Στην «Εστία» του Σαββάτου, τόσο το κύριο άρθρο όσο και αυτό του Τηλεμάχου Μαράτου έθεταν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα: του παραλογισμού στην εξουσία και των συνεπειών του σε μία χώρα που, για ποικίλους λόγους, σε μεγάλο βαθμό δεν θέλει να βλέπει την πραγματικότητα. Τι μπορεί, λοιπόν, να συμβεί στις περιπτώσεις αυτές;
Το ερώτημα μπορεί να φαίνεται απλό, πλην όμως πίσω του υπάρχει μία ολόκληρη θεωρητική και ιστορική προσέγγιση, η οποία μας φέρνει αντιμέτωπους με την γένεση του ολοκληρωτισμού – είτε αυτός είναι φαιοκόκκινος, είτε θρησκευτικός. Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν κοινά σημεία. Σπεύδουμε δε να τονίσουμε ότι άλλος είναι ο ολοκληρωτισμός και άλλης υφής είναι ορισμένα αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία, κατά κανόνα, έχουν και ευκαιριακό χαρακτήρα. Υπό αυτή την έννοια, ο ολοκληρωτισμός διαφέρει αισθητά από μία δικτατορία, τόσο ως προς τις προθέσεις όσο και ως προς τις πρακτικές του. Επί των διαφορών αυτών υπάρχει υπεράφθονη ιστορική και φιλοσοφική βιβλιογραφία, που αποδεικνύει και του λόγου το αληθές.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της ιστορικής πραγματικότητας, για να θεμελιώσουν την αναγκαιότητά τους, οι ολοκληρωτισμοί έχουν ανάγκη από ένα σοβαρό στοιχείο, που είναι το μίσος προς τον άλλο ή τους άλλους.
Στην περίπτωση του μαρξισμού-λενινισμού, για παράδειγμα, οι «άλλοι» ήσαν οι αποκαλούμενοι «ταξικοί αντίπαλοι», ήτοι οι «αστοί», για τους οποίους ποτέ δεν εδόθη και ένας σαφής ορισμός. Ο Μαρξ ομιλεί γι’ αυτούς γενικώς και αορίστως και επιμένει να συγχέει τον υπό εκκόλαψη τότε αστικό κόσμο, με τους επιχειρηματίες. Παρακάμπτουμε δε επ’ αυτού το γεγονός ότι ο Φρίντριχ Ένγκελς ήταν ο ίδιος επιχειρηματίας, ο δε σύντροφός του Καρλ Μαρξ, έκανε σε ολόκληρη την ζωή του μία και μοναδική επίσκεψη σε εργοστάσιο – σε αυτό του συνοδοιπόρου του. Επρόκειτο για μία κλωστοϋφαντουργική μονάδα, στην οποία ο Μαρξ έμεινε μόνον 20 λεπτά, καθ’ όσον ήταν ασθματικός και δεν άντεχε τις αναθυμιάσεις. Με βάση, έτσι, αυτή την «τεράστια εμπειρία» διατύπωσε και την θεωρία της «φθίνουσας υπεραξίας», προβλέποντας και το τέλος του καπιταλισμού.
Την θεωρία αυτή, ένας αδίστακτος πολιτικός όπως ο Λένιν την αποκάλεσε «επιστήμη» και είπε το εξής αμίμητο: «Σήμερα τοποθετούμαστε πλήρως στο πεδίο της θεωρίας του Μαρξ, που υπήρξε η πρώτη η οποία έκανε τον σοσιαλισμό ουτοπία που έγινε επιστήμη…». Και όπως έγραψε αργότερα ο Ν. Μάντελσταμ, αυτή την ουτοπία-επιστήμη κάποιοι αχόρταγοι για εξουσία την ανήγαγαν σε θρησκεία, δίνοντας στους εαυτούς τους θεϊκές ιδιότητες. Κύριος δε εχθρός αυτών των νέων θεών – κατά Λένιν – δεν ήταν άλλος παρά η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, η οποία με την δράση της ήθελε να εμποδίσει τις μάζες να πάρουν ενεργό μέρος στην οικοδόμηση των «χαμένων αύριο».
Πολύ πριν τούς Ναζί, έτσι, οι μπολσεβίκοι χρησιμοποίησαν το μίσος ως πολιτικό εργαλείο εξοντώσεως παντός αντιπάλου τους, αντίθετου προς τις εγκληματικές πολιτικές που ακολουθούσαν. Τον δε ρόλο του μίσους ως ψυχολογικού μηχανισμού ασκήσεως βίαιης εξουσίας και πολιτικής παραπλανήσεως τον περιέγραφε, πριν πολλά χρόνια, σε ένα σημαντικό άρθρο του, ο Έλληνας φιλόσοφος και ψυχαναλυτής Κορνήλιος Καστοριάδης, γνωστός για τις αριστερές καταβολές του και την έκδοση του διάσημου στην Γαλλία περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
Κατά τον Κ. Καστοριάδη, σε κοινωνίες όπου η πολιτική απάτη αποσκοπεί να προσλάβει απολυταρχικό χαρακτήρα, αυτοί που την εκπροσωπούν πιστεύουν ότι «οι κανόνες τους είναι το καλό, το καλό είναι οι κανόνες τους και αυτοί οι τελευταίοι δεν είναι ίδιοι με τους άλλους κανόνες, άρα κάθε διαφορετικός κανόνας είναι κακός». Ανοίγει έτσι ο δρόμος του μίσους προς ορατούς και αόρατους εχθρούς και καλλιεργούνται αισθήματα φόβου πού κάποιοι πρέπει να εξαλείψουν ως «προστάτες» της κοινωνίας.
Στην σημερινή υπερχρεωμένη και αντιπαραγωγική Ελλάδα του κρατισμού και της πολιτικής πελατείας, κάποιες δυνάμεις – πού είναι παρούσες σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής – παίζουν το παιχνίδι του μίσους, με άμεση πρώτη επιδίωξη να συσκοτισθούν τα πραγματικά αίτια της χρεωκοπίας. Με αιχμή του δόρατος ένα φαιοκόκκινο μέτωπο επιχειρείται να απαλλαγούν, μέσω της δαιμονοποιήσεως των δανειστών εταίρων μας, οι Νεοέλληνες από κάθε ευθύνη για την υπερχρέωση της χώρας, με παράλληλη υπονόμευση της όποιας ευρωπαϊκής συνειδήσεως. Ωσάν η Ελλάδα να μην ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της αναπτυγμένης περιοχής του κόσμου, που είναι η Δύση.
Είναι σαφές ότι, μέσα από την καλλιέργεια του μίσους, οι εμπνευστές του άλλα έχουν κατά νουν, γι’ αυτό και βιάζονται να δουν την χώρα να καταρρέει. Γνωρίζουν ότι ο παραδοσιακός ελληνικός παραλογισμός θα στραφεί με το μέρος τους, ώστε να ολοκληρωθεί η καταστροφή. Έτσι, σκοπίμως χωρίζουν τους Έλληνες σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» και επιχειρούν μέσα από τον διαχωρισμό αυτόν να πετύχουν την δημιουργία συγκρουσιακών συνθηκών, ικανών να φέρουν το χάος. Πρόκειται για ασύλληπτο φαινόμενο πολιτικής αγυρτείας, που μόνον νοσηροί εγκέφαλοι μπορούσαν να συλλάβουν.
Απέναντι στο φαινόμενο αυτό είναι ώρα πλέον η Ελλάδα του ορθολογισμού να πει ένα νέο «όχι». Διότι, εάν η ελληνική κοινωνία αφεθεί να παρασυρθεί εκεί που θέλουν να την οδηγήσουν οι πραγματικοί εχθροί της, που είναι εσωτερικοί, τότε ὁ 21ος αιώνας θα είναι χαμένη υπόθεση για δύο ή τρείς γενιές.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος / via
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου