Αυτό που χρειάζεται σήμερα η Νέα Δημοκρατία, ειδικά στις παρούσες συνθήκες, είναι η σταθερή και συνεπής υποστήριξη θέσεων οι οποίες θα απευθύνονται στην ευρύτερη φιλελεύθερη ιδεολογία. Απλά η ηγεσία της χρειάζεται υπερβαίνοντας τα στερεότυπα της συντηρητικής της πτέρυγας, να διεμβολίσει τον κεντρώο πολιτικό χώρο. Όπως ακριβώς είχε πράξει, για να δικαιωθεί από τις μετέπειτα εξελίξεις, ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε εμπράκτως καθιερώσει την «πολιτική υπέρβαση», όταν... με τις τολμηρές επιλογές του υπερέβη τα παραδοσιακά όρια του Λαϊκού Κόμματος, υιοθετώντας ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές που υποαγόρευαν τα νέα ρεύματα σκέψης της εποχής, ενώ το ίδιο έπραξε ιδρύοντας τη Νέα Δημοκρατία υποκαθιστώντας το προγενέστερο κομματικό σχήμα της ΕΡΕ.
Η «Καραμανλική» πολιτική σκέψη είναι απαραίτητη όσο και αναγκαία προκειμένου η Νέα Δημοκρατία να ανακτήσει τα παραταξιακά χαρακτηριστικά της και συνάμμα να ξαναβρεί τον φιλελεύθερο προσανατολισμό της. Θυμίζουμε- κυρίως σε εκείνους που «χρησιμοποιούν» τον Καραμανλή προς χάριν εξυπηρέτησης κομματικών σκοπιμοτήτων- πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συμμετείχε στηΣοσιαλιστική Ένωση εκφράζοντας το φιλελεύθερο ριζοσπαστικό ρεύμα της εποχής. Μαζί με τονΓεώργιο Μαύρο, τον Άγγελο Αγγελόπουλο, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Ιωάννη Πολίτη, τον Ξενοφώντα Ζολώτα κα.
Αυτό το επισημαίνω ώστε να γίνει αντιληπτό ότι, ο ηγέτης της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης, πίστευε-ειδικά επιστρέφοντας από το Κάϊρο- στην υπέρβαση του σχηματικού διαχωρισμού Αριστεράς- Δεξιάς, αφού μόνο έτσι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν προϋποθέσεις «υγιούς εξελίξεως της πολιτικής μας ζωής», ώστε όπως υποστήριζε «να γίνει κάποια βαθειά μεταβολή». Αυτό ο Καραμανλής προσπάθησε, άλλοτε επιτυχώς άλλοτε όχι, να το κάνει πράξη στην πολιτική του σταδιοδρομία. Αυτό έκανε συγκροτώντας και τη Νέα Δημοκρατία. Όχι ως κόμμα της Δεξιάς, αλλά ως παράταξη που θα στέγαζε όλες τις υγιείς δυνάμεις, από τις παρυφές της Δεξιάς μέχρι τις παρυφές της Αριστεράς.
Αυτό οφείλει να πράξει και η σημερινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Να καταστεί-όπως και η ΕΡΕ του ’56- χώρος συνάντησης «όλων των προοδευτικών και υγιών στοιχείων της εποχής». Άλλωστε η ΕΡΕ και η Νέα Δημοκρατία, έγιναν χώρος υποδοχής επίλεκτων «βενιζελικών», η πρώτη, και «κεντρώων» η δεύτερη, ακριβώς γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήθελε να έχει το ρόλο του «κομματάρχη», αλλά του «ηγέτη» που θα άλλαζε την Ελλάδα.
Προφανώς οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Ίσως όμως είναι «ιδανικές» για ριζοσπαστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Κι αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει-κατά κύριο λόγο- ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος οφείλει ένα μεγάλο μέρος της εκλογής του στη κινηματική λογική του «Άλλαξέ τα όλα». Κακά τα ψέμματα. Το «παράδειγμα» είναι αυτό που συγκινεί και συνεγείρει τον απογοητευμένο πολίτη. Πως θα πιστέψει ο κόσμος ότι η Νέα Δημοκρατία είναι φορέας αλλαγής, όταν η ίδια δεν έχει αλλάξει; Πως θα πεισθεί η κοινωνία και θα κινητοποιηθεί προσδοκώντας το καλύτερο, όταν δεν βλέπει την από κοινού συστράτευση έμπειρων και υγιών με νέες, προοδευτικές, φιλελεύθερες και ριζοσπαστικές δυνάμεις;
Ο Αντώνης Σαμαράς έχει μια ιστορική ευκαιρία. Να εμπνεύσει όραμα στη σχέση έθνους και λαού, πολιτών και πολιτείας, εθνικής αξιοπρέπειας και ασφάλειας, ελεύθερης οικονομίας και κράτους. Σε όλα αυτά, αλλά κυρίως σε νοοτροπία, η οποία θα υποδηλώνει με συνέπεια τις ιστορικές παρακαταθήκες του ιδρυτή της να υπερβεί τις στερεότυπες ετικέτες της Δεξιάς και της Αριστεράς. Όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Κάθε πολίτης πρέπει να γίνει εργάτης μαζί και νομεύς της οικονομικής ευημερίας».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε εμπράκτως καθιερώσει την «πολιτική υπέρβαση», όταν... με τις τολμηρές επιλογές του υπερέβη τα παραδοσιακά όρια του Λαϊκού Κόμματος, υιοθετώντας ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές που υποαγόρευαν τα νέα ρεύματα σκέψης της εποχής, ενώ το ίδιο έπραξε ιδρύοντας τη Νέα Δημοκρατία υποκαθιστώντας το προγενέστερο κομματικό σχήμα της ΕΡΕ.
Η «Καραμανλική» πολιτική σκέψη είναι απαραίτητη όσο και αναγκαία προκειμένου η Νέα Δημοκρατία να ανακτήσει τα παραταξιακά χαρακτηριστικά της και συνάμμα να ξαναβρεί τον φιλελεύθερο προσανατολισμό της. Θυμίζουμε- κυρίως σε εκείνους που «χρησιμοποιούν» τον Καραμανλή προς χάριν εξυπηρέτησης κομματικών σκοπιμοτήτων- πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συμμετείχε στηΣοσιαλιστική Ένωση εκφράζοντας το φιλελεύθερο ριζοσπαστικό ρεύμα της εποχής. Μαζί με τονΓεώργιο Μαύρο, τον Άγγελο Αγγελόπουλο, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον Ιωάννη Πολίτη, τον Ξενοφώντα Ζολώτα κα.
Αυτό το επισημαίνω ώστε να γίνει αντιληπτό ότι, ο ηγέτης της μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης, πίστευε-ειδικά επιστρέφοντας από το Κάϊρο- στην υπέρβαση του σχηματικού διαχωρισμού Αριστεράς- Δεξιάς, αφού μόνο έτσι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν προϋποθέσεις «υγιούς εξελίξεως της πολιτικής μας ζωής», ώστε όπως υποστήριζε «να γίνει κάποια βαθειά μεταβολή». Αυτό ο Καραμανλής προσπάθησε, άλλοτε επιτυχώς άλλοτε όχι, να το κάνει πράξη στην πολιτική του σταδιοδρομία. Αυτό έκανε συγκροτώντας και τη Νέα Δημοκρατία. Όχι ως κόμμα της Δεξιάς, αλλά ως παράταξη που θα στέγαζε όλες τις υγιείς δυνάμεις, από τις παρυφές της Δεξιάς μέχρι τις παρυφές της Αριστεράς.
Αυτό οφείλει να πράξει και η σημερινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Να καταστεί-όπως και η ΕΡΕ του ’56- χώρος συνάντησης «όλων των προοδευτικών και υγιών στοιχείων της εποχής». Άλλωστε η ΕΡΕ και η Νέα Δημοκρατία, έγιναν χώρος υποδοχής επίλεκτων «βενιζελικών», η πρώτη, και «κεντρώων» η δεύτερη, ακριβώς γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήθελε να έχει το ρόλο του «κομματάρχη», αλλά του «ηγέτη» που θα άλλαζε την Ελλάδα.
Προφανώς οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Ίσως όμως είναι «ιδανικές» για ριζοσπαστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα. Κι αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει-κατά κύριο λόγο- ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος οφείλει ένα μεγάλο μέρος της εκλογής του στη κινηματική λογική του «Άλλαξέ τα όλα». Κακά τα ψέμματα. Το «παράδειγμα» είναι αυτό που συγκινεί και συνεγείρει τον απογοητευμένο πολίτη. Πως θα πιστέψει ο κόσμος ότι η Νέα Δημοκρατία είναι φορέας αλλαγής, όταν η ίδια δεν έχει αλλάξει; Πως θα πεισθεί η κοινωνία και θα κινητοποιηθεί προσδοκώντας το καλύτερο, όταν δεν βλέπει την από κοινού συστράτευση έμπειρων και υγιών με νέες, προοδευτικές, φιλελεύθερες και ριζοσπαστικές δυνάμεις;
Ο Αντώνης Σαμαράς έχει μια ιστορική ευκαιρία. Να εμπνεύσει όραμα στη σχέση έθνους και λαού, πολιτών και πολιτείας, εθνικής αξιοπρέπειας και ασφάλειας, ελεύθερης οικονομίας και κράτους. Σε όλα αυτά, αλλά κυρίως σε νοοτροπία, η οποία θα υποδηλώνει με συνέπεια τις ιστορικές παρακαταθήκες του ιδρυτή της να υπερβεί τις στερεότυπες ετικέτες της Δεξιάς και της Αριστεράς. Όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Κάθε πολίτης πρέπει να γίνει εργάτης μαζί και νομεύς της οικονομικής ευημερίας».
Ο Καραμανλής Α’ με την επιστροφή του, καβάλα στα τουρκικά άρματα μάχης, στην Ελλάδα το 74 δημιούργησε το κόμμα της ΝΔ. Κόμμα χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, χωρίς κοινωνική πρόταση, το οποίο δεν ήτανε παρά ένα μεταλλαγμένο πολιτικό μόρφωμα, μία σχεδία πάνω στην οποία ξάπλωσαν οι άνθρωποι της και αφέθηκαν να τους πηγαίνουν τα κύματα των προοδευτικών ιδεών της διεθνιστικής θολο-κουλτούρας του αναχρονιστικού μαρξισμού της δεκαετίας του 20. Αφού απογύμνωσε την Ελλάδα από κάθε περιεχόμενο πολιτιστικής ιδιαιτερότητας, γόνιμης ετερότητας ιστορικών εθισμών και συλλογικών αναγκών: «ανοίκομεν στην Δύση», περιορίστηκε στην διαχείριση της εξουσίας χωρίς την μεγάλη σύνθεση που θα έφερνε την Ελλάδα σε μία δημιουργική επαφή με την κληροδοτημένη πείρα της παράδοσης . Την παράδοση που δεν είναι αντίθετη με τον νεωτερισμό , αλλά το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να γίνονται οι νεωτερισμοί, ώστε να έχουν σημασία και διάρκεια. Όχι αυτό που είναι «πίσω μας», αλλά αυτό που είναι μόνιμο, αυτό που είναι «μέσα μας».
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ «εθνάρχης» Καραμανλής μπόλιασε το κόμμα του με ανεξίτηλη φοβία μήπως και χαρακτηριστεί “εθνικιστικό” ή “δεξιό”και παρέμεινε προσκολλημένο στην παθητική μίμηση της “προοδευτικής” χολερικής αρλουμπολογίας. Κόμμα ουραγός του “προοδευτικού” μηδενισμού και λακές της ιμπεριαλιστικής απανθρωπιάς της “Νέας Τάξης”.