ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν το μεγάλο πλεονέκτημασε σχέση με αντίστοιχες του παρελθόντος, να μαθαίνουν όσα ηχηρά συμβαίνουνστον πλανήτη ή στο στενό εθνικό τους περιβάλλον, σχεδόν σε πρώτο χρόνο.
Ητηλεοπτική μάχη της είδησης έχει γίνει από απλά άμεση, βίαιη, ορμητική καισυχνά σαρκοβόρα, γιατί πάνω στην ταχύτητα μετάδοσης και στην πρωτοτυπίαπαρουσίασης ενός γεγονότος στηρίζει την επιβίωσή του ο πολυδάπανος καιπανάκριβος τηλεοπτικός χρόνος.
Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν έχει κατηγορηθείκαι αγαπηθεί όσο η τηλεόραση, ώστε μπορούμε σχεδόν με βεβαιότητα να πούμεότι η σχέση του μέσου με τον πολίτη είναι σχέση νοσηρά παθιασμένου έρωτα.
Αυτός ακριβώς ο έρωτας του κοινού αποτελεί για την τηλεόραση πηγή άκριτηςδύναμης, αφού τελικά την επιλέγουμε ακόμα και τη στιγμή που κατακρίνουμε τιςτακτικές της, ή όταν αισθανόμαστε κορεσμένοι από τις αθέμιτες μεθόδους της,ή προβληματισμένοι μπροστά στην άποψή της περί ηθικής και δικαίου. Είναισαφές ότι η τηλεόραση πρέπει να διανύσει μεγάλη απόσταση αυτοκριτικής καιελέγχου προκειμένου να προσεγγίσει την έννοια του αψεγάδιαστου μέσου μα όσααρνητικά χαρακτηριστικά της κι αν διαγνώσει κανείς , ακυρώνονται μπροστά σεδύο θετικά της σημεία που αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο τη βάση κάθεδημοκρατικής κοινωνίας:
Το πρώτο είναι η υποχρέωση του πολίτη στηνενημέρωση, άρα τη γνώση ( το να αναζητώ την αλήθεια αποτελεί καθήκον μου) και δεύτερο το δικαίωμα του πολίτη στην επιλογή.
Όσο η σχέση του μέσου μετον δέκτη φαίνεται ότι καθορίζεται από το τηλεκοντρόλ, κάθε άλλη κριτικήπαραμένει χωρίς ουσία, γιατί στο τέλος το επιχείρημα του κρινόμενου μέσουείναι ακλόνητο και ως ένα βαθμό ορθό: «είμαι ό,τι μου ζητούν να είμαι».
Φυσικά, η άποψη αυτή περικλείει μια μεγάλη ανακρίβεια που λόγω τηςσοβαρότητας του ζητήματος είναι επικίνδυνη: Η φράση «είμαι ότι μου ζητούν ναείμαι» θα ήταν απόλυτα σωστή αν η τηλεόραση ήταν εντελώς άψυχη, χωρίς τηνανθρώπινη δραστηριότητα.
Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν ισχύει ώστε το επιχείρημα«είμαι αυτό που μου ζητούν να είμαι» είναι τόσο ορθό, όσο θα ήταν σε άλληπερίπτωση το επιχείρημα «πουλώ ναρκωτικά γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ταζητούν» ή «διακινώ εικόνες παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο γιατί αυτόμου ζητούν να κάνω»!
Φυσικά στις άλλες δύο περιπτώσεις η δήλωση αυτήακούγεται εξοργιστική γιατί τα εγκλήματα είναι προφανή, ή γιατί κανέναςέμπορος ναρκωτικών και κανένας παιδόφιλος μέχρι στιγμής δεν είχε το θράσοςνα ξεστομίσει δημόσια μια τέτοια δικαιολογία, ή απλά εξαιτίας της έλλειψηςαυτοκριτικής και ήθους όταν δεν υπάρχει ο φόβος του νόμου.
Είναι ωστόσοανάλογης (και μάλιστα κατά την εντελώς προσωπική μου γνώμη ηθικά ίσης)βαρύτητας γιατί η τηλεόραση έχει τη δύναμη να προβάλλει ή να ενταφιάσει τονπολιτισμό, ή την χυδαιότητα, άρα να προωθήσει την εξέλιξη ή την παρακμήτης κοινωνίας.
Όταν επομένως οι άνθρωποι της τηλεόρασης αποποιούνται τοδικαίωμά τους να είναι άνθρωποι, με το φτηνό επιχείρημα «δίνουμε αυτό που οκόσμος ζητά» (ανάλογο του αρχέγονου επιχειρήματος η Εύα με ηπάτησε) τοβάρος της βελτίωσης του μέσου πέφτει στον τηλεθεατή κι αυτό είναι μια ευθύνηπου η κοινωνία δε φαίνεται να έχει λάβει σοβαρά υπόψη ούτε να επιθυμεί νααναλάβει.
Οι τηλεθεατές επιμένουμε να εμπιστευόμαστε για την ενημέρωση ή τη διασκέδασήμας ( η λέξη ψυχαγωγία προϋποθέτει ένα δουλεμένο και υψηλού επιπέδου μέσο)μια τηλεόραση που τελικά δεν μπαίνει στη διαδικασία της αυτοκριτικής και πουστηρίζει την βελτίωσή της στην ευαισθησία ενός απρόσωπου, αδιάφορουαπαίδευτου και βολεμένου στην ανωνυμία του, πλήθους.
Είναι σαφές ότι οπολίτης της μη- παιδείας δεν μπορεί ως τηλεθεατής να ασκήσει έμπρακτακριτική σε ότι ακυρώνει την αξιοπρέπειά του, γιατί με αφέλεια πιστεύει ότιμπορεί μυστικά να παρακολουθήσει ένα πρόγραμμα εξευτελιστικό, αφού κανέναςδε θα το μάθει.
Μπορεί σε μια παρέα ως επώνυμο μέλος μιας κοινωνίας νακαταδικάζει ένα show που απειλεί τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά όταν μένειμόνος στην ανωνυμία του ιδιωτικού του χώρου, παύει να σκέφτεται ως πολίτηςκαι λειτουργεί ως ηδονοβλεψίας χωρίς να καταλαβαίνει ότι σ' αυτή ακριβώς τημυστική τακτική του ηδονοβλεψία που ικανοποιεί την σκοτεινή πλευρά τουεαυτού του, αλλά καταργεί τον πολιτισμό, στηρίζεται η μισάνθρωπη τηλεόρασηπου έχουμε.
Επιπλέον ο πολίτης που είναι πολίτης μόνο όταν είναι τηλεθεατής,διαμορφώνει την πραγματικότητα, μόνο στο βαθμό που οι (αρνούμενοι την ευθύνητους) τηλεοπτικοί άνθρωποι την παρουσιάζουν.
Βλέπει επομένως όλη τηνπολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή με την ίδια ευκολία με την οποίαπαρακολουθεί μια ταινία, γιατί τελικά η ζωή όπως την βλέπω από τον καναπέτου σαλονιού μου είναι ταινία.
Έννοιες που για κάθε υγιή πολίτη αποτελούναιτία επανάστασης (σκάνδαλο, διαφθορά, απάτη, κλεψιά, προσβολή τηςαξιοπρέπειας), για τον τηλεθεατή προκαλούν μια εικονική οργή που τελειώνειμε το τέλος της εκπομπής και που φυσικά δεν τον ακολουθεί όταν η μικρήοθόνη κλείνει.
Ο λόγος είναι ότι στην εποχή της βιασύνης και του φθηνούεντυπωσιασμού, μια υπόθεση παραμένει υπόθεση όσο φέρνει νούμερα τηλεθέασης: οι πυρόπληκτοι ήταν πυρόπληκτοι για τον τηλεθεατή όσο έκλαιγαν μπροστά στακαιόμενα σπίτια τους, ο σεισμός ήταν είδηση όσο έφταναν φωνές από ταερείπια ως το σαλόνι μου και ο άνθρωπος που βλέπω να ξεφτιλίζεται μπροστάμου για να κερδίσει το χρηματικό έπαθλο, απλά δεν είναι αληθινός.
Ηδραματοποίηση της πραγματικότητας την κάνει εικονική γιατί ο τηλεθεατής γιατον παρουσιαστή είναι ποσοστό, άρα μη- άνθρωπος και ο κάθε άνθρωπος στημικρή οθόνη είναι για τον τηλεθεατή εικόνα άρα μη- άνθρωπος.
Έχουμε δηλαδή δημιουργήσει μια τηλεόραση από μη- ανθρώπους σε μη- ανθρώπους, άρα βάζουμεστα σπίτια μας τους ανθρώπους της τηλεόρασης και όχι την τηλεόραση τωνανθρώπων, δημιουργώντας μια πραγματικότητα που όσο αληθινή κι αν είναι, σταμάτια μας είναι ψεύτικη και εικονική και γι' αυτό στη βάση της είναιανήθικη.
Η ανηθικότητα στην τηλεόραση επομένως δεν ξεκινά από αυτό που τελικά φτάνειστον τηλεθεατή, αλλά από την άποψη που έχει ο πομπός για τον δέκτη και οδέκτης για τον πομπό.
Όσο η τηλεόραση ως σύνολο νοημόνων επαγγελματιών, δενμπαίνει στον κόπο να σεβαστεί την αδυναμία του πλήθους να αντιδράσει και όσοτο πλήθος συνεχίζει να λειτουργεί ως πρωτόγονο, βλακώδες πλήθος και όχι ωςσύνολο νοημόνων πολιτών, το μέσο δε θα πείθει και ο δέκτης δε θαενημερώνεται.
Εκτός αν αυτό σκοπίμως γίνεται, είναι ώρα να κάνουμε ένα πρώτοβήμα αντίδρασης, στηριγμένοι στην ικανότητα της κοινωνίας να ανασυντάσσειτις δυνάμεις της, όπως πιστεύει και ο Μιχάλης Γκανάς με τους στίχους του: .
Έλα να βγούμε απ΄ το σπίτι ξανά σε δρόμους και πλατείες πάρε και τα παιδιά μαζί σου εδώ, στο χείλος της αβύσσου κι άφησε μόνη στο τραπέζιτην τηλεόραση να παίζει. Να δείχνει έγχρωμο τον πόνο δίπλα σ' ένα φιλέτο τόνο. Να δείχνει φονικά και φλόγεςτσόντες πολιτικούς και ρώγεςενώ εμείς θα 'χουμε φτάσει στο σταυροδρόμι του εξήντα. Με τα παιδάκια μας στον ώμογια να μας δείχνουνε το δρόμο.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου