Του Στρατή Μαζίδη
Το γελαστό παιδί δεν είναι ένα. Ήμασταν όλοι εμείς. Εμείς που ξυπνούσαμε και πολλές...
φορές είχαμε ένα χαμόγελο με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Ήταν ο γείτονας που μας καλημέριζε πηγαίνοντας το πρωί στη δουλειά. Ήταν η όμορφη κοπέλα που τη χαζεύαμε κάθε απόγευμα να ανεβαίνει το δρόμο και μας χαμογελούσε. Ήταν τα γνώριμα πρόσωπα που ανταμώναμε κάθε πρωί στη στάση του λεωφορείου.
Ήταν τα παιδιά που πήγαιναν γελώντας παρέα στο σχολείο ή το γήπεδο να παίξουν. Ήταν ο νεαρός φοιτητής που έφευγε με όνειρα και ελπίδες για τη σχολή του πιστεύοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Ήταν το κορίτσι που κάθε πρωί κινούσε με όρεξη και υπομονή για να βρει δουλειά.
Ήταν οι άνθρωποι της περιφέρειας και της αγροτιάς που καταπιάνονταν με τη δύσκολη αγροτική ζωή, ήταν οι οικοδόμοι πάνω στις σκαλωσιές και οι μάστορες στους δρόμους. Ήταν οι δάσκαλοι στα σχολειά, ήταν οι απλοί εργαζόμενοι, ήταν οι άνθρωποι στα σώματα ασφαλείας.
Το γελαστό παιδί ήταν οι άνθρωποι που συναντούσαμε και συναναστρεφόμασταν μαζί τους. Δεν ήταν τέλεια η ζωή μας. Όμως είχαμε τα βασικά. Και τα βασικά είναι αυτά που σε αφήνουν να κοιμηθείς ήσυχος τη νύχτα. Λέγαμε ένα ειλικρινέστατο “δόξα τω Θεώ” και πολλές φορές μέσα από τις χαραμάδες ξεγλυστρούσε το γέλιο.
Τα γελαστά παιδιά βάζαμε στόχους και λίγο λίγο μπορούσαμε και τους κατακτούσαμε μέρα με τη μέρα.
Το γελαστό παιδί όμως σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε αργά. Σκοτώθηκε βασανιστικά τα τελευταία χρόνια. Ο γείτονας δεν καλημερίζει πια το πρωί, γιατί δεν έχει πλέον δουλειά. Τον κρυφοβλέπεις στη γωνιά του μπαλκονιού του να κάνει ένα τσιγάρο σκυθρωπός. Η όμορφη κοπέλα δεν ανεβαίνει πια το δρόμο, αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι της. Δεν άκουσε κανείς τι απέγινε. Τα παιδιά δε γελούν πολύ πια στο δρόμο επειδή κλείνοντας την πόρτα πήραν μαζί τους την εικόνα του άνεργου πατέρα και μητέρας. Κάποιοι τα είδαν να προσπαθούν να κατεβάσουν τον καπνό δίχως να βήξουν για να ανεβάσουν και να ελευθερώσουν το άγχος τους. Οι άνθρωποι της περιφέρειας βιώνουν την εγκατάλειψη, οι μάστορες δε βρίσκουν πια δουλειά και οι εργάτες σκαλωσιά να ανέβουν. Οι καταστηματάρχες έμειναν χωρίς πελάτες. Οι γνωστοί που ανταμώναμε τα πρωινά εξαφανίστηκαν. Κάποιοι είπαν ότι ορισμένοι ζουν στο δρόμο. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του.
Δε φτάνει όμως αυτό μόνο. Πρέπει και εμείς να συνέλθουμε αν θέλουμε να αναστήσουμε το γελαστό παιδί. Και αυτοί που ανάθεμα την ώρα, κατάρα τη στιγμή, σκότωσαν το γελαστό παιδί, ξέρουμε πολύ καλά ποιοι είναι.
Και το γνωρίζουν πως το ξέρουμε…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου