Ο κυκεώνας των πολιτικών διώξεων με συγκεκριμένους αποδέκτες, που λαμβάνουν χώρα τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, έχει ξεπεράσει και την πιο καλπάζουσα φαντασία. Έχει γίνει πλέον σαφές πως το εθνικιστικό φρόνημα βρίσκεται κυριολεκτικά και μεταφορικά στο απόσπασμα. Μέχρι πριν λίγους μήνες, αρκετοί ήταν αυτοί που πίστευαν ότι η χώρα μας αποτελεί τη Μέκκα της απόλυτης ελευθερίας γνώμης, για τους εθνικιστές και όχι μόνο. Πολλοί εξ αυτών πίστευαν ότι αυτή η κατάσταση θα κρατούσε για πάντα. Σήμερα, συνειδητοποιούν όλοι ότι εδώ και χρόνια στηνόταν ένας συμπαγής μηχανισμός εξουσίας που αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην αποδόμηση της έννοιας του έθνους και στην... περιθωριοποίηση, τον πλήρη έλεγχο και την καταστολή κάθε μορφής αντίστασης.
Το μεγάλο κύμα διώξεων, συλλήψεων και φυλακίσεων εναντίον των εθνικιστών στα τέλη της δεκαετίας του '70 και στις αρχές του '80, εντασσόταν σε μία σπασμωδική επικοινωνιακή προσπάθεια “αποχουντοποίησης” της ΝΔ. Μετά την “αλλαγή” και την ΠΑΣΟΚική λαίλαπα που ακολούθησε, με ένα ισχνό και κατακερματισμένο εθνικιστικό κίνημα, ο μηχανισμός αυτός, φανερά αναβαθμισμένος και φορώντας θεσμικό μανδύα, ξαναχτύπησε μία πενταετία νωρίτερα, όταν οδήγησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου τον δικηγόρο Κων/νο Πλεύρη και την εφημερίδα “Ελεύθερος Κόσμος”. Μετά από ένα μπαράζ μηνύσεων από το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, την Αντιναζιστική Πρωτοβουλία και το Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι, για το περιεχόμενο του βιβλίου του Πλεύρη: “Εβραίοι, όλη η αλήθεια” και για άρθρα της εφημερίδας, που κατά τους μηνυτές προήγαγαν τον αντισημιτισμό και το ρατσισμό, επήλθε τελικώς η αθώωση των κατηγορουμένων. Το γεγονός της αθώωσης δυσαρέστησε έντονα την καθεστωτική και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, όμως, η πολυετής δικαστική διαμάχη που προηγήθηκε σηματοδότησε την έναρξη μίας νέας προσπάθειας φίμωσης του εθνικιστικού λόγου.
Οι πολιτικές διώξεις και οι πολυετείς φυλακίσεις των νέων εθνικιστών τη δεκαετία του '80, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Αριστοτέλη Καλέντζη, ξεχάστηκαν γρήγορα μέσα στην παραζάλη της μεταπολίτευσης και στις αδυναμίες ενός “χώρου” που ποτέ δεν ξεπέρασε τις αγκυλώσεις του για να μετεξελιχθεί σε μαζικό κίνημα. Όσο για τις διώξεις στον Κωνσταντίνο Πλεύρη και στον “Ελεύθερο Κόσμο”, αντιμετωπίστηκαν κι αυτές αποσπασματικά έως αδιάφορα, από μεγάλη μερίδα του “χώρου”. Εκείνη την περίοδο, βέβαια, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά, καθώς ούτε η κοινωνική κατάσταση ήταν όπως σήμερα, ενώ, σε πολιτικό επίπεδο, υπήρχε ένα ΛΑΟΣ στο 5%, φορτωμένο με τις παθογένειες που φανερώθηκαν σύντομα, ορισμένες σκόρπιες επιτροπές κατοίκων στο κέντρο της Αθήνας και μία Χρυσή Αυγή στο 0,2%.
Σήμερα, τα πολιτικά δεδομένα και οι σκοπιμότητες είναι τελείως διαφορετικές. Πριν τις “επικοινωνιακές” και καθ' όλα παράνομες, διώξεις της ηγεσίας και αρκετών υποστηρικτών της Χρυσής Αυγής, η κυβερνώσα ΝΔ αντιμετώπιζε την κατάρρευση των δημοσκοπικών ποσοστών της, παράλληλα με την τεράστια αύξηση των αντιστοίχων της ΧΑ. Το τραγικό περιστατικό του Κερατσινίου απετέλεσε απλώς την αφορμή, που έδειχναν να περιμένουν πολλοί, ώστε να ενεργοποιηθεί ο εξουσιαστικός μηχανισμός για την εξουδετέρωση, όχι απλώς ενός επικίνδυνου πολιτικού αντιπάλου, αλλά ενός ρεύματος πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης του λαού και, κυρίως, για την ποινικοποίηση των εθνοφυλετικών ιδεών. Αυτός είναι και ο πραγματικός ρόλος του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, που βρίσκεται προ των πυλών.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δημιουργήθηκε ξεκάθαρα για να εξυπηρετήσει λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και όχι για να αντιμετωπίσει κάποιο υπαρκτό πρόβλημα. Όσο και να φωνάζει η αριστερά, όσες “ρατσιστικές” επιθέσεις, ψεύτικες ή μη, και να παρουσιαστούν από το indymedia και τα καθεστωτικά ΜΜΕ, το δεδομένο είναι ότι η δήθεν ρατσιστική βία, εάν αυτή υπάρχει, δεν είναι εκτεταμένη και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ζήτημα που βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα με τα προβλήματα του Έλληνα πολίτη, τόσο που να μην καλύπτεται από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο. Αντιθέτως, το μεταναστευτικό ζήτημα με τα παρελκόμενά του, για παράδειγμα, αποτελεί μείζον πρόβλημα, που επηρεάζει άμεσα και ποικιλοτρόπως την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής του Έλληνα. Παρ' όλα αυτά, εδώ και χρόνια, παραμένει ανοιχτή πληγή για τη νεοελληνική κοινωνία, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, ούτε μέσω της εγχώριας και της κοινοτικής πολιτικής.
Για ένα ανύπαρκτο πρόβλημα, λοιπόν, και για λόγους καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας φτάσαμε στο σημείο το Human Rights Watch και διάφοροι άλλοι διεθνείς οργανισμοί και “προσωπικότητες”, της ιδίας συνομοταξίας, να κάνουν εισηγήσεις στο ελληνικό κοινοβούλιο, καθώς και εξόφθαλμες πολιτικές παρεμβάσεις, ζητώντας σκληρότερα κατασταλτικά μέτρα εναντίον της εθνοκεντρικής σκέψης. Ο “αντιρατσισμός”, όπως τον αντιλαμβάνονται οι υπέρμαχοι της φίμωσης των εθνικιστών και εφαρμόζεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, είναι αυτός που οδήγησε στη φυλακή τον Ισπανό εθνικιστή εκδότη Πέδρο Βαρέλα, αποκλειστικά λόγω της εκδοτικής του δραστηριότητας, όπως και τους ιστορικούς αναθεωρητές Ε. Ζυντέλ και Ντ. Ίρβινγκ, αποκλειστικά λόγω του ιστορικού ερευνητικού τους έργου.
Ας μην γελιόμαστε: Ο στόχος του επερχόμενου αντιρατσιστικού νόμου είναι η φίμωση της ιστορικής και επιστημονικής έρευνας, καθώς και της οποιασδήποτε πολιτικής εκδήλωσης της εθνοφυλετικής διαφορετικότητας. Μία φίμωση, που επιβάλλεται με τον πιο άμεσο και βάναυσο τρόπο, ως μία τελευταία απεγνωσμένη λύση επιβίωσης για το σύστημα εξουσίας, από τη στιγμή που διαφαίνεται ότι οι έμμεσοι τρόποι (περιθωριοποίηση, απειλές, επαγγελματικές και κοινωνικές κυρώσεις) δεν πιάνουν τόπο.
Εκτός, όμως, από το ζήτημα της ελευθερίας λόγου και έκφρασης ιδεών, το εκτρωματικό σχέδιο νόμου έρχεται για να επικυρώσει ουσιαστικά το έργο των αποδομητών τύπου Ρεπούση, Τατσόπουλου, Δραγώνα, στη θεσμική διαστρέβλωση της ελληνικής ιστορίας. Μία ιστορία που απέχει από τα πολιτικώς ορθά ιδεώδη του σήμερα και είναι γραμμένη με αίμα, αγώνες και θυσίες για την ελευθερία, απέναντι σε ολοφάνερους προαιώνιους εχθρούς. Κι όμως, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, οποιοσδήποτε αμφισβητήσει την επικρατούσα άποψη για το εβραϊκό ολοκαύτωμα ή τα σχετικά ψηφίσματα των διεθνών οργανισμών για τις σφαγές μεταξύ Τούτσι και Χούτου στην Ρουάντα, θα οδηγείται στη δικαιοσύνη, αλλά κάτι τέτοιο φυσικά δεν θα ισχύει για τις περιπτώσεις της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Στις τελευταίες περιπτώσεις, η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση, όσο αβάσιμες κι αν είναι, όπως με το “συνωστισμό” στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922, θα εξακολουθήσουν να αποτελούν θεμιτές “επιστημονικές απόψεις”. Αντιθέτως, μένει να δούμε το τελικό κείμενο του νόμου για να διαπιστώσουμε κατά πόσο θα είναι δυνατή η αυθαίρετη δίωξη της κοινής λογικής με τη χρήση κάποιου ασαφούς νεολογισμού, τύπου “εχθροπάθειας”.
Είναι προφανές ότι όσο “ο πλούτος των εθνών” ή ένα βιβλίο λογιστικής μετατρέπουν αυτόματα κάποιον σε καταχραστή, άλλο τόσο οι εθνικιστικές ιδέες, η ιστορική αναθεώρηση, η λευκή μουσική σκηνή οπλίζουν το χέρι ενός εθνικιστή. Ο παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο. Η προσπάθεια φίμωσης του εθνοφυλετισμού εξαπλώνεται σαν πανούκλα σε όλη την Ευρώπη, μόνο και μόνο επειδή ο μηχανισμός εξουσίας δεν βρίσκει άλλο τρόπο να ανακόψει το ρεύμα πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που εμπνέει. Κι αν αυτή τη στιγμή η καθεστωτική και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά χαίρονται και χειροκροτούν για την καταστολή, ενεργώντας ως το μακρύ χέρι του φιλελευθερισμού, σκάβουν και οι ίδιοι τον λάκκο τους.
Η ιστορία έχει κυκλική ροή. Η πολιτική φίμωση και η αυθαίρετη καταστολή, ως μέσα συντήρησης της εξουσίας, λόγω ανυπαρξίας πολιτικών και επιστημονικών επιχειρημάτων, δημιουργούν Οργουελικές δυστοπικές καταστάσεις, που δεν οδηγούν μακριά. Κάτι παρόμοιο εφαρμόστηκε στην Ελλάδα με το καθεστώς της 21ης Απριλίου και είχε τα αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα. Μπροστά στις προκλήσεις και στα εμπόδια που θέτει το σύστημα εξουσίας, στην προσπάθειά του να συντηρήσει τα κεκτημένα του, θα παρουσιάζονται συνέχεια νέες ευκαιρίες και τρόποι δράσης. Αντί, λοιπόν, να ακολουθούμε τις εξελίξεις ως ουραγοί, είναι καιρός να σκεφτούμε έξω από το πλαίσιο και να πάρουμε τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, ώστε στο μέλλον να είμαστε σε θέση να τις διαμορφώσουμε εμείς.
Δ.Μ./ideapolis
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου