Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Επικοινωνιακοί εκβιασμοί, λογιστικές μπλόφες και ευθύνες

Του Νίκου Κοτζιά
Μια αδύναμη πλευρά του ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση ήταν η υποκατάσταση της πολιτικής από την επικοινωνία. Η αντίληψη ότι η πραγματικότητα δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο. Ότι το κύριο είναι να προβάλλει κανείς περίτεχνα μια επικοινωνιακή εικόνα, στην οποία μπορούν να περνάνε μηνύματα κενότητας. Με αυτή την ουσιαστικά απολίτικη θέση οδηγήθηκε το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου σε αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες – εθνικές εκλογές 2004, ευρωεκλογές 2004, δημοτικές εκλογές 2006, εθνικές εκλογές 2007. Μόνο όταν εγκαταλείφθηκε αυτή η αντίληψη και ο Παπανδρέου προχώρησε στη διατύπωση μιας πολιτικής Κοινωνικά Δίκαιης, έδωσε στρατηγικό όραμα στη Δημοκρατική Παράταξη και ονομάτισε συμμάχους και εχθρούς, τότε και μόνο τότε πήρε τα πάνω της η Δημοκρατική Παράταξη. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του κόσμου.
Ο Γ. Α. Παπανδρέου νίκησε στο εσωκομματικό δημοψήφισμα στο ΠΑΣΟΚ και με τον απόηχο όλων αυτών κέρδισε τις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές του 2009. Πηγαίνοντας, όμως, προς τις εκλογές του 2009, πείστηκε ότι η πορεία προς τη νίκη οφειλόταν στην επικοινωνία και όχι στην πολιτική. Από το καλοκαίρι δε του 2009, διέταξε το όλο σύστημα γύρω του με βάση αυτό το κριτήριο. Διάταξη με την οποία ξεκίνησε την κυβερνητική του θητεία.
Η άσχημη κατάσταση της οικονομίας και η ολόπλευρη κρίση της χώρας απαιτούσαν πολιτικό στρατήγημα, σχεδιασμό, διάταξη δυνάμεων. Η επικοινωνία δεν αρκούσε. Ως απάντηση στις νέες ανάγκες, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός ανέσυραν από το «Μουσείο της Αποτυχίας» τη λογιστική υπέρ των λίγων άνομων συμφερόντων και της ξένης τοκογλυφίας. Η λογιστική τέτοιου τύπου, συνοδευόμενη από επικοινωνιακές προσπάθειες, έγινε το νέο υποκατάστατο της πολιτικής. Στο τελευταίο διάστημα, όταν επιβεβαιώθηκε ότι η κρίση δεν βγαίνει καν λογιστικά, ενώ είχε προκαλέσει μέγιστο πολιτικό, κοινωνικό και εθνικό κόστος, τότε η κυβέρνηση επανέφερε την επικοινωνία. Μια επικοινωνία εκβιαστική, που έφερε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού και της κατάρρευσης.
Ένας εκβιασμός που απευθυνόταν προς το λαϊκό παράγοντα και την Αριστερά. Προς τον Α. Σαμαρά για συναίνεση. Κύρια, όμως, ήταν ένας εκβιασμός που απευθυνόταν στο εσωτερικό του ίδιου του ΠΑΣΟΚ ως εργαλείο πειθάρχησης, πριν απ’ όλα, της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας. Η τελευταία δεν θα πρέπει, πλέον, να καθορίζει τη στάση της με τα επικοινωνιακά τερτίπια του Μαξίμου, αλλά με τη συνείδηση που διαθέτει και την ιστορία.
Στις δηλώσεις του πρωθυπουργού, μετά τη συνάντηση των αρχηγών των κομμάτων της ελληνικής Βουλής, έγινε φανερό ότι προσπαθούσε να ρίξει τις ευθύνες στην αντιπολίτευση που δεν τον ακολουθεί «επαρκώς» ή και καθόλου στον κατήφορό του. Στην ουσία, έδειξε να ενδιαφέρεται περισσότερο να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω του για το γεγονός ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, παρά να παρουσιάσει καινούριες και διαφορετικές λύσεις. Επιπλέον, είπε πράγματα που δεν ευσταθούν. Δήλωσε, επί παραδείγματι, ότι ένας από τους στόχους της σύσκεψης ήταν να καταπολεμηθούν τα σενάρια εξόδου από το ευρώ και όσων τα προωθούν. Μα αυτά δεν τα διέδωσε η ίδια η κυβέρνηση; Δεν τα πρόβαλε η κυρία του «μαύρου και βρόμικου 1989» ενάντια στη δημοκρατική παράταξη που ονειρεύεται το «βρόμικο 2011» ενάντια στη δημοκρατική μας κοινωνία;
Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, το πού συμφώνησαν και πού διαφώνησαν τα δύο μεγάλα κόμματα. Κοινός τόπος τους ήταν η ανάγκη αποκρατικοποιήσεων. Τσακώθηκαν μόνο για το χρωματισμό του ξεπουλήματος. Διαφώνησαν για το φορολογικό. Δεν έκαναν κουβέντα για τον πληθωρισμό, τα καρτέλ, την ανεργία και την απασχόληση. Αυτό αποτελεί και το θεμελιακό δείγμα για το για ποια συναίνεση γίνεται λόγος στην Ελλάδα και του τι απαιτεί η Επιτροπή. Απαίτηση η οποία είναι παράνομη τόσο σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όσο και ως προς το Διεθνές. Αποτελεί, δε, υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές προβλέπονται από τις συνθήκες. Υπέρβαση για την οποία θα έπρεπε η χώρα να προσφύγει στο Δικαστήριο της ΕΕ.
Bookmark and Share

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου