Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ,
φιλόλογος-συγγραφέας
Πριν από πέντε χρόνια, ο αείμνηστος συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος, ολοκληρώνοντας τις σκέψεις του στο περισπούδαστο βιβλίο, με τον τίτλο «Η μεγάλη παρακμή» κατέληγε: «Η χώρα αυτή αντέχεται, θα έλεγα και αγαπιέται, μόνο σε συνάρτηση με την προσδοκία της μεγάλης οργής, αυτής που ίσως φέρει τη μεγάλη ανατροπή». Πριν από ένα μήνα, στο συλλαλητήριο της Αθήνας για την εργατική πρωτομαγιά, ο Μίκης Θεοδωράκης απηύθυνε τη δραματική έκκληση: «Έλληνες ξυπνήστε».
Όπως, πριν λίγες μέρες, μετέδωσαν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία – πράγμα που αργότερα επιδιώχτηκε να διαψευστεί – στην κεντρική πλατεία της Μαδρίτης, όπου είχαν συγκεντρωθεί «αγανακτισμένοι» Ισπανοί, είχε αναρτηθεί πανώ στο οποίο ήταν γραμμένη η φράση:
«Ησυχία, να μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες».
Είτε η είδηση αυτή ήταν αληθινή, είτε οι Έλληνες «ξύπνησαν» μόνοι τους, άρχισαν, από τότε, τις απογευματινές ώρες, να γεμίζουν τις κεντρικές πλατείες των μεγαλουπόλεων, εκφράζοντας έτσι την αγανάκτησή τους, για τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας.
Μια απ’ αυτές τις «αγανακτισμένες» νέες, με εξειδικευμένες πανεπιστημιακές σπουδές και ανάλογες γνώσεις θα δηλώσει: «Είμαι δυο χρόνια άνεργη και παντού βρίσκω κλειστές πόρτες· Είμαι αποφασισμένη να ξενιτευθώ, γιατί εδώ δεν έχω μέλλον, δεν έχω ελπίδα».
Αν κρίνουμε από τη μαζικότητα και τον παλμό αυτών των μέχρι τώρα «αγανακτισμένων» Ελλήνων που συγκεντρώνονται, ειρηνικά, στις πλατείες, χωρίς κομματικές ταμπέλες, για να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους ενάντια στην πολιτική ηγεσία της χώρας – εφόσον, βέβαια, αυτές οι εκδηλώσεις συνεχιστούν με τον ίδιο παλμό και δεν αποδειχθεί ότι ήταν ένα αυθόρμητο, προσωρινό ξέσπασμα – υπάρχει ελπίδα να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του Δημήτρη Τσάτσου, για την «προσδοκία της μεγάλης οργής». Αυτή όμως «η μεγάλη οργή» πρέπει να έχει και έναν συγκεκριμένο στόχο. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από «τη μεγάλη ανατροπή».
Ποια είναι όμως αυτή «η μεγάλη ανατροπή» που ονειρεύτηκε ο Δημήτρης Τσάτσος; Την προσδιόρισε, με σαφήνεια, πριν λίγες μόλις μέρες, ένας άλλος συνταγματολόγος καθηγητής, ο Κώστας Χρυσόγονος, με άρθρο του σε αθηναϊκή εφημερίδα, στο οποίο κατέληγε:
«Το ζητούμενο για τη χώρα είναι η εκ βάθρων αναδόμηση του πολιτικού συστήματος, με νέα σχήματα και νέα πρόσωπα, αφήνοντας στο παρελθόν τις πολιτικές δυναστείες, τις πελατειακές πυραμίδες και τις κλεπτοκρατικές πρακτικές».
Την αναγκαιότητα μάλιστα αυτής της «αναδόμησης», αυτής της «ανατροπής» του μέχρι σήμερα ισχύοντος «πολιτικού συστήματος» την επισήμανε, την ίδια μέρα, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδόσης Πελεγρίνης, μιλώντας για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ήδη η χώρα:
«Η ευθύνη είναι αποκλειστικά των πολιτικών· Φταίμε, βέβαια, και όλοι εμείς, γιατί δεν αντιδράμε. Όμως η γενεσιουργός αιτία της κατάπτωσης είναι οι πολιτικοί».
Την ευθύνη, λοιπόν, για τη σημερινή κατάπτωση την φέρνουν οι πολιτικοί· δεν είναι άμοιροι όμως ευθυνών και οι πνευματικοί ηγέτες της χώρας, σύμφωνα με την άποψη που ευθαρσώς διατυπώνει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τούτο γιατί μέχρι τώρα οι πνευματικοί μας ηγέτες «δεν αντιδρούσαν». Ίσως είναι ένα απ’ τα πιο παρήγορα σημάδια ότι «η μεγάλη οργή» που εκδηλώνεται, κατά τρόπο μαζικό, στη χώρα μας, θα φέρει και τη «μεγάλη ανατροπή». Αυτή τη βάσιμη ελπίδα παρέχει η «αντίδραση» της πνευματικής ηγεσίας της χώρας, η οποία άρχισε ήδη να εμφανίζεται, πρέπει όμως και αυτή να πάρει μόνιμο και μαζικό χαρακτήρα. Αν αυτό δε γίνει, τότε υπάρχει κίνδυνος και αυτά τα μαζικά κινήματα των «αγανακτισμένων» πολιτών, σιγά – σιγά, να χαλαρώσουν και, τελικά, να εξαφανιστούν.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται σήμερα – που, κατά κοινή ομολογία, η χώρα μας είναι ήδη χρεοκοπημένη – η ευθύνη της πνευματικής ηγεσίας του τόπου, που οφείλει να «αντιδράσει» και να αναλάβει την καθοδήγηση του μαζικού – λαϊκού κινήματος που σήμερα εκδηλώνεται στη χώρα μας. Βέβαια, σ’ αυτή την περίπτωση, ανάλογη θα είναι χωρίς αμφιβολία και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας, όταν θα διαπιστώσει πως αρχίζει να κλονίζεται το, υπό κατάρρευση, οικοδόμημά της. Και αυτό θα είναι, οπωσδήποτε, αναμενόμενο.
Όπως είναι γνωστό, η πνευματική ηγεσία ενός τόπου ενδιαφέρεται – πρέπει να ενδιαφέρεται – για την αλήθεια. Η πολιτική ηγεσία όμως επιδιώκει τη δύναμη, ενδιαφέρεται για την εξουσία. Η αλήθεια, συχνά, φοβάται τη δύναμη και η δύναμη φοβάται την αλήθεια. «Να πούμε όλη την αλήθεια στο λαό», είπε, σε πρόσφατη συνέντευξή του ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η εξουσία δε λέει την αλήθεια στο λαό, γιατί αν την πει, μειώνεται η δύναμή της, η άσκηση της οποίας, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να εμφανίζεται διαφορετική από αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
Σ’ αυτή την προσπάθειά της η πολιτική ηγεσία χρειάζεται, ως σύμμαχο, την πνευματική ηγεσία. Χρησιμοποιεί μάλιστα, κάθε φορά, διαφορετικές μεθόδους: Πότε δείχνει ότι τη σέβεται, όταν όμως γίνεται ενοχλητική, δε διστάζει να τη συκοφαντήσει· δεν είναι δε λίγες οι περιπτώσεις που επιδιώκει να τη διαφθείρει.
Η ικανότητα της πολιτικής εξουσίας να διαφθείρει την πνευματική εξουσία προέρχεται από τη δύναμή της να την ανταμείβει, όταν, βέβαια, αυτή είναι πρόθυμη να διαφθαρεί, μέσα απ’ την αμοιβή. Σ’ αυτή την περίπτωση η αμοιβή μπορεί να είναι πλουσιοπάροχη: Θέσεις, αξιώματα, παχυλές αμοιβές.
Το δύσκολο – και επικίνδυνο συνάμα – για την πολιτική εξουσία είναι να έχει απέναντί της την πνευματική ηγεσία. Αυτό γίνεται συνήθως σε περιόδους κρίσης ή αν θέλετε καλύτερα σε περιόδους πολιτικής χρεοκοπίας: ό,τι δηλαδή συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας. Το πολιτικό μας σύστημα, κατά κοινή ομολογία, έχει χρεοκοπήσει.
Αυτή η χρεοκοπία ξεσήκωσε τις χιλιάδες «αγανακτισμένους» πολίτες οι οποίοι συγκεντρώνονται στις πλατείες με το κυρίαρχο σύνθημα:
«Να τα αλλάξουμε όλα». Μαζί όμως με την αγανάκτηση των χιλιάδων πολιτών, έχουμε και την αντίδραση των πνευματικών ανθρώπων. Αν αυτή γενικευτεί, και συμπέσει με την αγανάκτηση των πολιτών, αν δηλαδή, για να επανέλθουμε εκεί όπου ξεκινήσαμε, υπάρξει η κατά το Δημήτρη Τσάτσο, «προσδοκία της μεγάλης οργής» αυτή «ίσως φέρει τη μεγάλη ανατροπή» που σήμερα χρειάζεται ο τόπος για να σωθεί.
Όπως, πριν λίγες μέρες, μετέδωσαν τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία – πράγμα που αργότερα επιδιώχτηκε να διαψευστεί – στην κεντρική πλατεία της Μαδρίτης, όπου είχαν συγκεντρωθεί «αγανακτισμένοι» Ισπανοί, είχε αναρτηθεί πανώ στο οποίο ήταν γραμμένη η φράση:
«Ησυχία, να μην ξυπνήσουμε τους Έλληνες».
Είτε η είδηση αυτή ήταν αληθινή, είτε οι Έλληνες «ξύπνησαν» μόνοι τους, άρχισαν, από τότε, τις απογευματινές ώρες, να γεμίζουν τις κεντρικές πλατείες των μεγαλουπόλεων, εκφράζοντας έτσι την αγανάκτησή τους, για τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας.
Μια απ’ αυτές τις «αγανακτισμένες» νέες, με εξειδικευμένες πανεπιστημιακές σπουδές και ανάλογες γνώσεις θα δηλώσει: «Είμαι δυο χρόνια άνεργη και παντού βρίσκω κλειστές πόρτες· Είμαι αποφασισμένη να ξενιτευθώ, γιατί εδώ δεν έχω μέλλον, δεν έχω ελπίδα».
Αν κρίνουμε από τη μαζικότητα και τον παλμό αυτών των μέχρι τώρα «αγανακτισμένων» Ελλήνων που συγκεντρώνονται, ειρηνικά, στις πλατείες, χωρίς κομματικές ταμπέλες, για να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους ενάντια στην πολιτική ηγεσία της χώρας – εφόσον, βέβαια, αυτές οι εκδηλώσεις συνεχιστούν με τον ίδιο παλμό και δεν αποδειχθεί ότι ήταν ένα αυθόρμητο, προσωρινό ξέσπασμα – υπάρχει ελπίδα να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του Δημήτρη Τσάτσου, για την «προσδοκία της μεγάλης οργής». Αυτή όμως «η μεγάλη οργή» πρέπει να έχει και έναν συγκεκριμένο στόχο. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από «τη μεγάλη ανατροπή».
Ποια είναι όμως αυτή «η μεγάλη ανατροπή» που ονειρεύτηκε ο Δημήτρης Τσάτσος; Την προσδιόρισε, με σαφήνεια, πριν λίγες μόλις μέρες, ένας άλλος συνταγματολόγος καθηγητής, ο Κώστας Χρυσόγονος, με άρθρο του σε αθηναϊκή εφημερίδα, στο οποίο κατέληγε:
«Το ζητούμενο για τη χώρα είναι η εκ βάθρων αναδόμηση του πολιτικού συστήματος, με νέα σχήματα και νέα πρόσωπα, αφήνοντας στο παρελθόν τις πολιτικές δυναστείες, τις πελατειακές πυραμίδες και τις κλεπτοκρατικές πρακτικές».
Την αναγκαιότητα μάλιστα αυτής της «αναδόμησης», αυτής της «ανατροπής» του μέχρι σήμερα ισχύοντος «πολιτικού συστήματος» την επισήμανε, την ίδια μέρα, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδόσης Πελεγρίνης, μιλώντας για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ήδη η χώρα:
«Η ευθύνη είναι αποκλειστικά των πολιτικών· Φταίμε, βέβαια, και όλοι εμείς, γιατί δεν αντιδράμε. Όμως η γενεσιουργός αιτία της κατάπτωσης είναι οι πολιτικοί».
Την ευθύνη, λοιπόν, για τη σημερινή κατάπτωση την φέρνουν οι πολιτικοί· δεν είναι άμοιροι όμως ευθυνών και οι πνευματικοί ηγέτες της χώρας, σύμφωνα με την άποψη που ευθαρσώς διατυπώνει ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τούτο γιατί μέχρι τώρα οι πνευματικοί μας ηγέτες «δεν αντιδρούσαν». Ίσως είναι ένα απ’ τα πιο παρήγορα σημάδια ότι «η μεγάλη οργή» που εκδηλώνεται, κατά τρόπο μαζικό, στη χώρα μας, θα φέρει και τη «μεγάλη ανατροπή». Αυτή τη βάσιμη ελπίδα παρέχει η «αντίδραση» της πνευματικής ηγεσίας της χώρας, η οποία άρχισε ήδη να εμφανίζεται, πρέπει όμως και αυτή να πάρει μόνιμο και μαζικό χαρακτήρα. Αν αυτό δε γίνει, τότε υπάρχει κίνδυνος και αυτά τα μαζικά κινήματα των «αγανακτισμένων» πολιτών, σιγά – σιγά, να χαλαρώσουν και, τελικά, να εξαφανιστούν.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται σήμερα – που, κατά κοινή ομολογία, η χώρα μας είναι ήδη χρεοκοπημένη – η ευθύνη της πνευματικής ηγεσίας του τόπου, που οφείλει να «αντιδράσει» και να αναλάβει την καθοδήγηση του μαζικού – λαϊκού κινήματος που σήμερα εκδηλώνεται στη χώρα μας. Βέβαια, σ’ αυτή την περίπτωση, ανάλογη θα είναι χωρίς αμφιβολία και η αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας, όταν θα διαπιστώσει πως αρχίζει να κλονίζεται το, υπό κατάρρευση, οικοδόμημά της. Και αυτό θα είναι, οπωσδήποτε, αναμενόμενο.
Όπως είναι γνωστό, η πνευματική ηγεσία ενός τόπου ενδιαφέρεται – πρέπει να ενδιαφέρεται – για την αλήθεια. Η πολιτική ηγεσία όμως επιδιώκει τη δύναμη, ενδιαφέρεται για την εξουσία. Η αλήθεια, συχνά, φοβάται τη δύναμη και η δύναμη φοβάται την αλήθεια. «Να πούμε όλη την αλήθεια στο λαό», είπε, σε πρόσφατη συνέντευξή του ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η εξουσία δε λέει την αλήθεια στο λαό, γιατί αν την πει, μειώνεται η δύναμή της, η άσκηση της οποίας, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να εμφανίζεται διαφορετική από αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
Σ’ αυτή την προσπάθειά της η πολιτική ηγεσία χρειάζεται, ως σύμμαχο, την πνευματική ηγεσία. Χρησιμοποιεί μάλιστα, κάθε φορά, διαφορετικές μεθόδους: Πότε δείχνει ότι τη σέβεται, όταν όμως γίνεται ενοχλητική, δε διστάζει να τη συκοφαντήσει· δεν είναι δε λίγες οι περιπτώσεις που επιδιώκει να τη διαφθείρει.
Η ικανότητα της πολιτικής εξουσίας να διαφθείρει την πνευματική εξουσία προέρχεται από τη δύναμή της να την ανταμείβει, όταν, βέβαια, αυτή είναι πρόθυμη να διαφθαρεί, μέσα απ’ την αμοιβή. Σ’ αυτή την περίπτωση η αμοιβή μπορεί να είναι πλουσιοπάροχη: Θέσεις, αξιώματα, παχυλές αμοιβές.
Το δύσκολο – και επικίνδυνο συνάμα – για την πολιτική εξουσία είναι να έχει απέναντί της την πνευματική ηγεσία. Αυτό γίνεται συνήθως σε περιόδους κρίσης ή αν θέλετε καλύτερα σε περιόδους πολιτικής χρεοκοπίας: ό,τι δηλαδή συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας. Το πολιτικό μας σύστημα, κατά κοινή ομολογία, έχει χρεοκοπήσει.
Αυτή η χρεοκοπία ξεσήκωσε τις χιλιάδες «αγανακτισμένους» πολίτες οι οποίοι συγκεντρώνονται στις πλατείες με το κυρίαρχο σύνθημα:
«Να τα αλλάξουμε όλα». Μαζί όμως με την αγανάκτηση των χιλιάδων πολιτών, έχουμε και την αντίδραση των πνευματικών ανθρώπων. Αν αυτή γενικευτεί, και συμπέσει με την αγανάκτηση των πολιτών, αν δηλαδή, για να επανέλθουμε εκεί όπου ξεκινήσαμε, υπάρξει η κατά το Δημήτρη Τσάτσο, «προσδοκία της μεγάλης οργής» αυτή «ίσως φέρει τη μεγάλη ανατροπή» που σήμερα χρειάζεται ο τόπος για να σωθεί.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου