Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Πατριωτισμός χωρίς υποσημειώσεις

Κάθε χρονιά την 25η Μαρτίου, στην επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, η μνήμη και το συναίσθημα οδηγούνται αυτόματα στο δοξαστικό δίδαγμα της πιο κομβικής στιγμής στην νεότερη Ελληνική Ιστορία. Τη στιγμή της εξέγερσης των συνειδήσεων.

Κι ένα τέτοιο ηχηρό παράδειγμα συλλογικής αντίστασης και ηρωικής επίτευξης της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να μας προτρέπει σε συγκρίσεις, αντιπαραβολές και απορίες με τις παρούσες καταστάσεις. Μετά από μια πολυετή οικονομική κρίση, που πέρα από τις εγχώριες και διεθνείς πολιτικές επιλογές που της επέτρεψαν να σαρώσει τα πάντα, όλοι έχουν κατανοήσει ότι η ρίζα του προβλήματος ήταν κυρίως αξιακή.

Αξίες που έχουν να κάνουν με την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης, με το υπόβαθρο και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, με τις επιλογές και τις προτεραιότητεςόλων μας. Κάπου εδώ, έρχεται η πατριωτική αντίληψη της πραγματικότητας να προσδιορίσει την κινητήριο δύναμη, τον σταθερό μπούσουλα μας.

Η ελευθερία που εμπλουτίζεται με την πίστη στην πολιτισμική συνέχεια. Η δημοκρατία που εγκαθιδρύεται πάνω στον σεβασμό ενός δοκιμασμένου πλαισίου κι επιζητεί την ουσιαστική ανανέωση και την εμβάθυνση της κι όχι τον εξουσιαστικό ή δικαιωματίστικο καταναγκασμό.

Η ανάπτυξη που στοχεύει στην ανάδειξη των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και των ικανοτήτων ενός καλά εκπαιδευμένου και φιλότιμου εργατικού δυναμικού. Η κοινωνική ευημερία που αναδεικνύεται μέσα από την ισονομία, την στήριξη της οικογένειας, την προσφορά ευκαιριών σε όσους την δικαιούνται.

Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε στην Ελλάδα την συστηματική προσπάθεια αποδόμησης καθετί που φέρει την υπόνοια του εθνικού. Οτιδήποτε υπενθυμίζει την αξία της πατρίδας ως κοινού σημείου αναφοράς χαρακτηρίζεται ακροδεξιό, φασιστικό, ρατσιστικό. Η επιχείρηση πολτοποίησης της εθνικής ιδιομορφίας μέσα από ένα διαθλαστικό, διεθνιστικό πρίσμα είναι προτεραιότητα διαφόρων κύκλων.

Κι αυτό δεν παραμένει σε ένα ασαφές θεωρητικό επίπεδο. Αποκτά καθημερινά απτή πολιτική υπόσταση. Με απροσχημάτιστες παρεμβάσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία, με στοχευμένες επεμβάσεις σε τομείς που αφορούν την θρησκευτική πίστη ή τον προσδιορισμό της προσωπικής ταυτότητας.

Κυρίως όμως με την ταχύτητα και την ευκολία με την οποία αντιμετωπίζονται τα εθνικά θέματα. Ως αγκάθια προς κόψιμο, ως προσχώματα προς κάτι ευρύτερο. Από τη Βόρεια Μακεδονία, της διακριτής εθνότητας και γλώσσας, έως τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων με τους Τούρκους, το αφήγημα είναι ένα και πολύ συγκεκριμένο. Το βιαστικό κλείσιμο των εκκρεμοτήτων. Το σπάσιμο των εθνικών στεγανών.

Όσο όμως οι πολίτες κρατούν άσβεστο το πάθος της “γονιδιακής” ιδιοσύστασης τους, όσο παραμένουν ενεργές οι πηγές της εθνικής ταυτοπροσωπίας, τόσο θα πέφτουν στο κενό οι εναγώνιοι βομβαρδισμοί αυτών που τρομάζουν μπρος στο πατριωτικό μεγαλείο.

2 comments:

  1. Στις 15 Μαρτίου 1838,
    με διάταγμα του Όθωνα, ορίστηκε αυθαίρετα η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του Εικοσιένα στις 25 Μαρτίου.

    Η Επανάσταση άρχισε πριν τις 25 Μαρτίου και ο Π. Π. Γερμανός δεν σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στη μονή της Αγίας Λαύρας στις 25 Μαρτίου, γιατί την ημέρα αυτή δεν βρισκόταν στην Αγία Λαύρα, αλλά στα Νεζερά (Αίγιο) της Αχαΐας, όπως ο ΙΔΙΟΣ γράφει στα απομνημονεύματά του.

    Το πλάσιμο του μύθου έχει την αφετηρία του στη μετάβαση των δύο Επισκόπων Παλιών Πατρών Γερμανού και Κερνίτσης Προκόπιου μαζί με τους προεστούς της Αχαΐας, από τα Καλάβρυτα στη Μονή της Αγίας Λαύρας στις 10.3.1821, που έγινε αποκλειστικά και μόνο για την ασφάλειά τους, να κρυφτούν.

    Ο Π. Πατρών Γερμανός μάλιστα, στη σύσκεψη του Aιγίου, ΔΙΑΦΩΝΗΣΕ με την επαναστατική στρατηγική των Φιλικών. Όταν στις 21 Μαρτίου δίνονταν οι μάχες στους δρόμους της Πάτρας με αρχηγό τον τσαγκάρη Παναγιωτάκη Kαρατζά, ο Γερμανός με τους προεστούς, κρυβόταν στη μονή Ομπλού. Εκεί δολοφόνησαν τον Καρατζά, λίγους μήνες μετά στις 4 Σεπτέμβρη, οι Kουμανιωταίοι, άνθρωποι δικοί του (Βλ. N. Bαρδιάμπαση, Π. Kαρατζάς: ο τσαγκάρης που ξεκίνησε την Eπανάσταση του 1821, «Eλευθεροτυπία», 3-7-1993).

    Είναι γνωστό, πως σε προγενέστερες ημερομηνίες είχαν ξεσηκωθεί τα Καλάβρυτα, η Βοστίτσα, η Καρύταινα, η Καλαμάτα, το Γύθειο, τα Σάλωνα και ο Πραστός.
    Όμως, ύστερα από 19 χρόνια, πρόκριτοι και αρχιερείς διαστρέβλωσαν τους πραγματικούς λόγους της μετάβασης αυτής. Απέδωσαν την άφιξη του Γερμανού και των άλλων, στις 10.3.1821, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, στην κήρυξη της Επανάστασης και έπλασαν το μύθο της ύψωσης της σημαίας της Επανάστασης στη μονή της Αγίας Λαύρας από τον Π.Π. Γερμανό στις 25 Μαρτίου. Κίνητρο του μύθου αυτού ήταν να περιβληθούν οι προεστοί και το ανώτερο ιερατείο, με την τιμή ότι αυτές είχαν αρχίσει τον Αγώνα και είχαν πρωτοστατήσει σ’ αυτόν, και να μοιραστούν έτσι τη δόξα από τους πραγματικούς αγωνιστές και δημιουργούς του Εικοσιένα και της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

    Ο μύθος του ελληνοχριστιανισμού και του "Θεού της Ελλάδος" απαιτούσε για την Επανάσταση, μια ιερή ημερομηνία όπως αυτή του Ευαγγελισμού, ένα μοναστήρι και έναν επίσκοπο.

    O ίδιος ο Π. Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στα τελευταία του και πρωτοκυκλοφόρησαν το 1837, λέξη για την υποτιθέμενη συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής του. ( κατεβάστε δωρεάν τα απομνημονεύματά του "Απομνημονεύματα Π. Π. Γερμανού")

    Η επινόηση της ημερομηνίας αυτής, προήλθε το 1835 από τον Κωλέττη και υλοποιήθηκε το 1838 (Β. Σφυρόερα, “Η επέτειος της Εθνεγερσίας“, “Καθημερινή-Επτά Ημέρες”, 1-3-2001).

    Ιστορικός Σπ. Τρικούπης: “Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της Αγ. Λαύρας ανυψώθη κατά το πρώτον η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως…” ((“Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”, τ. Α΄, σ.312, εκδ. Β΄).

    Ο Ι. Φιλήμων αποκαλεί τον μύθο της Λαύρας “ψεύδος παχυλόν” (”Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας”, τ.Γ΄, σ.22-1834).
    Ο καθηγητής Απ. Β. Δασκαλάκης ομολογεί: “…ουδέν επαναστατικόν γεγονός εσημειώθη εν τη Μονή της Αγίας Λαύρας. Κατά την 25ην Μαρτίου ουδείς ευρίσκετο εν Λαύρα…” (“Πως εκηρύχθη η Επανάστασις εις την Πελοπόννησον”).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι σύγχρονοι προπαγανδιστές στηρίζουν την εκδοχή τους για το 1821 πάνω σε μυθοπλασίες περί δήθεν ελληνικότητας της βυζαντινής αυτοκρατορίας και της ιστορικής ενότητας της ελληνικής φυλής από τα ομηρικά χρόνια μέχρι σήμερα, παραβλέποντας πως ο ιστορικός βίος της αρχαίας Ελλάδας τερματίζεται οριστικά με την ανακήρυξη του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου.

    Μετά την επέκταση και εδραίωση του χριστιανισμού, ο ελληνικός πολιτισμός ταυτίζεται με την ειδωλολατρία. Η φανατική αντιπαλότητα ανάμεσα στην Εκκλησία και στις διάφορες φιλοσοφικές σχολές στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις, το μίσος κατά του ελληνικού πολιτισμού, θα εγείρει τέτοια ανθελληνική λαίλαπα που τελικά το μόνο που θα μείνει να θυμίζει κάτι απ΄την κλασική Ελλάδα είναι η γλώσσα.

    Ακόμα και η λέξη Έλληνας ήταν υβριστική και σήμαινε τον ειδωλολάτρη, τον άπιστο.

    Η πιο διαδεδομένη γλώσσα τον καιρό εκείνο στη λεκάνη της ανατολικής μεσογείου ήταν η απλή ελληνική, κι αυτή φυσικά διάλεξε η νέα θρησκεία για την εξάπλωσή της.

    Παρόλα αυτά το μωσαϊκό των λαών που κατοικούσε στη βυζαντινή αυτοκρατορία (σαράντα περίπου λαοί), δεν είχε καμία συνείδηση ότι καταγόταν από τους αρχαίους Έλληνες.
    Μέχρι και το 10ο μ.χ. αιώνα αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμιούς (από το Pωμαίος) και το κράτος ρωμαϊκή βασιλεία που δεν ήταν παρά η συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ανατολή.
    Ακόμη και η ονομασία βυζαντινή αυτοκρατορία είναι πολύ μεταγενέστερη.

    Όταν αναφερόμαστε στα βυζαντινά χρόνια μπορούμε να μιλάμε για χριστιανική αυτοκρατορία αλλά σε καμία περίπτωση για ελληνική. Οι μύθοι που θέλουν τους υπηκόους της βυζαντινής αυτοκρατορίας να έχουν ασπαστεί τον ελληνικό πολιτισμό και να έχουν ομογενοποιηθεί γύρω απ’ αυτόν και γύρω από τη γλώσσα, μόνο στη σφαίρα της νοσηρότερης φαντασίας μπορούν να ανήκουν.

    Μέχρι και τουλάχιστον το 14ο μ X αιώνα φαίνεται πως ακόμα κι οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου είχαν πλήρη άγνοια για τη παλαιά ελληνική ιστορία. Εξάλλου και η σύνθεση του πληθυσμού μετά τις αλλεπάλληλες σφαγές των Βυζαντινών, τις σταυροφορίες, τους αποικισμούς και τις μετακινήσεις πληθυσμών μόνο ελληνική δε μπορεί να χαρακτηρισθεί.
    Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα λαών που περιλαμβάνει ολίγους παλαιοελλαδίτες (Ρωμιούς), Σλάβους, Βούλγαρους, Αρβανίτες, Βλάχους, Άραβες (στη Ρόδο και στη Κρήτη), Εβραίους, Αρμένιους.

    Κατά την οθωμανοκρατία η είσπραξη των φόρων υπήρξε η βασική και πλέον προσοδοφόρα αρμοδιότητα των προυχόντων, ενώ με το καιρό τους παραχωρήθηκαν και διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες από τους Οθωμανούς, στους οποίους δεν ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν για τον τρόπο άσκησης τους παρά μόνο για τα αποτελέσματά τους.

    Στην φορολογία του τουρκικού κράτους με τον κεφαλικό, τη δεκάτη και τους διάφορους άλλους έκτακτους φόρους, ερχόταν να προστεθεί κι ο φόρος που κάθε χριστιανός ραγιάς έπρεπε να καταβάλει στην Εκκλησία, ο επονομαζόμενος ρόγα ή ζητεία που άγγιζε το 1/3 του ετήσιου εισοδήματος κάθε χριστιανικής οικογένειας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή