...με αφορμή την στάση του Νικοδήμου και του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας
(Μ. Παρασκευή, αποκαθήλωση, Δελβινάκι 2-4-2010)
Η φύση στην ύπαιθρο είναι, όντως, "Θεού χαρά". Τον ανοιξιάτικο καιρό τον ευφραίνονται, εκτός από τους ανθρώπους, και τα πετροχελίδονα, που, τιτιβίζοντας, δίνουν μια άλλη «νότα» στην ατμόσφαιρα. Παρ’ όλα αυτά, Μ. Παρασκευή πρωί, όλα με τον τρόπο τους ψιθυρίζουν ένα πένθιμο σκοπό. Γνωστό γιατί. Ο Υιός του Θεού είναι καρφωμένος πάνω στον Σταυρό. Ακόμα και οι σημαίες μεσίστιες κυματίζουν στους Ναούς και στις Υπηρεσίες. Στο Δελβινάκι, που βρίσκεται στο ελεύθερο Πωγώνι της Ηπείρου, και που αποτελεί έδρα της Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, έχει ορίσει να τελέσει την αποκαθήλωση ο Μητροπολίτης κ. Ανδρέας, συνεχίζοντας την παράδοση του μακαριστού προκατόχου του, Σεβαστιανού. Μετά τις Μεγάλες Ώρες, ξεκινάει ο Εσπερινός της Αποκαθηλώσεως. Συγκινητικές στιγμές ξετιλύγονται, όταν, βγαίνοντας ο Μητροπολίτης, παριστάνει τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και σε λευκό σεντόνι κατεβάζει το σώμα του Ιησού από τον Σταυρό. Μετά την περιφορά του Επιταφίου και πριν το θαυμάσιο Δοξάστικο «Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον,» ο Σεβασμιώτατος συνηθίζει να απευθύνει λόγους επίκαιρους στο μεστό, από κόσμο, εκκλησίασμα :
"...Οι απογευματινές ώρες της Μ. Παρασκευής προχωρούν γοργά. Με την δύση του ηλίου θα άρχιζε η ημέρα του Σαββάτου, η οποία εκτός του ότι ήταν αργία για τους Ιουδαίους, εκείνο το Σάββατο ήταν, συνέπιπτε, και η Μεγάλη Εορτή του εβραϊκού Πάσχα. Και σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο τα σώματα των καταδίκων δεν έπρεπε να παραμείνουν στον σταυρό, αλλά να κατεβαστούν από εκεί και να ταφούν μέσα σ’ ένα κοινό τάφο.
Αλλά με το σώμα του Χριστού τι θα απογινόταν; Ποιός θα κατέβαζε το άχραντο σώμα του Κυρίου για να το ενταφιάσει; Οι δικοί του; Οι μαθηταί του; Μα εκείνοι ήσαν κατατρομαγμένοι. «Και αφέντες Αυτόν έφυγον πάντες» (Μαρκ. ΙΔ,50) λέει το ιερόν ευαγγέλιον. Ο κόσμος, που είχε έλθει να παρακολουθήσει την Σταύρωση, μα όταν έγινε ο σεισμός και ταρακουνήθηκε η γη «πάντες υπέστρεφον τύπτοντες εαυτών τα στήθη» (Λουκ. ΚΓ 48). Χτυπούσαν τα στήθη τους για να δείξουν την μεταμέλειά τους, για το έγκλημα που είχε συντελεσθεί και έσπευδαν, όσο μπορούσαν γρηγορότερα, για την Ιερουσαλήμ. Ποιός λοιπόν θα έκανε την αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου;
Εκείνη όμως ακριβώς την στιγμή που ορθώθηκε το δίλλημα αυτό, έφτασαν επιβλητικοί και θαρραλέοι. Οι τολμηροί. Πρώτος ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, «ευσχήμων βουλευτής» (Μαρκ. ΙΕ,43), διακεκριμένος δηλ. βουλευτής, μας πληροφορεί το ιερόν ευαγγέλιον, ο οποίος κρατάει στα χέρια του την άδεια της ταφής, την οποίαν επήρε από τον Πιλάτο. Ο ίδιος, όπως πάλι μας πληροφορεί το ευαγγέλιον, «ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών Λουκ. ΚΓ, 51), δεν συμφωνούσε με όσα έκανε το μεγάλο Ιουδαϊκό Συνέδριο, και το είχε πει, ότι ο Ιησούς είναι αθώος. Έτσι «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μαρκ. ΙΕ, 43). Οι πολλοί μέσα στο Συνέδριο, όταν δικαζόταν ο Κύριος, τον λοιδόρησαν. Τον εχλεύασαν. Εν τούτοις εκείνος χωρίς να υπολογίσει την κοινωνική του θέση, το μίσος των Ιουδαίων αρχόντων, την ρωμαϊκή εξουσία, τα πλούτη που είχε, την κοινωνική του θέση, ένα πράγμα επιθυμεί: Να δείξει την λατρεία του προς τον Εσταυρωμένον και νεκρόν ήδη Διδάσκαλόν του, τον Ιησούν Χριστόν.
Αλλά στο τιμητικό αυτό έργο της αποκαθηλώσεως, ο Ιωσήφ έχει και ένα σύντροφο. Είναι ένας επίσης βουλευτής: Ο Νικόδημος. Ο οποίος ήταν κρυφός μαθητής του Ιησού, όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «δια τον φόβον των Ιουδαίων»(Ιωάν. ΙΘ, 38). Διότι οι Ιουδαίοι είχαν πει, ότι, όποιος δηλώσει ότι είναι μαθητής του Χριστού, θα γίνει αποσυνάγωγος. Αλλά ο Νικόδημος στην κρίσιμη αυτή ακριβώς ώρα αποδεικνύεται εξόχως τολμηρός. Και δείχνεται τολμηρός διότι τώρα δεν είναι καιρός για δειλία. Τώρα χρειάζεται ανδρεία και τόλμη. Δεν λογαριάζει κόπους, ούτε τα έξοδα που έκανε για να αγοράσει την μεγάλη ποσότητα των 100 λίτρων μύρων, που σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπολογίζονται σε 30 κιλά. Και το έκανε αυτό διότι, αδελφοί μου, όταν μιλάει η καρδιά τίποτα δεν είναι πολύ για τον Ιησούν Χριστόν. Και να λοιπόν. Ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο κατεβάζουν ευλαβικά το σώμα του Κυρίου από το Σταυρό, το αλείφουν με τα μύρα και τα δάκρυά τους, το τυλίγουν στο καινούργιο σεντόνι, που αγόρασε ο Ιωσήφ, και έπειτα με ιεροπρέπεια το εναποθέτουν «στο καινόν μνημείον»(Ματθ. ΚΖ,60) δηλ. στον καινούργιο τάφο, που είχε λαξεύσει ο Ιωσήφ για τον εαυτό του βεβαίως, αλλά εις τον οποίον τάφον κανένας μέχρι τότε δεν είχε τοποθετηθεί. Ο πρώτος και ο μόνος, ναι, ήταν ο Ιησούς Χριστός. Και όταν στην συνέχεια έβαλαν έναν μεγάλο λίθο στην είσοδο του μνημείου για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα έμπαινε κανείς μέσα, ανεχώρησαν για τα σπίτια τους.
Στα εγκώμια που θα ψάλλουμε απόψε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ιδιαιτέρως εγκωμιάζονται. «Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην» θα ψάλλει η Εκκλησία. Και πάλι «Ιωσήφ τρισμάκαρ κήδευσον το σώμα Χριστού του Ζωοδότου» (Γ Στάση).
Έτσι, λοιπόν, αδελφοί μου, παρουσιάζονται μπροστά μας πρότυπα ανδρείας και δυναμισμού. Και θα έλεγα ότι αυτά τα πρότυπα μας χρειάζονται πάρα πολύ, μα πάρα πολύ στη σημερινή εποχή μας. Κοιτάξτε. Όταν οι καιροί είναι ειρηνικοί, ειρηνικοί για την Εκκλησία, οι χριστιανοί μπορεί να νομίζουμε ότι δεν είναι απαραίτητο να φαίνεται ότι είμαστε χριστιανοί. Θεωρείται αυτονόητο αυτό. Θεωρείται αυτονόητο να πηγαίνουμε στην Εκκλησία , να τελούμε γενικώς τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Αυτά όταν οι καιροί είναι ειρηνικοί. Αλλά όταν η πίστις πολεμείται, όταν χλευάζεται η Εκκλησία του Χριστού, όταν μοιάζει να κυριαρχεί η ανηθικότητα, το ψέμα, η χρηματολατρεία, η απάτη, το έγκλημα, η κάθε μορφής βία, όταν καταβάλλεται πνευματική προσπάθεια αποχριστιανισμού της χώρας και γίνεται μια πολεμική και μία λασπολογία από τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και γελειοποιούνται τα ιερά σύμβολα της πίστεώς μας και η Εκκλησία καταβάλλεται προσπάθεια να μπει στο περιθώριο, όταν η οικογένεια κλονίζεται, όταν οι εκτρώσεις πολλαπλασιάζονται, όταν η πολυτεκνία χλευάζεται, όταν τα διαζύγια πληθύνονται, όταν η Παιδεία του Έθνους αποκόπτεται σιγά - σιγά αλλά συστηματικά από τους ζωτικούς χυμούς της Ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, (βγάζουμε τώρα τους πνευματικούς από τα Σχολεία, πάμε σιγά - σιγά να καταργήσουμε το μάθημα των Θρησκευτικών, ουσιαστικά η προσευχή σε πλείστα όσα σχολεία, η πρωϊνή προσευχή, έχει καταργηθεί, όπως και ο εκκλησιασμός), όταν... αλλά τι να προχωρήσει κανείς, τι να πει και τι ν’ αφήσει; Τότε, λοιπόν τι θα γίνει;
(Μ. Παρασκευή, αποκαθήλωση, Δελβινάκι 2-4-2010)
Η φύση στην ύπαιθρο είναι, όντως, "Θεού χαρά". Τον ανοιξιάτικο καιρό τον ευφραίνονται, εκτός από τους ανθρώπους, και τα πετροχελίδονα, που, τιτιβίζοντας, δίνουν μια άλλη «νότα» στην ατμόσφαιρα. Παρ’ όλα αυτά, Μ. Παρασκευή πρωί, όλα με τον τρόπο τους ψιθυρίζουν ένα πένθιμο σκοπό. Γνωστό γιατί. Ο Υιός του Θεού είναι καρφωμένος πάνω στον Σταυρό. Ακόμα και οι σημαίες μεσίστιες κυματίζουν στους Ναούς και στις Υπηρεσίες. Στο Δελβινάκι, που βρίσκεται στο ελεύθερο Πωγώνι της Ηπείρου, και που αποτελεί έδρα της Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, έχει ορίσει να τελέσει την αποκαθήλωση ο Μητροπολίτης κ. Ανδρέας, συνεχίζοντας την παράδοση του μακαριστού προκατόχου του, Σεβαστιανού. Μετά τις Μεγάλες Ώρες, ξεκινάει ο Εσπερινός της Αποκαθηλώσεως. Συγκινητικές στιγμές ξετιλύγονται, όταν, βγαίνοντας ο Μητροπολίτης, παριστάνει τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και σε λευκό σεντόνι κατεβάζει το σώμα του Ιησού από τον Σταυρό. Μετά την περιφορά του Επιταφίου και πριν το θαυμάσιο Δοξάστικο «Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον,» ο Σεβασμιώτατος συνηθίζει να απευθύνει λόγους επίκαιρους στο μεστό, από κόσμο, εκκλησίασμα :
"...Οι απογευματινές ώρες της Μ. Παρασκευής προχωρούν γοργά. Με την δύση του ηλίου θα άρχιζε η ημέρα του Σαββάτου, η οποία εκτός του ότι ήταν αργία για τους Ιουδαίους, εκείνο το Σάββατο ήταν, συνέπιπτε, και η Μεγάλη Εορτή του εβραϊκού Πάσχα. Και σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο τα σώματα των καταδίκων δεν έπρεπε να παραμείνουν στον σταυρό, αλλά να κατεβαστούν από εκεί και να ταφούν μέσα σ’ ένα κοινό τάφο.
Αλλά με το σώμα του Χριστού τι θα απογινόταν; Ποιός θα κατέβαζε το άχραντο σώμα του Κυρίου για να το ενταφιάσει; Οι δικοί του; Οι μαθηταί του; Μα εκείνοι ήσαν κατατρομαγμένοι. «Και αφέντες Αυτόν έφυγον πάντες» (Μαρκ. ΙΔ,50) λέει το ιερόν ευαγγέλιον. Ο κόσμος, που είχε έλθει να παρακολουθήσει την Σταύρωση, μα όταν έγινε ο σεισμός και ταρακουνήθηκε η γη «πάντες υπέστρεφον τύπτοντες εαυτών τα στήθη» (Λουκ. ΚΓ 48). Χτυπούσαν τα στήθη τους για να δείξουν την μεταμέλειά τους, για το έγκλημα που είχε συντελεσθεί και έσπευδαν, όσο μπορούσαν γρηγορότερα, για την Ιερουσαλήμ. Ποιός λοιπόν θα έκανε την αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου;
Εκείνη όμως ακριβώς την στιγμή που ορθώθηκε το δίλλημα αυτό, έφτασαν επιβλητικοί και θαρραλέοι. Οι τολμηροί. Πρώτος ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, «ευσχήμων βουλευτής» (Μαρκ. ΙΕ,43), διακεκριμένος δηλ. βουλευτής, μας πληροφορεί το ιερόν ευαγγέλιον, ο οποίος κρατάει στα χέρια του την άδεια της ταφής, την οποίαν επήρε από τον Πιλάτο. Ο ίδιος, όπως πάλι μας πληροφορεί το ευαγγέλιον, «ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών Λουκ. ΚΓ, 51), δεν συμφωνούσε με όσα έκανε το μεγάλο Ιουδαϊκό Συνέδριο, και το είχε πει, ότι ο Ιησούς είναι αθώος. Έτσι «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μαρκ. ΙΕ, 43). Οι πολλοί μέσα στο Συνέδριο, όταν δικαζόταν ο Κύριος, τον λοιδόρησαν. Τον εχλεύασαν. Εν τούτοις εκείνος χωρίς να υπολογίσει την κοινωνική του θέση, το μίσος των Ιουδαίων αρχόντων, την ρωμαϊκή εξουσία, τα πλούτη που είχε, την κοινωνική του θέση, ένα πράγμα επιθυμεί: Να δείξει την λατρεία του προς τον Εσταυρωμένον και νεκρόν ήδη Διδάσκαλόν του, τον Ιησούν Χριστόν.
Αλλά στο τιμητικό αυτό έργο της αποκαθηλώσεως, ο Ιωσήφ έχει και ένα σύντροφο. Είναι ένας επίσης βουλευτής: Ο Νικόδημος. Ο οποίος ήταν κρυφός μαθητής του Ιησού, όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «δια τον φόβον των Ιουδαίων»(Ιωάν. ΙΘ, 38). Διότι οι Ιουδαίοι είχαν πει, ότι, όποιος δηλώσει ότι είναι μαθητής του Χριστού, θα γίνει αποσυνάγωγος. Αλλά ο Νικόδημος στην κρίσιμη αυτή ακριβώς ώρα αποδεικνύεται εξόχως τολμηρός. Και δείχνεται τολμηρός διότι τώρα δεν είναι καιρός για δειλία. Τώρα χρειάζεται ανδρεία και τόλμη. Δεν λογαριάζει κόπους, ούτε τα έξοδα που έκανε για να αγοράσει την μεγάλη ποσότητα των 100 λίτρων μύρων, που σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπολογίζονται σε 30 κιλά. Και το έκανε αυτό διότι, αδελφοί μου, όταν μιλάει η καρδιά τίποτα δεν είναι πολύ για τον Ιησούν Χριστόν. Και να λοιπόν. Ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο κατεβάζουν ευλαβικά το σώμα του Κυρίου από το Σταυρό, το αλείφουν με τα μύρα και τα δάκρυά τους, το τυλίγουν στο καινούργιο σεντόνι, που αγόρασε ο Ιωσήφ, και έπειτα με ιεροπρέπεια το εναποθέτουν «στο καινόν μνημείον»(Ματθ. ΚΖ,60) δηλ. στον καινούργιο τάφο, που είχε λαξεύσει ο Ιωσήφ για τον εαυτό του βεβαίως, αλλά εις τον οποίον τάφον κανένας μέχρι τότε δεν είχε τοποθετηθεί. Ο πρώτος και ο μόνος, ναι, ήταν ο Ιησούς Χριστός. Και όταν στην συνέχεια έβαλαν έναν μεγάλο λίθο στην είσοδο του μνημείου για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα έμπαινε κανείς μέσα, ανεχώρησαν για τα σπίτια τους.
Στα εγκώμια που θα ψάλλουμε απόψε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ιδιαιτέρως εγκωμιάζονται. «Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην» θα ψάλλει η Εκκλησία. Και πάλι «Ιωσήφ τρισμάκαρ κήδευσον το σώμα Χριστού του Ζωοδότου» (Γ Στάση).
Έτσι, λοιπόν, αδελφοί μου, παρουσιάζονται μπροστά μας πρότυπα ανδρείας και δυναμισμού. Και θα έλεγα ότι αυτά τα πρότυπα μας χρειάζονται πάρα πολύ, μα πάρα πολύ στη σημερινή εποχή μας. Κοιτάξτε. Όταν οι καιροί είναι ειρηνικοί, ειρηνικοί για την Εκκλησία, οι χριστιανοί μπορεί να νομίζουμε ότι δεν είναι απαραίτητο να φαίνεται ότι είμαστε χριστιανοί. Θεωρείται αυτονόητο αυτό. Θεωρείται αυτονόητο να πηγαίνουμε στην Εκκλησία , να τελούμε γενικώς τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Αυτά όταν οι καιροί είναι ειρηνικοί. Αλλά όταν η πίστις πολεμείται, όταν χλευάζεται η Εκκλησία του Χριστού, όταν μοιάζει να κυριαρχεί η ανηθικότητα, το ψέμα, η χρηματολατρεία, η απάτη, το έγκλημα, η κάθε μορφής βία, όταν καταβάλλεται πνευματική προσπάθεια αποχριστιανισμού της χώρας και γίνεται μια πολεμική και μία λασπολογία από τα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως και γελειοποιούνται τα ιερά σύμβολα της πίστεώς μας και η Εκκλησία καταβάλλεται προσπάθεια να μπει στο περιθώριο, όταν η οικογένεια κλονίζεται, όταν οι εκτρώσεις πολλαπλασιάζονται, όταν η πολυτεκνία χλευάζεται, όταν τα διαζύγια πληθύνονται, όταν η Παιδεία του Έθνους αποκόπτεται σιγά - σιγά αλλά συστηματικά από τους ζωτικούς χυμούς της Ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως, (βγάζουμε τώρα τους πνευματικούς από τα Σχολεία, πάμε σιγά - σιγά να καταργήσουμε το μάθημα των Θρησκευτικών, ουσιαστικά η προσευχή σε πλείστα όσα σχολεία, η πρωϊνή προσευχή, έχει καταργηθεί, όπως και ο εκκλησιασμός), όταν... αλλά τι να προχωρήσει κανείς, τι να πει και τι ν’ αφήσει; Τότε, λοιπόν τι θα γίνει;
Μα αδελφοί μου είναι φανερό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η δειλία δεν έχει θέση. Οι καιροί ζητούν ανδρείους και τολμηρούς. Ζητούν εκείνους που θα στηρίξουν τους δειλούς και τους ολιγοψύχους. Και αυτοί οι ανδρείοι και τολμηροί ευρίσκονται, ας μην πλανώμεθα, στους αληθινούς χριστιανούς. Στους χριστιανούς που ακολουθούν τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και τον Νικόδημο. Γιατί ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος στις κρίσιμες ώρες δεν αρνήθηκαν τον Χριστό , όπως έκανε ο Πέτρος μπροστά σε μια παιδίσκη, ούτε φάνηκαν καιροσκόποι, όπως ο Ρωμαίος ηγεμόνας ο Πιλάτος. Αλλά με θάρρος και τόλμη πρόσφεραν στον Μεγάλο Νεκρό όλες τις επιβαλλόμενες νεκρικές τιμές, καθώς και το «λελατομημένον εκ πέτρας καινόν (καινούργιον) μνημείον» του Ιωσήφ (Μαρκ. ΙΕ, 46).
Η εποχή μας, αγαπητοί αδελφοί, που είναι βουτηγμένη μέσα στην ραστώνη, μέσα στην ηδυπάθεια, αλλά ταλανίζεται και από το θέμα της οικονομικής κρίσεως, όχι μόνον η Χώρα μας, αλλά θα έλεγε κανείς και ολόκληρος ο κόσμος, χρειάζεται τολμηρές συνειδήσεις. Χρειάζεται οι χριστιανοί να δώσουμε «το παρών» στον αγώνα για την επιβίωση του Έθνους. Όχι για την οικονομική επιβίωση. Αυτή θα έλθει έτσι η αλλιώς. Εδώ περάσαμε κατοχές, πείνες, πολέμους, τα ξεπεράσαμε αυτά · δεν με φοβίζουν εμένα αυτά. Εκείνο το οποίο με φοβίζει είναι η πνευματική κατολίσθηση του Έθνους. Είναι τα εγκλήματα που κάθε μέρα γίνονται · είναι οι αδίστακτες ληστείες και κλοπές που μέρα-μεσημέρι γίνονται μέσα στην καρδιά της Αθήνας, τώρα και στη Θεσσαλονίκη. Είναι η κατολίσθηση των νέων μας στα ναρκωτικά, και στην εύκολη καλοπέραση. Αυτά με φοβίζουν. Και εδώ ακριβώς έρχονται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος να μας πουν ότι είναι ανάγκη να φανούμε γενναίοι. Να φανούμε ότι αγαπούμε πραγματικά τον Ιησούν Χριστόν και ότι δεν αρκούμεθα μόνον στο ν’ ανάψουμε ένα κερί η να προσκυνήσουμε τον Εσταυρωμένο και τον Επιτάφιο και μετά άντε πάλι του χρόνου να τον ξαναδούμε. Εδώ τα πράγματα φωνάζουν και λένε ότι είμαστε υποχρεωμένοι, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί Χριστιανοί να αγωνιζώμαστε «τον αγώνα τον καλόν». Και θα έλεγα τελειώνοντας αυτές τις φτωχές σκέψεις ότι σ’ αυτόν τον αγώνα πρωτοπόροι είναι οι νέοι. Γιατί οι νέοι έχουν μέσα τους αυτό το αίσθημα του ηρωϊσμού, αυτό το αίσθημα της αγωνιστικότητας. Αυτό, λοιπόν, το αίσθημα πρέπει να το βάλουμε σ’ ένα σωστό κανάλι για να μπορέσουν να φανούν χρήσιμοι στον τόπο τους, στην οικογένειά τους, στην πατρίδα, στο Έθνος, στον κόσμο ολόκληρο.
Αδελφοί μου, «οι καιροί ου μενετοί». Δηλαδή οι καιροί τρέχουν και δεν μας περιμένουν. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα. Είναι, λοιπόν, ανάγκη ν’ αφήσουμε την ραστώνη, τον ωχαδελφισμό - ωχ αδελφέ, δε βαριέσαι άλλοι θα τα κάνουν αυτά- εμείς θα τα κάνουμε αυτά. Εμείς, όλοι εμείς. Εγώ, εσείς, οι πάντες. Μην τα ρίχνετε εσείς σ’ εμένα και εγώ να τα ρίχνω σε σας. Βεβαίως εγώ ως Επίσκοπος έχω την πρώτη ευθύνη. Και οι ιερείς μας ακολουθώντας εμένα. Αλλά και σεις δεν έχετε ευθύνη; Μπορείτε να μένετε με σταυρωμένα τα χέρια και να αδιαφορείτε όταν βλέπετε να καίγεται το σύμπαν και εμείς να σφυρίζουμε αδιάφορα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Την Μεγάλη Παρασκευή, λοιπόν, την Μεγάλη, πράγματι, αυτή ημέρα της πίστεώς μας μας καλεί σε αγώνες. Εγώ εύχομαι και προσεύχομαι αυτόν τον αγώνα με πρωτοπόρο, όπως είπα, τα νειάτα, τους νέους ανθρώπους, να τον αναλάβουμε όλοι και με Αρχηγό τον Χριστό, και για τον Χριστόν να παλεύουμε για να γίνει η κοινωνία μας μία κοινωνία ανθρώπων «ζητούντων τον Κύριον Ιησούν Χριστόν» του οποίου η Χάρις και το Έλεος, ευχηθείτε το και για μένα, το εύχομαι και εγώ για σας, είθε να είναι μετά πάντων υμών. Αμήν..."
Χ.Ι. Αμαραντινός.
Η εποχή μας, αγαπητοί αδελφοί, που είναι βουτηγμένη μέσα στην ραστώνη, μέσα στην ηδυπάθεια, αλλά ταλανίζεται και από το θέμα της οικονομικής κρίσεως, όχι μόνον η Χώρα μας, αλλά θα έλεγε κανείς και ολόκληρος ο κόσμος, χρειάζεται τολμηρές συνειδήσεις. Χρειάζεται οι χριστιανοί να δώσουμε «το παρών» στον αγώνα για την επιβίωση του Έθνους. Όχι για την οικονομική επιβίωση. Αυτή θα έλθει έτσι η αλλιώς. Εδώ περάσαμε κατοχές, πείνες, πολέμους, τα ξεπεράσαμε αυτά · δεν με φοβίζουν εμένα αυτά. Εκείνο το οποίο με φοβίζει είναι η πνευματική κατολίσθηση του Έθνους. Είναι τα εγκλήματα που κάθε μέρα γίνονται · είναι οι αδίστακτες ληστείες και κλοπές που μέρα-μεσημέρι γίνονται μέσα στην καρδιά της Αθήνας, τώρα και στη Θεσσαλονίκη. Είναι η κατολίσθηση των νέων μας στα ναρκωτικά, και στην εύκολη καλοπέραση. Αυτά με φοβίζουν. Και εδώ ακριβώς έρχονται ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος να μας πουν ότι είναι ανάγκη να φανούμε γενναίοι. Να φανούμε ότι αγαπούμε πραγματικά τον Ιησούν Χριστόν και ότι δεν αρκούμεθα μόνον στο ν’ ανάψουμε ένα κερί η να προσκυνήσουμε τον Εσταυρωμένο και τον Επιτάφιο και μετά άντε πάλι του χρόνου να τον ξαναδούμε. Εδώ τα πράγματα φωνάζουν και λένε ότι είμαστε υποχρεωμένοι, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί Χριστιανοί να αγωνιζώμαστε «τον αγώνα τον καλόν». Και θα έλεγα τελειώνοντας αυτές τις φτωχές σκέψεις ότι σ’ αυτόν τον αγώνα πρωτοπόροι είναι οι νέοι. Γιατί οι νέοι έχουν μέσα τους αυτό το αίσθημα του ηρωϊσμού, αυτό το αίσθημα της αγωνιστικότητας. Αυτό, λοιπόν, το αίσθημα πρέπει να το βάλουμε σ’ ένα σωστό κανάλι για να μπορέσουν να φανούν χρήσιμοι στον τόπο τους, στην οικογένειά τους, στην πατρίδα, στο Έθνος, στον κόσμο ολόκληρο.
Αδελφοί μου, «οι καιροί ου μενετοί». Δηλαδή οι καιροί τρέχουν και δεν μας περιμένουν. Τα γεγονότα εκτυλίσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα. Είναι, λοιπόν, ανάγκη ν’ αφήσουμε την ραστώνη, τον ωχαδελφισμό - ωχ αδελφέ, δε βαριέσαι άλλοι θα τα κάνουν αυτά- εμείς θα τα κάνουμε αυτά. Εμείς, όλοι εμείς. Εγώ, εσείς, οι πάντες. Μην τα ρίχνετε εσείς σ’ εμένα και εγώ να τα ρίχνω σε σας. Βεβαίως εγώ ως Επίσκοπος έχω την πρώτη ευθύνη. Και οι ιερείς μας ακολουθώντας εμένα. Αλλά και σεις δεν έχετε ευθύνη; Μπορείτε να μένετε με σταυρωμένα τα χέρια και να αδιαφορείτε όταν βλέπετε να καίγεται το σύμπαν και εμείς να σφυρίζουμε αδιάφορα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Την Μεγάλη Παρασκευή, λοιπόν, την Μεγάλη, πράγματι, αυτή ημέρα της πίστεώς μας μας καλεί σε αγώνες. Εγώ εύχομαι και προσεύχομαι αυτόν τον αγώνα με πρωτοπόρο, όπως είπα, τα νειάτα, τους νέους ανθρώπους, να τον αναλάβουμε όλοι και με Αρχηγό τον Χριστό, και για τον Χριστόν να παλεύουμε για να γίνει η κοινωνία μας μία κοινωνία ανθρώπων «ζητούντων τον Κύριον Ιησούν Χριστόν» του οποίου η Χάρις και το Έλεος, ευχηθείτε το και για μένα, το εύχομαι και εγώ για σας, είθε να είναι μετά πάντων υμών. Αμήν..."
Χ.Ι. Αμαραντινός.
Πάντα αγωνιστές ιεράρχες είχε η Ηπειρος. Ο λόγος του μητροπολίτου είναι πύρινος και προς πάσα κατεύθυνση. Ας ευχόμαστε να φωτίσει και αφυπνίσει και μερικούς Ελληνες βουλευτές.
ΑπάντησηΔιαγραφή