Ἐδῶ καὶ μῆνες διαβάζουμε διαρκῶς σὲ ἔντυπα καὶ σὲ ἱστοσελίδες τὰ περὶ αὐτοκτονιῶν.
Ὁ ἀριθμὸς αὐξάνεται μὲ ἀνεξελέγκτους ῥυθμοὺς καὶ οἱ οἰκογένειες διαλύονται.
Τὸ πρόβλημα, διότι περὶ προβλήματος συζητᾶμε, ἔχει λάβει διαστάσεις θυέλλης.
Γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι αὐτοκτονοῦν τελικῶς; Εἶναι δειλοί ἢ γενναῖοι; Τί τούς ὁπλίζει τό χέρι καί ἀφήνουν πίσω τους πολλά περισσότερα ἀπό αὐτά πού παίρνουν μαζύ τους;
Ἔχω ἀρκετοὺς πλέον γνωστοὺς καὶ φίλους ποὺ ἔχω χάσει καὶ ὁ πόνος, τοὐλάχιστον... τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ συνέβῃ, ἦταν ἀβάστακτος. Ἀκόμη πιὸ δύσκολο ἦταν ὅταν δὲν μποροῦσα νὰ πάω κοντά σὲ κάποιους, διότι μᾶς χώριζαν ἑκατοντάδες χιλιόμετρα. Ὅμως, ὁ μεγαλύτερος πόνος ἦταν ὅταν κοντὰ στοὺς συγγενείς τους προσπαθοῦσα νὰ ἀρθρώσω μία φράσι παρηγοριᾶς. Ἐκεῖ συνειδητοποίησα πὼς αὐτὸ ποὺ συνέβῃ δὲν χωροῦσε σὲ καμμίαν φαντασία.
Διότι, κακὰ τὰ ψέμματα, αὐτὲς οἱ καταστάσεις δὲν ἀντιμετωπίζονται. Ἡ πληγὴ ποὺ ἀνοίγει στοὺς ἐναπομείναντες δὲν κλείνει ποτέ!
Γιατί ὅμως κάποιος ἀποφασίζει νά περάσῃ τήν γραμμή καί νά ἀποχωρήσῃ; Γιατί δέν ἀντέχει τήν μάχη;
Θά χάσῃ τό σπίτι; Τήν ἐπιχείριση; Θά διαλυθῇ ἡ εἰκόνα πού τόσα χρόνια καί μέ τόσον κόπο δομοῦσε;
Ἡ ἀξία τῆς ζωῆς εἶναι ἀνυπολόγιστος. Εἶναι τελειότατον δημιούργημα τῆς Φύσεως. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν χωρᾶ διαλόγους, διαπραγματεύσεις καὶ ζύγια. Εἶναι ἀνεκτίμητος.
Μᾶς δίδεται τὸ δῶρον τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν Φύσι. (Λέω ἐγώ Φύσι, ἐσεῖς βᾶλτε θεό, βᾶλτε διάολο, βᾶλτε συμπτώσεις… Βᾶλτε καὶ τὸν κουμπᾶρο τὸν Πολύδωρο καὶ τὴν γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου. Ὅ,τι βολεύει…)
Ἐρχόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη γιὰ νὰ ζήσουμε, ἢ ὀρθότερα νὰ διαβιώσουμε, ἐν μέσῳ ὅλων τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν στιγμῶν ποὺ θὰ μᾶς προκύψουν.
Ἡ ἀξία μας σὰν ἄνθρωποι ἔγκειται στὸν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν καταστάσεων.
Ἐάν μέ τήν πρώτη, ἔς τᾦ μεγάλη ἀναποδιά, ἐμεῖς τὴν «κοπανᾶμε», τότε τί στό καλό ἐκτίμησι ἔχουμε στήν ζωή καί γενικότερα σέ αὐτό πού εἴμαστε;
Ἐμεῖς παίρνουμε ἀξία ἀπό τίς πράξεις μας; Ἢ οἱ πράξεις φαίνονται ἄξιες ἀπό ἐμᾶς;
Ἐμεῖς εἴμαστε τό σπίτι; Ἡ ἐπιχείρησις; Τό χρέος στήν τράπεζα; Ἢ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι καί τά δημιουργοῦμε;
Ἀκόμη καὶ τὰ χρέη, ἐμεῖς τὰ δημιουργήσαμε κι ἐμεῖς θὰ τὰ σβήσουμε!
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔλεγα, ὅταν κάποιοι σχολίαζαν γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεῖα τῶν προγόνων μας, πὼς ἐὰν καταφέρῃ κάποιος μίαν φορὰ νὰ φτιάξῃ ἕνα σπίτι, τότε, ὅσοι σεισμοὶ κι ἐὰν ἔλθουν γιὰ νὰ τὸ ῥίξουν, θὰ καταφέρνῃ πάντα νὰ τὸ ξανά-φτιάχνῃ καλλίτερο καὶ ἀνθεκτικότερον ἀπὸ τὴν πρώτη φορά.
Κι ἐάν εἶναι γέρος κι ἄρρωστος; Τί θά γίνῃ τότε;
Τότε ἁπλούστατα θὰ διδάξῃ σὲ ἄλλους νὰ φτιάχνουν σπίτια ἀνθεκτικότερα καὶ καλλίτερα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπεσε.
Γιατί ἐρχόμαστε σέ αὐτόν τόν πλανήτη; Μία στιγμή ἐνθουσιασμοῦ τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα μας εἶναι τόσο ἀσήμαντος; Ἢ κρύβει κάτι περισσότερο;
Εἴμαστε σπορά τῆς τύχης; Εἴμαστε κάτι ἀδιάφορον;
Γιατί τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη μας νά ἐπιβεβαιωνόμαστε μέσῳ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν;
Γιατί μόλις τά χάσουμε χανόμαστε;
Ἐκεῖ ἔξω εἶναι χιλιάδες ἄστεγοι. Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ ἔχασαν τὰ πάντα. Εἶναι κι αὐτοὶ σὰν κάποιους ἄλλους, ποὺ, πολὺ πιθανὸν, νὰ ἔφθασαν στὸ κατόφλι τῆς αὐτοκτονίας, ἀλλὰ ἄλλαξαν γνώμη.
Εἶναι κάποιοι γονεῖς ποὺ παράτησαν τὰ παιδιά τους στὰ ὀρφανοτροφεῖα, πρὸ κειμένου νὰ μπορέσουν νὰ βροῦν τὶς νέες δυνάμεις ποὺ ἀπαιτοῦνται καὶ νὰ ξαναστήσουν τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ἕνα καλύβι στὴν ἀρχή. Ἴσως δίχως παράθυρα. Δίχως πόρτα. Δίχως κρεβάτια.
Μετὰ καὶ μὲ παράθυρα. Καὶ πόρτα καὶ στρώματα…
Ἀλλὰ ἀκόμη κι ἐὰν αὐτὰ δὲν ξανὰ ἀποκτηθοῦν, τί σημαίνει; Σημαίνει πώς χάσαμε τό δικαίωμα στήν ζωή; Σημαίνει πώς ἡ ἀξία τῶν ἀγαθῶν εἶναι μεγαλυτέρα ἀπό τήν δική μας;
Δὲν θέλω νὰ χαρακτηρίσω δειλοὺς τοὺς αὐτόχειρες. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τοὺς χαρακτηρίσω καὶ γενναίους. Γενναῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ στήνουν πλάτη καὶ παλεύουν. Καὶ στέκονται ὄρθιοι, ἀνεξαρτήτως τῶν κτυπημάτων. Διότι ἀκόμη κι ἐὰν λυγίσουν, παραμένουν ἐδῶ κι ἀγωνίζονται.
Ποιοί θά στήσουν τήν Ἑλλάδα στά πόδια της;
Αὐτοί πού ἔφυγαν ἢ αὐτοί πού ἄντεξαν τά κτυπήματα;
Κι ἐμένα δὲν μοῦ ἀρέσει τίποτα ἀπὸ τὴν πραγματικότητά μου. Δὲν ἔχει νόημα νὰ κτυπῶ σὲ τοίχους. Ἀφῆστε δὲ ποὺ τὰ προβλήματα καθημερινῶς μεγαλώνουν.
Τί πρέπει νά κάνω; Νά πάρω τόν ὀμμάτιόν μου καί νά τήν κοπανήσω;
Εἶναι λύσις;
Κι ὅλοι αὐτοί πού μοιράζομαι τόσα καί τόσα; Θά χάσω αὐτήν τήν ὀμορφιά πού ζῶ ὅταν τούς συναναστρέφομαι; Εἴμαστε σοβαροί;
Θά χάσω τό γέλιο μέ τούς φίλους;
Τήν ζεστή ἀγκαλιά;
Τόν ἔρωτα;
Τὸ (ἐκνευριστικότατον ὁμολογουμένως κάποιες φορὲς) ζουζούνισμα τῶν παιδιῶν;
Τήν διαφωνία μέσα σέ ἕναν καλό διάλογο;
Τήν δυνατότητα νά ἀγωνίζομαι γιά αὐτά πού πιστεύω;
Γιατί; Διότι δέν ἀντέχω νά διαβιῶ στόν δρόμο; Ἢ μήπως διότι θά μέ χαρακτηρίσουν τά ἀγαπημένα μου πρόσωπα ἀποτυχημένο; Ἢ μήπως διότι κάποιοι θά μάθουν πώς δέν πῆγα τόσο καλά, ὄσο περίμεναν ἀπό ἐμένα;
Μά γιατί ἔρχομαι σέ αὐτόν τόν πλανήτη; Γιά νά πηγαίνουν ὅλα καλά;
Δῆλα δή τί θά ἔλεγαν οἱ παπποῦδες μας πού τούς γενοκτόνησαν οἱ τουρκόσποροι;
Ἔπρεπε νά αὐτοκτονήσουν διότι ἔχασαν ὄσα ἔχασαν;
Πῶς θά ὑπήρχαμε ἐμεῖς σήμερα ἐάν αὐτοί εἶχαν αὐτοκτονήσει;
Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔχουμε περάσει καὶ θὰ περάσουμε ἀπὸ κάθε λογῆς περιπέτειες.
Ὅλοι μας, ὅσοι ἐπέλεξαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ βουνὰ τῶν προβλημάτων, τὸ κάνουμε διότι ἔτσι «ὅρισε» ἡ Φύσις μας.
Ἡ ζωὴ στὸν πλανήτη θὰ εἶχε σβήσει ἐδῶ κι αἰῶνες, ἐὰν ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν ἄξια νὰ ξαναδομήσῃ τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ὅ,τι δὲν μὲ σκοτώνει μὲ κάνει πιὸ δυνατό.
Μὲ σκοτώνει ἕνα πιστόλι.
Μὲ σκοτώνει ἡ πείνα!
Μὲ σκοτώνει ἡ δίψα!
Ἀλλὰ κι αὐτὰ καλοῦμαι νὰ τὰ παλέψω!
Νὰ βρῶ τρόπους νὰ ἀντιμετωπίσω τὸ πιστόλι! Νὰ βρῶ τρόπους νὰ δημιουργήσω τροφή. Νὰ βρῶ τρόπους νὰ ξεδιψάσω, ἀκόμη κι ἐὰν χρειαστῇ νὰ σκάψω πηγάδι.
Ἐάν φύγω ἐγώ, μπορεῖ κάποιος νά μέ βεβαιώσῃ πώς δέν θά συμπαρασύρω μαζύ μου καί μίαν ὁλόκληρη μελλοντική γενεά πού θά μποροῦσε νά κάνῃ πολλά περισσότερα γιά τόν τόπο;
Δὲν μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ πλέον πόση δύναμι χρειάζεται κάποιος γιὰ νὰ πατήσῃ τὴν σκανδάλη ἢ γιὰ νὰ περάσῃ τὴν θηλιὰ στὸν λαιμό του ἢ γιὰ νὰ βρῇ τέλος πάντων τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο πρὸ κειμένου νὰ βάλῃ τέρμα στὴν ζωή του.
Μπορῶ ὅμως νὰ μοιραστῶ τὸν πόνο ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία του.
Μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ τὸν φόβο του.
Μπορῶ νὰ κατανοήσω…
Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ συμφωνήσω!
Ἔχουμε νὰ πράξουμε κάτι πάρα πολὺ μεγάλο.
Ἔχουμε φορτωθεῖ στὶς πλᾶτες μας ἕναν ἀγώνα, ποὺ ἴσως καὶ νὰ μὴν ἐπιλέξαμε συνειδητῶς.
Κάθε ἕνας ποὺ φεύγει, εἶναι ἕνας πολεμιστὴς λιγότερος.
Δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω κανέναν αὐτόχειρα, ἐὰν ὁ ἴδιος δὲν τὸ ἐπιθυμῇ.
Μπορῶ ὅμως νὰ τὸν θέσω πρὸ τῶν εὐθυνῶν του!
Καὶ σίγουρα, αὐτοὶ ποὺ φεύγουν εἶναι πολὺ καλλίτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω, ὅσον ἀφορᾷ στὸ ἦθος.
Ἂς σκεφθοῦν καλλίτερα… Καθαρότερα…
Μέσα στὴν σκοτοδίνη ποὺ σβήνει τὶς ἐξόδους, σίγουρα ὑπάρχει ἕνα χαμόγελο.
Δέν ἀξίζει γιά αὐτό τό χαμόγελο νά δόσουμε ἀκόμη μίαν εὐκαιρία στό αὔριο;
Φιλονόη.
Ὁ ἀριθμὸς αὐξάνεται μὲ ἀνεξελέγκτους ῥυθμοὺς καὶ οἱ οἰκογένειες διαλύονται.
Τὸ πρόβλημα, διότι περὶ προβλήματος συζητᾶμε, ἔχει λάβει διαστάσεις θυέλλης.
Γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι αὐτοκτονοῦν τελικῶς; Εἶναι δειλοί ἢ γενναῖοι; Τί τούς ὁπλίζει τό χέρι καί ἀφήνουν πίσω τους πολλά περισσότερα ἀπό αὐτά πού παίρνουν μαζύ τους;
Ἔχω ἀρκετοὺς πλέον γνωστοὺς καὶ φίλους ποὺ ἔχω χάσει καὶ ὁ πόνος, τοὐλάχιστον... τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ συνέβῃ, ἦταν ἀβάστακτος. Ἀκόμη πιὸ δύσκολο ἦταν ὅταν δὲν μποροῦσα νὰ πάω κοντά σὲ κάποιους, διότι μᾶς χώριζαν ἑκατοντάδες χιλιόμετρα. Ὅμως, ὁ μεγαλύτερος πόνος ἦταν ὅταν κοντὰ στοὺς συγγενείς τους προσπαθοῦσα νὰ ἀρθρώσω μία φράσι παρηγοριᾶς. Ἐκεῖ συνειδητοποίησα πὼς αὐτὸ ποὺ συνέβῃ δὲν χωροῦσε σὲ καμμίαν φαντασία.
Διότι, κακὰ τὰ ψέμματα, αὐτὲς οἱ καταστάσεις δὲν ἀντιμετωπίζονται. Ἡ πληγὴ ποὺ ἀνοίγει στοὺς ἐναπομείναντες δὲν κλείνει ποτέ!
Γιατί ὅμως κάποιος ἀποφασίζει νά περάσῃ τήν γραμμή καί νά ἀποχωρήσῃ; Γιατί δέν ἀντέχει τήν μάχη;
Θά χάσῃ τό σπίτι; Τήν ἐπιχείριση; Θά διαλυθῇ ἡ εἰκόνα πού τόσα χρόνια καί μέ τόσον κόπο δομοῦσε;
Ἡ ἀξία τῆς ζωῆς εἶναι ἀνυπολόγιστος. Εἶναι τελειότατον δημιούργημα τῆς Φύσεως. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν χωρᾶ διαλόγους, διαπραγματεύσεις καὶ ζύγια. Εἶναι ἀνεκτίμητος.
Μᾶς δίδεται τὸ δῶρον τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν Φύσι. (Λέω ἐγώ Φύσι, ἐσεῖς βᾶλτε θεό, βᾶλτε διάολο, βᾶλτε συμπτώσεις… Βᾶλτε καὶ τὸν κουμπᾶρο τὸν Πολύδωρο καὶ τὴν γυναίκα τοῦ Ζεβεδαίου. Ὅ,τι βολεύει…)
Ἐρχόμαστε σὲ αὐτὸν τὸν πλανήτη γιὰ νὰ ζήσουμε, ἢ ὀρθότερα νὰ διαβιώσουμε, ἐν μέσῳ ὅλων τῶν καλῶν καὶ τῶν κακῶν στιγμῶν ποὺ θὰ μᾶς προκύψουν.
Ἡ ἀξία μας σὰν ἄνθρωποι ἔγκειται στὸν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν καταστάσεων.
Ἐάν μέ τήν πρώτη, ἔς τᾦ μεγάλη ἀναποδιά, ἐμεῖς τὴν «κοπανᾶμε», τότε τί στό καλό ἐκτίμησι ἔχουμε στήν ζωή καί γενικότερα σέ αὐτό πού εἴμαστε;
Ἐμεῖς παίρνουμε ἀξία ἀπό τίς πράξεις μας; Ἢ οἱ πράξεις φαίνονται ἄξιες ἀπό ἐμᾶς;
Ἐμεῖς εἴμαστε τό σπίτι; Ἡ ἐπιχείρησις; Τό χρέος στήν τράπεζα; Ἢ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι καί τά δημιουργοῦμε;
Ἀκόμη καὶ τὰ χρέη, ἐμεῖς τὰ δημιουργήσαμε κι ἐμεῖς θὰ τὰ σβήσουμε!
Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔλεγα, ὅταν κάποιοι σχολίαζαν γιὰ τὰ περασμένα μεγαλεῖα τῶν προγόνων μας, πὼς ἐὰν καταφέρῃ κάποιος μίαν φορὰ νὰ φτιάξῃ ἕνα σπίτι, τότε, ὅσοι σεισμοὶ κι ἐὰν ἔλθουν γιὰ νὰ τὸ ῥίξουν, θὰ καταφέρνῃ πάντα νὰ τὸ ξανά-φτιάχνῃ καλλίτερο καὶ ἀνθεκτικότερον ἀπὸ τὴν πρώτη φορά.
Κι ἐάν εἶναι γέρος κι ἄρρωστος; Τί θά γίνῃ τότε;
Τότε ἁπλούστατα θὰ διδάξῃ σὲ ἄλλους νὰ φτιάχνουν σπίτια ἀνθεκτικότερα καὶ καλλίτερα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπεσε.
Γιατί ἐρχόμαστε σέ αὐτόν τόν πλανήτη; Μία στιγμή ἐνθουσιασμοῦ τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα μας εἶναι τόσο ἀσήμαντος; Ἢ κρύβει κάτι περισσότερο;
Εἴμαστε σπορά τῆς τύχης; Εἴμαστε κάτι ἀδιάφορον;
Γιατί τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη μας νά ἐπιβεβαιωνόμαστε μέσῳ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν;
Γιατί μόλις τά χάσουμε χανόμαστε;
Ἐκεῖ ἔξω εἶναι χιλιάδες ἄστεγοι. Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ ἔχασαν τὰ πάντα. Εἶναι κι αὐτοὶ σὰν κάποιους ἄλλους, ποὺ, πολὺ πιθανὸν, νὰ ἔφθασαν στὸ κατόφλι τῆς αὐτοκτονίας, ἀλλὰ ἄλλαξαν γνώμη.
Εἶναι κάποιοι γονεῖς ποὺ παράτησαν τὰ παιδιά τους στὰ ὀρφανοτροφεῖα, πρὸ κειμένου νὰ μπορέσουν νὰ βροῦν τὶς νέες δυνάμεις ποὺ ἀπαιτοῦνται καὶ νὰ ξαναστήσουν τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ἕνα καλύβι στὴν ἀρχή. Ἴσως δίχως παράθυρα. Δίχως πόρτα. Δίχως κρεβάτια.
Μετὰ καὶ μὲ παράθυρα. Καὶ πόρτα καὶ στρώματα…
Ἀλλὰ ἀκόμη κι ἐὰν αὐτὰ δὲν ξανὰ ἀποκτηθοῦν, τί σημαίνει; Σημαίνει πώς χάσαμε τό δικαίωμα στήν ζωή; Σημαίνει πώς ἡ ἀξία τῶν ἀγαθῶν εἶναι μεγαλυτέρα ἀπό τήν δική μας;
Δὲν θέλω νὰ χαρακτηρίσω δειλοὺς τοὺς αὐτόχειρες. Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τοὺς χαρακτηρίσω καὶ γενναίους. Γενναῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ στήνουν πλάτη καὶ παλεύουν. Καὶ στέκονται ὄρθιοι, ἀνεξαρτήτως τῶν κτυπημάτων. Διότι ἀκόμη κι ἐὰν λυγίσουν, παραμένουν ἐδῶ κι ἀγωνίζονται.
Ποιοί θά στήσουν τήν Ἑλλάδα στά πόδια της;
Αὐτοί πού ἔφυγαν ἢ αὐτοί πού ἄντεξαν τά κτυπήματα;
Κι ἐμένα δὲν μοῦ ἀρέσει τίποτα ἀπὸ τὴν πραγματικότητά μου. Δὲν ἔχει νόημα νὰ κτυπῶ σὲ τοίχους. Ἀφῆστε δὲ ποὺ τὰ προβλήματα καθημερινῶς μεγαλώνουν.
Τί πρέπει νά κάνω; Νά πάρω τόν ὀμμάτιόν μου καί νά τήν κοπανήσω;
Εἶναι λύσις;
Κι ὅλοι αὐτοί πού μοιράζομαι τόσα καί τόσα; Θά χάσω αὐτήν τήν ὀμορφιά πού ζῶ ὅταν τούς συναναστρέφομαι; Εἴμαστε σοβαροί;
Θά χάσω τό γέλιο μέ τούς φίλους;
Τήν ζεστή ἀγκαλιά;
Τόν ἔρωτα;
Τὸ (ἐκνευριστικότατον ὁμολογουμένως κάποιες φορὲς) ζουζούνισμα τῶν παιδιῶν;
Τήν διαφωνία μέσα σέ ἕναν καλό διάλογο;
Τήν δυνατότητα νά ἀγωνίζομαι γιά αὐτά πού πιστεύω;
Γιατί; Διότι δέν ἀντέχω νά διαβιῶ στόν δρόμο; Ἢ μήπως διότι θά μέ χαρακτηρίσουν τά ἀγαπημένα μου πρόσωπα ἀποτυχημένο; Ἢ μήπως διότι κάποιοι θά μάθουν πώς δέν πῆγα τόσο καλά, ὄσο περίμεναν ἀπό ἐμένα;
Μά γιατί ἔρχομαι σέ αὐτόν τόν πλανήτη; Γιά νά πηγαίνουν ὅλα καλά;
Δῆλα δή τί θά ἔλεγαν οἱ παπποῦδες μας πού τούς γενοκτόνησαν οἱ τουρκόσποροι;
Ἔπρεπε νά αὐτοκτονήσουν διότι ἔχασαν ὄσα ἔχασαν;
Πῶς θά ὑπήρχαμε ἐμεῖς σήμερα ἐάν αὐτοί εἶχαν αὐτοκτονήσει;
Ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔχουμε περάσει καὶ θὰ περάσουμε ἀπὸ κάθε λογῆς περιπέτειες.
Ὅλοι μας, ὅσοι ἐπέλεξαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὰ βουνὰ τῶν προβλημάτων, τὸ κάνουμε διότι ἔτσι «ὅρισε» ἡ Φύσις μας.
Ἡ ζωὴ στὸν πλανήτη θὰ εἶχε σβήσει ἐδῶ κι αἰῶνες, ἐὰν ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν ἄξια νὰ ξαναδομήσῃ τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ὅ,τι δὲν μὲ σκοτώνει μὲ κάνει πιὸ δυνατό.
Μὲ σκοτώνει ἕνα πιστόλι.
Μὲ σκοτώνει ἡ πείνα!
Μὲ σκοτώνει ἡ δίψα!
Ἀλλὰ κι αὐτὰ καλοῦμαι νὰ τὰ παλέψω!
Νὰ βρῶ τρόπους νὰ ἀντιμετωπίσω τὸ πιστόλι! Νὰ βρῶ τρόπους νὰ δημιουργήσω τροφή. Νὰ βρῶ τρόπους νὰ ξεδιψάσω, ἀκόμη κι ἐὰν χρειαστῇ νὰ σκάψω πηγάδι.
Ἐάν φύγω ἐγώ, μπορεῖ κάποιος νά μέ βεβαιώσῃ πώς δέν θά συμπαρασύρω μαζύ μου καί μίαν ὁλόκληρη μελλοντική γενεά πού θά μποροῦσε νά κάνῃ πολλά περισσότερα γιά τόν τόπο;
Δὲν μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ πλέον πόση δύναμι χρειάζεται κάποιος γιὰ νὰ πατήσῃ τὴν σκανδάλη ἢ γιὰ νὰ περάσῃ τὴν θηλιὰ στὸν λαιμό του ἢ γιὰ νὰ βρῇ τέλος πάντων τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο πρὸ κειμένου νὰ βάλῃ τέρμα στὴν ζωή του.
Μπορῶ ὅμως νὰ μοιραστῶ τὸν πόνο ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία του.
Μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ τὸν φόβο του.
Μπορῶ νὰ κατανοήσω…
Ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ συμφωνήσω!
Ἔχουμε νὰ πράξουμε κάτι πάρα πολὺ μεγάλο.
Ἔχουμε φορτωθεῖ στὶς πλᾶτες μας ἕναν ἀγώνα, ποὺ ἴσως καὶ νὰ μὴν ἐπιλέξαμε συνειδητῶς.
Κάθε ἕνας ποὺ φεύγει, εἶναι ἕνας πολεμιστὴς λιγότερος.
Δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω κανέναν αὐτόχειρα, ἐὰν ὁ ἴδιος δὲν τὸ ἐπιθυμῇ.
Μπορῶ ὅμως νὰ τὸν θέσω πρὸ τῶν εὐθυνῶν του!
Καὶ σίγουρα, αὐτοὶ ποὺ φεύγουν εἶναι πολὺ καλλίτεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω, ὅσον ἀφορᾷ στὸ ἦθος.
Ἂς σκεφθοῦν καλλίτερα… Καθαρότερα…
Μέσα στὴν σκοτοδίνη ποὺ σβήνει τὶς ἐξόδους, σίγουρα ὑπάρχει ἕνα χαμόγελο.
Δέν ἀξίζει γιά αὐτό τό χαμόγελο νά δόσουμε ἀκόμη μίαν εὐκαιρία στό αὔριο;
Φιλονόη.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου