Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Χορεύοντας με την ιστορία στο Ζάλογγο

"Εις τα ορεινά καταφύγια τα οποία αποτελούν την άμυναν των Σουλιωτών κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου τούτου διοικητού. Όσον εξηυτελίσθη το γόητρον αυτού, άλλον τόσον ισχυροποίηθη το ηθικόν του γενναίου και άρπαγος σουλιωτικού λαού".

Αυτή ήταν η αναφορά του γενικού προβλεπτή της περιοχής στον Βενετό δόγη, σχετικά με την ήττα που είχε υποστεί το 1792 ο Πασάς των Ιωαννίνων Αλή Τεπελενλής, όταν...
επιχείρησε να υποτάξει τους Σουλιώτες.

Είχαν προηγηθεί και άλλες επιθέσεις από το 1772 (πριν τον Τεπλενλή) και μετά, καθώς το Σούλι λόγω θέσης, αλλά και λόγω και των ανυπότακτων κατοίκων του, ήταν βραχνάς και για την Υψηλή Πύλη και για τους Τσάμηδες της ευρύτερης περιοχής.

Έντεκα χρόνια αργότερα, το Σούλι θα έπεφτε (1803) μετά από λυσσαλέα αντίσταση, αλλά και τρία χρόνια δολοπλοκιών, επιθέσεων και μηχανορραφιών από την πλευρά του Αλή Πασά.

Με αφορμή την αναφορά της ιστορικού και βουλευτή της ΔΗΜΑΡ, κ. Μαρίας Ρεπούση σε "εθνικούς μύθους" της Ελλάδας μετά από ερώτηση για το Χορό του Ζαλόγγου σε ραδιοφωνική εκπομπή (οφείλουμε να πούμε πάντως ότι δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε αυτό το περιστατικό), αλλά και στα γεγονότα που οδήγησαν στον ηρωικό θάνατο περίπου 60 Σουλιώτισσες με τα βρέφη τους, αλλά και τις αναφορές στον θρυλικό χορό, που ακόμα και αν δεν έγινε, όπως έχουμε διδαχθεί (αν δεν πέθαναν χορεύοντας και τραγουδώντας δηλαδή) αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από τα ανδραγαθήματα των Σουλιωτών, που αποτέλεσαν παράδειγμα και έμπνευση για τους Επαναστάτες, λίγα χρόνια αργότερα.

Η οργή του Αλή Πασά


Όπως προαναφέραμε το Σούλι, ήταν μια φυσικά οχυρωμένη ορεινή περιοχή, γεγονός που σε συνδυασμό με την ανδρεία των υπερασπιστών του το έκανε απόρθητο, αλλά και διαρκή πηγή κινδύνων για τους Τουρκαλβανούς, αλλά και στίγμα στην εικόνα του "απόλυτου κυρίαρχου", που φιλοτεχνούσε με φωτιά και με μαχαίρι ο Πασάς των Ιωαννίνων.

Μετά την αποτυχία του 1792, ο Αλή Πασάς δεν το έβαλε κάτω και το 1800 ξεκίνησε με περίπου 15.000 Τουρκαλβανούς να το καταλάβει. Στο εκστρατευτικό σώμα συμμετέχουν Τσάμηδες και αρματολοί της ευρύτερης περιοχής.

Παρά το μέγεθος του εχθρικού στρατού, το Σούλι αντιστέκεται σθεναρά και ο Αλή Πασάς, προτείνει ειρήνη, με εγγύηση 24 Σουλιώτες ομήρους. Αθετεί την υπόσχεσή του, κρατώντας τους αιχμαλώτους στα Ιωάννινα. Από εδώ και στο εξής ξεκινά μια οργανωμένη προσπάθεια με δωροδοκίες και ύπουλα χτυπήματα σε μια προσπάθεια να διασπαστούν οι Σουλιώτες.

Ο "βρώμικος πόλεμος" του Αλή Πασά αρχίζει να δίνει καρπούς, καθώς δελεάζονται γένη που αποτελούσαν την κοινότητα του Σουλίου, όπως αυτό του οποίου επικεφαλής ήταν ο Κίτσος Μπότσαρης.

Το 1802 οι επιθέσεις εντείνονται, όμως οι Σουλιώτες παραμένουν άκαμπτοι. Ο Αλή Πασάς για άλλη μια φορά προτείνει ειρήνη μέσω του Κίτσου Μπότσαρη, με στόχο να τους παγιδεύσει.

Οι Σουλιώτες εξαντλημένοι αποδέχονται τους όρους, κάτι που προκαλεί την αντίδραση του Φώτου Τζαβέλα, αρχηγού του πιο ισχυρού γένους τη συγκεκριμένη στιγμή. Αποχωρεί από το Σούλι και τελικά φυλακίζεται στα Ιωάννινα.

Η πολιορκία συνεχίζεται και οι αποκλεισμένοι Σουλιώτες υποφέρουν από πείνα και κακουχίες. Οι εκκλήσεις τους για βοήθεια δεν εισακούονται.

Το καλοκαίρι του 1803, η πλάστιγγα αρχίζει να γέρνει προς τον Αλή Πασά. Έχουν περάσει τρία χρόνια, επιθέσεων, διαφωνιών μεταξύ των γενών και συνωμοσιών που εκπορεύονταν από τα Ιωάννινα.

Στις 25 Σεπτεμβρίου ο γιος του Αλή Πασά, Βελής, εισβάλλει νύχτα στο Σούλι, μετά από προδοτική συνεργασία των Γούση και Κουτσονίκα.

Οι Σουλιώτες αντιστέκονται, αλλά όχι όλοι. Κάποιοι φαίνονται έτοιμοι να συνθηκολογήσουν, ωστόσο 600 μαχητές και γυναικόπαιδα συσπειρώνονται στο Κούγκι, ακολουθώντας το γένος Τζαβέλα. Ο Φώτος Τζαβέλας που είχε φυλακιστεί στα Γιάννενα, αποφυλακίζεται και στέλνεται στο Σούλι για να πείσει τους συντρόφους του να δεχθούν την πρόταση για Ειρήνη. Ήδη διάφορα άλλα γένη συνθηκολογούν από μέρα σε μέρα.

Η σφαγή μετά τη συνθηκολόγηση

Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου υπογράφεται η συνθήκη μεταξύ Αλή Πασά και Σουλιωτών και αρχίζει η σταδιακή αποχώρηση τους από το Σούλι.

Στις 16 Δεκεμβρίου αποχωρούν οι φάρες που συνθηκολόγησαν τελευταίες και ανατινάσσεται ο καλόγερος Σαμουήλ στο Κούγκι.

Όμως ο Αλή Πασάς για άλλη μια φορά, δεν κρατά το λόγο του. Μπορεί το Σούλι να έχει ερημωθεί, ωστόσο οι Σουλιώτες έχουν ξεφύγει. Αποφασίζει να εμποδίσει την μετεγκατάστασή τους και να τους καταδιώξει. Αυτή τη φορά, διασκορπισμένοι και χωρίς το ορεινό τους φρούριο, θεωρούσε ότι θα ήταν εύκολη λεία. Έκανε λάθος.

Τα γένη Κουτσονίκα και Φωτομάρα, είχαν κατευθυνθεί στο Ζάλογγο, όπου θα δεχθούν αιφνιδιαστική επίθεση από στρατεύματα του Αλή. Ακολουθούν αιματηρές συγκρούσεις.

Γυναικόπαιδα Σουλιωτών καταφεύγουν στη μονή του Ζαλόγγου, ωστόσο η μάχη έχει κριθεί. Οι γυναίκες, προκειμένου να μην ατιμαστούν στα χέρια των Τουρκαλβανών, πέφτουν στο γκρεμό, παίρνοντας μαζί και τα παιδιά τους.

Συνολικά πάντως και παρά τις επιθέσεις του Αλή Πασά, τα δύο τρίτα των Σουλιωτών, κατάφεραν να διασωθούν, διατηρώντας ακέραιη την οργάνωσή τους.

Η αντίστασή τους, αλλά και τα όσα έγιναν στο Ζάλογγο έκαναν τον πρώτο Έλληνα ιστορικό, που αναφέρθηκε στα γεγονότα, Χριστόφορο Περραιβό να αναγορεύσει τους Σουλιώτες σε μαχητές ισάξιους των Λακεδαιμονίων. Τη στάση τους εξήρε επίσης ο Αδαμάντιος Κοραής, αλλά και ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας.

Οι μαρτυρίες για το Χορό


Μέχρι εδώ, είδαμε συνοπτικά πώς φτάσαμε στον τραγικό θάνατο των γυναικών, που είχαν καταφύγει στη μονή Ζαλόγγου και των παιδιών τους . Το πραγματικό αυτό γεγονός, που από μόνο του είναι συγκλονιστικό, διαδόθηκε, όπου υπήρχαν Έλληνες και εξυμνήθηκε δικαίως.

Η αφήγηση συμπεριέλαβε και στοιχεία που έκαναν την ιστορία ακόμα πιο σπουδαία και δραματική, όπως το ότι οι μανάδες έπεφταν στον γκρεμό χορεύοντας και τραγουδώντας. Το τραγούδι που έχει συνδεθεί στη συλλογική μας μνήμη με το Χορό του Ζαλόγγου, είναι το "Έχε γεια καημένε κόσμε", που γράφτηκε περίπου έναν αιώνα αργότερα (1908).



Ως προς αυτόν καθ’ εαυτόν τον Χορό του Ζαλόγγου, οι απόψεις διίστανται και είναι χρήσιμο να καταφύγουμε στις μαρτυρίες ιστορικών και περιηγητών εκείνης της εποχής.

Η πρώτη μαρτυρία είναι του Πρώσου περιηγητή και διπλωμάτη Ιάκωβου Μπαρτόλντι, στο έργο του "Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803-1804".

Ο Μπαρτόλντι, που θεωρείται αντικειμενικός παρατηρητής αναφέρει:

"Καμιά εκατοστή απ΄ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν", αναφέρει ο Μπαρτόλντι.

* Έχει ενδιαφέρον ότι το ρήμα που χρησιμοποιεί, είναι το ρήμα "γκρεμίστηκαν", χωρίς να διασαφηνίζει αν οι γυναίκες έπεσαν ή αν τις έριξαν οι εχθροί. Δεν γίνεται καμία αναφορά σε τραγούδι και χορό.

Η δεύτερη καταγραφή γίνεται από τον Άγγλο στρατιωτικό και αρχαιολόγο Γ. Μ. Λικ, ο οποίος δεν ήταν στην Ελλάδα το 1803, αλλά υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος στα Γιάννενα το 1805. Στο βιβλίο του με τίτλο "Περιήγηση στη Β. Ελλάδα", αναφέρει:

"Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα".

Σε αυτή την αναφορά δηλώνεται ρητά ότι πρόκειται για αυτοκτονία, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Και εδώ δεν υπάρχει καμία αναφορά σε χορό πριν το τέλος.

Η πρώτη αναφορά Έλληνα ιστορικού στο Χορό του Ζαλόγγου, είναι αυτή του Χριστόφορου Περραιβού (πραγματικό όνομα Χρυσάφης Χατζηβασίλης), στον οποίο αναφερθήκαμε και παραπάνω.

Ο Χ. Περραιβός, ο οποίος έλαβε μέρος και στην Ελληνική Επανάσταση, το 1803 δημοσίευσε το έργο "Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας", το οποίο επανεκδόθηκε το 1815. Στην δεύτερη έκδοση αναφέρεται στην επίθεση στο Ζάλογγο, αλλά και στην προδοσία που είχε προηγηθεί της εισβολής:

"Τότε εγνώρισαν ο Κουτσιονίκας και ο Κίτσιο Μπότσαρης την συνηθισμένην αντιπληρωμήν όπου δίδει ο Βεζίρης εις τους πιστούς του προδότας, πλην η μετάνοια τότε ήτο ανωφελής. Άρχισαν μ΄ όλον τούτο και αντεμάχοντο μεγαλοψύχως, δεν είχαν όμως τα αναγκαία ν΄ αντισταθούν περισσότερον από δύο ημέρας. Αι γυναίκες δε κατά την δευτέραν ημέραν βλέπουσαι ταύτην τη κτηνώδη περίστασιν, εσυνάχθησαν έως εξήκοντα, επάνω εις έναν πετρώδη κρημνόν. Εκεί εσυμβουλεύθησαν και απεφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν διά να αποθάνουν, πάρεξ να παραδοθούν διά σκλάβες εις χείρας των Τούρκων. Όθεν αρπάξαντες με τας ιδίας των χείρας τα άκακα και τρυφερά βρέφη, τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν. Έπειτα αι μητέρες πιάνοντας η μία με την άλλη τα χέρια τους άρχισαν και εχόρευαν, χορεύουσαι δε επηδούσαν ευχαρίστως μίαν κατόπιν της άλλης από τον κρημνόν. Μερικαί όμως δεν απέθανον, επειδή έπιπτον επάνω εις τα παιδία των και τους συντρόφους, των οποίων τα σώματα ήταν καρφωμένα πάνω εις τες μυτερές πέτρες του κρημνού".

Στο σύγγραμμα του Περραιβού έχουμε και την πρώτη αναφορά στον Χορό, καθώς σημειώνει ότι οι γυναίκες (περίπου 60), χόρευαν και έπεφταν στο γκρεμό, αφού πρώτα έριξαν τα παιδιά τους.


Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επόμενη έκδοση του συγκεκριμένου έργου το 1857 (Ο Περραιβός πέθανε το 1863), δεν γίνεται αναφορά ούτε στην προδοσία, ούτε στο χορό.

Την εκδοχή του Χορού υιοθετεί έστω και με μια μικρή καθυστέρηση και ο Γάλλος περιηγητής, ιστορικός, συγγραφέας και μεγάλος φιλέλληνας, Φραγκίσκος Πουκεβίλ, ο οποίος το 1820, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του, Ταξίδι στην Ελλάδα. Στον 3ο τόμο αναφέρει ότι "τις γυναίκες τις γκρέμισαν από τα ύψη των βουνών στις αβύσσους του Αχέροντα, τα παιδιά πουλήθηκαν στα παζάρια".

Όταν εκδόθηκαν όμως και οι άλλοι τόμοι, τότε πλησιάζει προς την αναφορά του Περραιβού, μιλώντας για "ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στην άβυσσο, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν".

Όσο περνούν τα χρόνια και μετά την επανάσταση ο Χορός του Ζαλόγγου, εδραιώνεται στη συνείδηση των Ελλήνων ως μέρος της ιστορικής πραγματικότητας και εμψυχώνει τους επαναστατημένους.

Ενδεικτική είναι η αναφορά του Διονυσίου Σολωμού στο ποίημα του "Ωδή στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα"

"Τες εμάζωξε εις το μέρος του Τσαλόγγου το ακρινό

Της ελευθεριάς ο έρως
Και τες έμπνευσε χορό

Τέτοιο πήδημα δεν το είδαν
Ούτε γάμοι, ούτε χαρές
Και άλλες μέσα τους επήδαν
Αθωότερες ζωές

Τα φορέματα εσφυρίζαν
Και τα ξέπλεκα μαλλιά
Κάθε γύρο που εγυρίζαν
Από πάνου έλειπε μια

Χωρίς γόγγυσμα και αντάρα
Παρά εκείνη μοναχά
Όπου έκαναν με την κάρα
Με τα στήθια στα γκρεμά"

Συζητώντας για το χορό του Ζαλόγγου

Από τα παραπάνω, παρατηρούμε ότι οι πρώτοι περιηγητές, που έγραψαν για το γεγονός, δεν έκαναν αναφορά στο Χορό των γυναικών. Ωστόσο είναι ένα στοιχείο που αναφέρεται στη συνέχεια και γίνεται μέρος της εξιστόρησης των κατορθωμάτων των Σουλιωτών.

Μύθος ή πραγματικότητα, είδαμε ότι μέχρι τις μέρες μας προκαλεί έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις, ίσως όχι τόσο λόγω της αμφισβήτησης του συγκεκριμένου περιστατικού, όσο λόγω του ότι αυτή η αμφισβήτηση είναι μέρος μιας "πολεμικής" και θεωρείται ότι δεν γίνεται για χάρη της αλήθειας, αλλά για άλλους λόγους.

Ακόμα και αν ο Χορός του Ζαλόγγου είναι μια επινόηση, ήταν σίγουρα μια χρήσιμη επινόηση την περίοδο της ελληνικής επανάστασης.

Αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μύθο, έχουμε να κάνουμε με έναν άκακο μύθο, που αφενός το να υπάρχει συζήτηση γύρω από αυτόν, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως έγκλημα, αφετέρου το να πιστεύει κάποιος σε αυτό, επίσης δεν είναι δυνατόν να θεωρείται εγκληματική αφέλεια ή ανοησία. Μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μια ιστορία που μας αρέσει να πιστεύουμε.

Δυστυχώς σε μια Ελλάδα με εφιαλτική καθημερινότητα και αβέβαιο μέλλον, η συζήτηση για ιστορικά θέματα, μονοπωλείται είτε από αυτούς, που έχουν αυτοδιοριστεί φρουροί της αλήθειας, είτε από αναθεωρητές, που αρέσκονται στον θόρυβο και στην εύκολη πρόκληση.

Για όσους βλέπουν κριτικά την ιστορία, την απολαμβάνουν, αλλά παράλληλα αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ύπαρξης αθώων μύθων για κάθε έθνος, δεν υπάρχει χώρος στην παραπάνω διαμάχη, που διεξάγεται συνήθως με κραυγές και χαρακτηρισμούς από τη μια πλευρά και υπεροψία και ειρωνεία από την άλλη.


(Πηγές: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, ΑΠΕ, Τα Νέα, Το Έθνος, news247)

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου