Ο ελληνισμός βρέθηκε πάλι απροετοίμαστος. Ο νέος Αττίλας περικυκλώνει την πλούσια σε κοιτάσματα θάλασσα της Κύπρου και διεκδικεί αυτό που ήταν ο σταθερός στόχος του εδώ και δεκαετίες. Τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Παίρνοντας όμως το μερίδιό του από τον ορυκτό πλούτο των θαλασσών του νότου. Πώς προσπαθεί να το επιτύχει αυτό; Με την μόνιμη μεθοδολογία των Τούρκων. Άσκηση διεθνούς πολιτικής υπό την απειλή βίας. Αγνοώντας τη διεθνή νομιμότητα στέλνει το ερευνητικό του σκάφος να κάνει επίδειξη σημαίας στα «οικόπεδα» της κυπριακής ΑΟΖ και μάλιστα με συνοδεία πολεμικών. Έτσι για να μην μένει αμφιβολία σε κανέναν για τους σκοπούς και τις προθέσεις του.
Ελλάδα και Κύπρος, από την άλλη πλευρά, στρατιωτικά ανέτοιμες, επιλέγουν τον συνήθη δρόμο της υποχωρητικότητας. Αυτό που στην «πολιτικώς ορθή» φρασεολογία ονομάζουν «πολιτικές και διπλωματικές αντιδράσεις». Που σημαίνει ότι στην ουσία παίζουν το παιχνίδι των Τούρκων.
Έτσι η κυβέρνηση της Λευκωσίας, αποχώρησε από τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού. Αυτό σημαίνει πως έχει γίνει ένα ακόμη βήμα προς τη διχοτόμηση την οποία επιδιώκουν οι Τούρκοι.
Οι ελιγμοί της Άγκυρας
Το «πάγωμα» της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην ΕΕ, που προβλήθηκε ως σθεναρή στάση, δεν είναι παρά μια πολιτική σαπουνόφουσκα. Η Άγκυρα έχει δείξει ξεκάθαρα ότι η ένταξη στην ΕΕ δεν αποτελεί πολιτικό της στόχο. Είναι απλά και μόνο ένας ελιγμός, βάσει του οποίου παίζει τα παιχνίδια της στη διεθνή σκηνή και προσπαθεί να απομυζήσει ανταλλάγματα.
Η χλιαρή αντίδραση του συμβουλίου κορυφής της ΕΕ, ασφαλώς δεν είναι ενέργεια που θα κάνει το αυτί της Τουρκίας να ιδρώσει. Ήδη μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν ρωγμές. Η Βρετανία -που να μην ξεχνάμε είναι εγγυήτρια χώρα για την Κύπρο- ζήτησε πιο ήπια διατύπωση του σχετικού ανακοινωθέντος. Πόσο πιο ήπια δηλαδή; Το μόνο που λέει το ανακοινωθέν, είναι ότι η Κύπρος, όπως όλα τα κράτη, δικαιούται να έχει ΑΟΖ. Τώρα για το πώς μοιράζεται η ΑΟΖ και τον αν οι τουρκοκύπριοι στο βορά έχουν δικαιώματα στις θάλασσες του νότου ούτε λέξη.
Η δεύτερη ρωγμή, έρχεται από την Ουγγαρία, που αναδεικνύεται στην πρώτη χώρα-μέλος της ΕΕ που αναγνωρίζει το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Όπως συνήθως στην Αθήνα «πέσαμε από τα σύννεφα» με την ενέργεια αυτή. Που με την ίδια ανόητη λογική θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι περιστατικό μεμονωμένο και δεν θα σημάνει ένα νέο κύμα επίσημης αναγνωρίσεως των τουρκικών επιδιώξεων, αυτή τη φορά στην αυλή μας. Θα «πέσουμε πάλι από τα σύννεφα» όταν ακολουθήσουν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Όπως και να έχει, οι «πολιτικές και διπλωματικές αντιδράσεις» είναι κενές περιεχομένου. Στην πράξη αποδεικνύεται καθημερινά ότι οι Τούρκοι τις αγνοούν επιδεικτικά. Τόσο οι αλαζονικές τους απαντήσεις, όσο και το γεγονός ότι συνέχισαν κανονικά την «ερευνητική» τους δραστηριότητα στα «οικόπεδα» 1 και 3 της ΑΟΖ, σε απόσταση μόλις 40 χιλιομέτρων από τις κυπριακές ακτές, δείχνουν καθαρά ότι δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση συμβιβασμού.
Η μόνη απάντηση την οποία θα μπορούσαν να καταλάβουν είναι η στρατιωτική ισχύς. Αλλά βέβαια δεν πρόκειται να συγκροτηθεί καμία ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη για να επιβάλλει την διεθνή νομιμότητα στην Κύπρο. Και η Άγκυρα το γνωρίζει καλά.
Στρατιωτική απαξίωση
Όπως γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα και η Κύπρος, από στρατιωτικής απόψεως, έχουν περιέλθει σε δυσμενέστατη θέση λόγω των ολιγωριών μιας δεκαετίας.
Στην Ελλάδα, η τελευταία μείζων αγορά οπλικού συστήματος (και αυτή κουτσουρεμένη) έγινε το 2005, όταν παραγγέλθηκαν 30 αεροπλάνα τύπου F-16block 52+. Έπρεπε να είναι 40, αλλά ο τότε υπουργός Ε. Μεϊμαράκης έκρινε τα τελευταία 10 περιττά και ακύρωσε την αγορά τους.
Στο μεταξύ από το 2004, εξαπολύθηκε ένα κυνήγι μαγισσών, με βάση τη σκανδαλολογία σχετικά με τις αμυντικές προμήθειες. Πράγματι σκάνδαλα έγιναν, πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες βρέθηκαν ζάπλουτοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι εξοπλισμοί είναι περιττοί. Αντί όμως να απαξιωθεί το σύστημα που επέτρεπε τις μίζες και τον παράνομο πλουτισμό εις βάρος της Εθνικής Αμύνης, απαξιώθηκε η ίδια η αμυντική προσπάθεια της χώρας.
Ακολούθησε η οικονομική κρίση, που έδωσε την ευκαιρία στο σαθρό πολιτικό σύστημα, να δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Από τη μία πλευρά η έλλειψη καυσίμων και ανταλλακτικών άφηνε τις μονάδες να ρημάξουν και από την άλλη η ανενδοίαστη επίθεση κατά του εισοδήματος των στρατιωτικών, τους δημιούργησε τέτοια προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, που νομοτελειακά το ηθικό του στρατεύματος έπεσε κατακόρυφα. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι επί υπουργίας Βενιζέλου και Μπεγλίτη, η εκπαίδευση των μονάδων και οι ασκήσεις των σχηματισμών διακόπηκαν -για «οικονομικούς» πάλι λόγους- με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια απραξία που συνέτεινε και αυτή στην απαξίωση του αμυντικού συστήματος.
Στην Κύπρο, την ίδια στιγμή, επί μία δεκαετία δεν έχει δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ για την Εθνική Φρουρά. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις κατηύθυναν τους πόρους του «Ταμείου Αμυντικής Θωράκισης» σε αλλότριες δαπάνες, που εξυπηρετούσαν λίγο ή πολύ μικροπολιτικά συμφεροντάκια.
Η υπερήφανη δύναμη που εγγυόταν το νοτιοανατολικό άκρο του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, είχε αφεθεί να ρημάξει.
Είναι τραγικό, οι ίδιοι άνθρωποι που απέρριπταν το σχέδιο Ανάν, να εγκαταλείπουν την Εθνική Φρουρά και να την καταδικάζουν σε απραξία και απαξίωση.
Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε τώρα. Αν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδος και της Κύπρου, εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο επίπεδο του 2004, οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να αμφισβητήσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα ήσαν αυτοί, που θα επεδίωκαν την «πολιτική και διπλωματική λύση», αφού τη στρατιωτική ήττα δεν θα την διακινδύνευαν για τίποτε.
Όταν όμως βλέπουν αδυναμία αντιδράσεως, φυσικά και σπεύδουν να την εκμεταλλευθούν.
Το μακροπρόθεσμο σχέδιο
Παρακολουθώντας την εξέλιξη του Κυπριακού, θα διαπιστώσουμε ότι από την δεκαετία του ’50, η επιδίωξη των Τούρκων ήταν μία και μοναδική και την επεδίωκαν με σοβαρότητα και σταθερότητα. Ήθελαν τη διχοτόμηση με παράλληλη ομηρία της νοτίου Κύπρου και του κυπριακού ελληνισμού στις διαθέσεις τους.
Πολύ πριν το 1974, ενεθάρρυναν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό να δημιουργεί θύλακες στο βορά, εγκαταλείποντας περιοχές στις οποίες υπήρχαν μεγάλες συγκεντρώσεις στο νότο.
Η Πάφος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Πριν το 1974 υπήρχαν μεγάλες τουρκοκυπριακές κοινότητες. Η Άγκυρα όμως τους ήθελε στο βορά. Έτσι οι περισσότεροι από αυτούς, κατέληξαν μετανάστες ανά τον κόσμο. Κάτι που ουδόλως ενοχλεί τα τουρκικά σχέδια. Τους είναι πολύ προτιμότερο να έχουν τους απόλυτα ελεγχόμενους εποίκους, οι οποίοι πλέον αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα στα κατεχόμενα εδάφη.
Μικρή διαφοροποίηση του σχεδίου τους, ήρθε όταν ανακαλύφθηκαν τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο νότο. Φυσικά και θέλουν «μερίδιο» σε αυτά. Έτσι ο στόχος της διχοτομήσεως διευρύνθηκε. Προβάλλοντας την αξίωση ότι οι τουρκοκύπριοι του βορά πρέπει να έχουν το μερίδιό τους στους φυσικούς πόρους όλου του νησιού διεκδικούν τη μισή ΑΟΖ της νοτίου Κύπρου. Οι ίδιοι βέβαια δεν προτίθενται να δώσουν τίποτε από όσα κατέχουν στο βορά. Σημειωτέον ότι το 40% που κατέχουν καταλαμβάνει τις δύο από τις τρεις πεδιάδες της Κύπρου και μόνο τον ένα από τους τρεις ορεινούς όγκους.
Η ομηρία ολόκληρου του νησιού, επιτυγχάνεται με έναν απλό τρόπο. Τη διαιώνιση της παρουσίας των 37.000 Τούρκων που συγκροτούν το στρατό κατοχής.
Η διακοπή των διακοινοτικών συνομιλιών, την οποία εξεβίασαν οι Τούρκοι σημαίνει και την αναστολή κάθε συζητήσεως για τη μελλοντική στρατιωτική τους παρουσία στο νησί. Συνεπώς το τουρκικό «εκστρατευτικό σώμα» θα παραμείνει ως έχει.
Μοναδική δυνατότητα αντιδράσεως είναι η αναζωπύρωση της στρατηγικής του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με αντίστοιχη ενίσχυση -και μάλιστα με επείγουσες διαδικασίες- τόσο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και της κυπριακής Εθνικής Φρουράς.
Αυτό σημαίνει πρωταρχικά πολιτική βούληση και δευτερευόντως οικονομικούς πόρους. Προφανώς στην παρούσα φάση λείπει η βούληση. Όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από όλα τα πολιτικά μορφώματα που συγκροτούν την σημερινή Βουλή. Δεν έχουμε ακούσει κανέναν να ζητεί δραστήρια μέτρα, ούτε να καλεί την κυβέρνηση να βυθίσει τα τουρκικά πλοία που παραβιάζουν τις θάλασσές μας.
Ελλάδα και Κύπρος, από την άλλη πλευρά, στρατιωτικά ανέτοιμες, επιλέγουν τον συνήθη δρόμο της υποχωρητικότητας. Αυτό που στην «πολιτικώς ορθή» φρασεολογία ονομάζουν «πολιτικές και διπλωματικές αντιδράσεις». Που σημαίνει ότι στην ουσία παίζουν το παιχνίδι των Τούρκων.
Έτσι η κυβέρνηση της Λευκωσίας, αποχώρησε από τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού. Αυτό σημαίνει πως έχει γίνει ένα ακόμη βήμα προς τη διχοτόμηση την οποία επιδιώκουν οι Τούρκοι.
Οι ελιγμοί της Άγκυρας
Το «πάγωμα» της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας στην ΕΕ, που προβλήθηκε ως σθεναρή στάση, δεν είναι παρά μια πολιτική σαπουνόφουσκα. Η Άγκυρα έχει δείξει ξεκάθαρα ότι η ένταξη στην ΕΕ δεν αποτελεί πολιτικό της στόχο. Είναι απλά και μόνο ένας ελιγμός, βάσει του οποίου παίζει τα παιχνίδια της στη διεθνή σκηνή και προσπαθεί να απομυζήσει ανταλλάγματα.
Η χλιαρή αντίδραση του συμβουλίου κορυφής της ΕΕ, ασφαλώς δεν είναι ενέργεια που θα κάνει το αυτί της Τουρκίας να ιδρώσει. Ήδη μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν ρωγμές. Η Βρετανία -που να μην ξεχνάμε είναι εγγυήτρια χώρα για την Κύπρο- ζήτησε πιο ήπια διατύπωση του σχετικού ανακοινωθέντος. Πόσο πιο ήπια δηλαδή; Το μόνο που λέει το ανακοινωθέν, είναι ότι η Κύπρος, όπως όλα τα κράτη, δικαιούται να έχει ΑΟΖ. Τώρα για το πώς μοιράζεται η ΑΟΖ και τον αν οι τουρκοκύπριοι στο βορά έχουν δικαιώματα στις θάλασσες του νότου ούτε λέξη.
Η δεύτερη ρωγμή, έρχεται από την Ουγγαρία, που αναδεικνύεται στην πρώτη χώρα-μέλος της ΕΕ που αναγνωρίζει το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Όπως συνήθως στην Αθήνα «πέσαμε από τα σύννεφα» με την ενέργεια αυτή. Που με την ίδια ανόητη λογική θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι περιστατικό μεμονωμένο και δεν θα σημάνει ένα νέο κύμα επίσημης αναγνωρίσεως των τουρκικών επιδιώξεων, αυτή τη φορά στην αυλή μας. Θα «πέσουμε πάλι από τα σύννεφα» όταν ακολουθήσουν και άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Όπως και να έχει, οι «πολιτικές και διπλωματικές αντιδράσεις» είναι κενές περιεχομένου. Στην πράξη αποδεικνύεται καθημερινά ότι οι Τούρκοι τις αγνοούν επιδεικτικά. Τόσο οι αλαζονικές τους απαντήσεις, όσο και το γεγονός ότι συνέχισαν κανονικά την «ερευνητική» τους δραστηριότητα στα «οικόπεδα» 1 και 3 της ΑΟΖ, σε απόσταση μόλις 40 χιλιομέτρων από τις κυπριακές ακτές, δείχνουν καθαρά ότι δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση συμβιβασμού.
Η μόνη απάντηση την οποία θα μπορούσαν να καταλάβουν είναι η στρατιωτική ισχύς. Αλλά βέβαια δεν πρόκειται να συγκροτηθεί καμία ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη για να επιβάλλει την διεθνή νομιμότητα στην Κύπρο. Και η Άγκυρα το γνωρίζει καλά.
Στρατιωτική απαξίωση
Όπως γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα και η Κύπρος, από στρατιωτικής απόψεως, έχουν περιέλθει σε δυσμενέστατη θέση λόγω των ολιγωριών μιας δεκαετίας.
Στην Ελλάδα, η τελευταία μείζων αγορά οπλικού συστήματος (και αυτή κουτσουρεμένη) έγινε το 2005, όταν παραγγέλθηκαν 30 αεροπλάνα τύπου F-16block 52+. Έπρεπε να είναι 40, αλλά ο τότε υπουργός Ε. Μεϊμαράκης έκρινε τα τελευταία 10 περιττά και ακύρωσε την αγορά τους.
Στο μεταξύ από το 2004, εξαπολύθηκε ένα κυνήγι μαγισσών, με βάση τη σκανδαλολογία σχετικά με τις αμυντικές προμήθειες. Πράγματι σκάνδαλα έγιναν, πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες βρέθηκαν ζάπλουτοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι εξοπλισμοί είναι περιττοί. Αντί όμως να απαξιωθεί το σύστημα που επέτρεπε τις μίζες και τον παράνομο πλουτισμό εις βάρος της Εθνικής Αμύνης, απαξιώθηκε η ίδια η αμυντική προσπάθεια της χώρας.
Ακολούθησε η οικονομική κρίση, που έδωσε την ευκαιρία στο σαθρό πολιτικό σύστημα, να δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Από τη μία πλευρά η έλλειψη καυσίμων και ανταλλακτικών άφηνε τις μονάδες να ρημάξουν και από την άλλη η ανενδοίαστη επίθεση κατά του εισοδήματος των στρατιωτικών, τους δημιούργησε τέτοια προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, που νομοτελειακά το ηθικό του στρατεύματος έπεσε κατακόρυφα. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι επί υπουργίας Βενιζέλου και Μπεγλίτη, η εκπαίδευση των μονάδων και οι ασκήσεις των σχηματισμών διακόπηκαν -για «οικονομικούς» πάλι λόγους- με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια απραξία που συνέτεινε και αυτή στην απαξίωση του αμυντικού συστήματος.
Στην Κύπρο, την ίδια στιγμή, επί μία δεκαετία δεν έχει δαπανηθεί ούτε ένα ευρώ για την Εθνική Φρουρά. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις κατηύθυναν τους πόρους του «Ταμείου Αμυντικής Θωράκισης» σε αλλότριες δαπάνες, που εξυπηρετούσαν λίγο ή πολύ μικροπολιτικά συμφεροντάκια.
Η υπερήφανη δύναμη που εγγυόταν το νοτιοανατολικό άκρο του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, είχε αφεθεί να ρημάξει.
Είναι τραγικό, οι ίδιοι άνθρωποι που απέρριπταν το σχέδιο Ανάν, να εγκαταλείπουν την Εθνική Φρουρά και να την καταδικάζουν σε απραξία και απαξίωση.
Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε τώρα. Αν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδος και της Κύπρου, εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο επίπεδο του 2004, οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να αμφισβητήσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα ήσαν αυτοί, που θα επεδίωκαν την «πολιτική και διπλωματική λύση», αφού τη στρατιωτική ήττα δεν θα την διακινδύνευαν για τίποτε.
Όταν όμως βλέπουν αδυναμία αντιδράσεως, φυσικά και σπεύδουν να την εκμεταλλευθούν.
Το μακροπρόθεσμο σχέδιο
Παρακολουθώντας την εξέλιξη του Κυπριακού, θα διαπιστώσουμε ότι από την δεκαετία του ’50, η επιδίωξη των Τούρκων ήταν μία και μοναδική και την επεδίωκαν με σοβαρότητα και σταθερότητα. Ήθελαν τη διχοτόμηση με παράλληλη ομηρία της νοτίου Κύπρου και του κυπριακού ελληνισμού στις διαθέσεις τους.
Πολύ πριν το 1974, ενεθάρρυναν τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό να δημιουργεί θύλακες στο βορά, εγκαταλείποντας περιοχές στις οποίες υπήρχαν μεγάλες συγκεντρώσεις στο νότο.
Η Πάφος είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Πριν το 1974 υπήρχαν μεγάλες τουρκοκυπριακές κοινότητες. Η Άγκυρα όμως τους ήθελε στο βορά. Έτσι οι περισσότεροι από αυτούς, κατέληξαν μετανάστες ανά τον κόσμο. Κάτι που ουδόλως ενοχλεί τα τουρκικά σχέδια. Τους είναι πολύ προτιμότερο να έχουν τους απόλυτα ελεγχόμενους εποίκους, οι οποίοι πλέον αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα στα κατεχόμενα εδάφη.
Μικρή διαφοροποίηση του σχεδίου τους, ήρθε όταν ανακαλύφθηκαν τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο νότο. Φυσικά και θέλουν «μερίδιο» σε αυτά. Έτσι ο στόχος της διχοτομήσεως διευρύνθηκε. Προβάλλοντας την αξίωση ότι οι τουρκοκύπριοι του βορά πρέπει να έχουν το μερίδιό τους στους φυσικούς πόρους όλου του νησιού διεκδικούν τη μισή ΑΟΖ της νοτίου Κύπρου. Οι ίδιοι βέβαια δεν προτίθενται να δώσουν τίποτε από όσα κατέχουν στο βορά. Σημειωτέον ότι το 40% που κατέχουν καταλαμβάνει τις δύο από τις τρεις πεδιάδες της Κύπρου και μόνο τον ένα από τους τρεις ορεινούς όγκους.
Η ομηρία ολόκληρου του νησιού, επιτυγχάνεται με έναν απλό τρόπο. Τη διαιώνιση της παρουσίας των 37.000 Τούρκων που συγκροτούν το στρατό κατοχής.
Η διακοπή των διακοινοτικών συνομιλιών, την οποία εξεβίασαν οι Τούρκοι σημαίνει και την αναστολή κάθε συζητήσεως για τη μελλοντική στρατιωτική τους παρουσία στο νησί. Συνεπώς το τουρκικό «εκστρατευτικό σώμα» θα παραμείνει ως έχει.
Μοναδική δυνατότητα αντιδράσεως είναι η αναζωπύρωση της στρατηγικής του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με αντίστοιχη ενίσχυση -και μάλιστα με επείγουσες διαδικασίες- τόσο των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όσο και της κυπριακής Εθνικής Φρουράς.
Αυτό σημαίνει πρωταρχικά πολιτική βούληση και δευτερευόντως οικονομικούς πόρους. Προφανώς στην παρούσα φάση λείπει η βούληση. Όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από όλα τα πολιτικά μορφώματα που συγκροτούν την σημερινή Βουλή. Δεν έχουμε ακούσει κανέναν να ζητεί δραστήρια μέτρα, ούτε να καλεί την κυβέρνηση να βυθίσει τα τουρκικά πλοία που παραβιάζουν τις θάλασσές μας.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου