Πατήστε για μεγέθυνση |
Ελληνική δημώδης έκφραση που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη γόμος (=φόρτωμα) (αντίστοιχα υπάρχει και η νεοελληνική λέξη γόμωση) και που συνήθως λέγεται για το μεταφερόμενο από γάιδαρο φορτίο. Χρησιμοποιείται ακόμη και ως μέτρο σταθερού τέτοιου φορτίου (π.χ. "κουβάλησε πέντε γομάρια ξύλα").
Κατ΄ επέκταση επικράτησε να λέγεται γομάρι και ο γάιδαρος που κουβαλάει το φορτίο. Έτσι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται άλλοτε ως βρισιά π.χ. "Είσαι ένα γομάρι και μισό" ή "ρε γομάρια!" και άλλοτε ως αγενής προσδιορισμός ευτραφούς ανδρός π.χ. "Έπεσε πάνω μου ένα γομάρι" ή "Αυτός είναι...
2. Γομάρι:
Το φορτίο που κουβαλάει ο γάιδαρος. Επίσης ο ίδιος ο γάιδαρος.
Είναι όμως και ο ιδιαίτερα εύσωμος άντρας (ή και γυναίκα), ο ντουλάπας, ο μπουλντόζας, ο Κ.Δ.Ο.Α., η νταρντάνα.
Επίσης ο αναίσθητος, το παχύδερμο, ο που δεν καταλαβαίνει Τζίζα.
- Μεγάλωσε ο γιος σου!
- Τι μεγάλωσε, γομάρι έγινε...
(και πέφτει καρπαζιά στο γομάρι, ωραίος πατέρας). (δείτε εδώ)
Γιώργος Δ.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου