη Βουλή και νομοθετούν την καθημερινή μας κόλαση.
Τζογάρουν ασταμάτητα πάνω στην υπομονή μας, την αντοχή μας, την αξιοπρέπειά μας.
Σε συνεργασία με τους εταίρους μας Ευρωπαίους: ΠΡΙΟΝΙΖΟΥΝ ΑΣΤΑΜΑΤΗΤΑ ΤΟΝ ΚΟΡΜΟ ΠΟΥ ΒΑΣΤΑΕΙ ΟΡΘΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Το 2012 πρέπει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να βρούμε τον τρόπο να τους στείλουμε στον αγύριστο.
...ας ελπίσουμε ότι με το τέλος των αγίων εορτών του δωδεκαημέρου θα φύγουν και ...όλα τα κωλοκαλικατζάρια που μας έχουν φέρει σε καταστάσεις που δεν έχει ξαναδεί ο σύγχρονος Ελληνισμός!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΥΣΤ από δω κωλοκαλικάτζαροι κλεφτρόνια αλήτες ξεσκισμένοι... ΟΥΣΤ από δω και να μην σας ξαναδούμε ποτέ να χαθήτε στα ΤΑΡΤΑΡΑ της Ιστορίας!!!
...ένας εξ ημών