Του Γιώργου Βοσκόπουλου *
Τα συστήματα και υποσυστήματα ασφαλείας προσδιορίζονται μεταξύ άλλων από τις σχέσεις των τοπικών παικτών και από τη διεμβολυτική δράση εξωσυστημικών παραγόντων (intrusive actors). Το πλαίσιο διάδρασης τους προσδιορίζεται από την ισχύ των εμπλεκομένων. Η ισχύς ορίζεται μέσα από ένα τριαδικό πλαίσιο με βάση τους στόχους που τίθενται. Μπορεί να στοχεύει στον έλεγχο πόρων, συμπεριφοράς ή αποτελέσματος.
Η Κύπρος βρίσκεται στο επίκεντρο μίας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μεγέθη τα οποία δεν... δύναται να αντιμετωπίσει χωρίς συστράτευση. Η επιβίωση μίας μικρής χώρας εξαρτάται από την ικανότητα της να εντάξει εθνικούς στόχους στο πλαίσιο της πολιτικής ισχυρών παικτών.
Ο έλεγχος της νοτιο-ανατολικής Μεσογείου, οι αναμενόμενες και αναπόφευκτες ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, ο ειδικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, η τουλάχιστον ρητορική αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων υπό την αμερικανική καθοδήγηση, η απομόνωση της Κύπρου και η πολιτική περιθωριοποίηση της Ελλάδας αποτελούν εκφάνσεις ενός γεωπολιτικού παίγνιου με διττούς γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς άξονες. Χρήσιμο είναι να αναδειχθούν οι επιλογές των εμπλεκομένων προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν κίνητρα και προσεγγιστούν ερμηνευτικά πολιτικές επιλογές.
ΗΠΑ και Ρωσία
Την τελευταία δεκαετία η Ουάσινγκτον έθεσε σε δεύτερη μοίρα την εδαφική ανεξαρτησία υποβαθμίζοντας την έναντι της σταθερότητας. Η επιλογή αυτή εξωτερικεύτηκε με την Αμερικανική Εθνική Στρατηγική για την Ασφάλεια (US National Security Strategy) όπως διατυπώθηκε το Σεπτέμβριο του 2002. Η τότε Αμερικανική αντίληψη θεμελιώθηκε από την ηγετική ομάδα του κ. Μπους η οποία εξέλαβε τη νέα δομή του παγκόσμιου συστήματος ως μία σύγκρουση «περιφέρειας-κέντρου» (periphery-centre conflict).
Η σταδιακή ανάδειξη περιφερειακών δυνάμεων μετέβαλε ουσιαστικά ποιοτικά στοιχεία του διεθνούς συστήματος. Σε επίπεδο στρατιωτικών δυνατοτήτων οι ΗΠΑ διατηρούν την πρωτοκαθεδρία, ωστόσο σε επίπεδο οικονομίας και με βάση την παγκόσμια οικονομική κρίση αυξάνονται οι πιέσεις για δημιουργία ενός πολύ-πολικού συστήματος. Η παράμετρος αυτή δημιουργεί νέες εισροές σε επίπεδο εξίσωσης διεθνούς ασφάλειας εντός της οποίας πλεονέκτημα θα έχουν οι χώρες που θα στηρίξουν οικονομικές επιλογές με στρατιωτικά μέσα και θα αποτελέσουν οργανωτικοί και επιχειρησιακοί άξονες του νέου γεω-πολιτικού και γεω-οικονομικού σχεδιασμού.
Η στροφή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής προς την Ασία φαινομενικά δημιουργεί κενό σε συστήματα και υποσυστήματα ασφαλείας στην Ευρώπη, Ευρασία και νοτιο-ανατολική Μεσόγειο. Ο επαναπροσδιορισμός των Αμερικανικών προτεραιοτήτων δεν ισοδυναμεί με απουσία, αλλά πρωτίστως αναφέρεται στη μετατόπιση του ειδικού βάρους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο αυτό δημιουργεί αστάθεια στην Ευρώπη, αφού μεταπολεμικά οι ΗΠΑ, ως μία μη Ευρωπαϊκή δύναμη, παρείχαν ηγεσία και εξουδετέρωσαν τις όποιες φιλοδοξίες για ηγεμονία στη γηραιά ήπειρο. Η παρούσα δράση της Γερμανίας και ο τρόπος με τον οποίο διαχέει την αστάθεια στην ευρωπαϊκή περιφέρεια είναι δυνατή μόνο λόγω της επιλογής των ΗΠΑ να απόσχουν από το ρόλο του πολιτικού σταθεροποιητή και μέσο ανάσχεσης ηγεμονικών βλέψεων στην Ευρώπη.
Διαχρονικές επιλογές των ΗΠΑ είναι η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν μία διείσδυση της Ρωσίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η στρατηγική αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της ευρύτερης υψηλής αμερικανικής στρατηγικής. Οι χώρες, και αυτό έχει επιπτώσεις κυρίως σε παίκτες μικρής και μεσαίας εμβέλειας, οι οποίες επιθυμούν να λειτουργήσουν ως μέσα προώθησης της ρωσικής πολιτικής βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, αφού οι επιλογές τους είτε λειτουργούν ως συστημικό εμπόδιο των αμερικανικών επιλογών είτε εντάσσονται σε ένα πλαίσιο μη ανεκτής ασυμβατότητας. Στο πρόσφατο παρελθόν αυτή τη λανθασμένη επιλογή έκανε η Ελλάδα με τις γνωστές συνέπειες. Μία επιλογή που διαμορφώθηκε χωρίς ρεαλισμό, ως η χώρα να δρα σε κενό συγκρουόμενων συμφερόντων.
Με τη σειρά της η Κύπρος διέπραξε δύο στρατηγικά λάθη στην προσπάθεια της να αντιμετωπίσει τα εκβιαστικά και ξένα προς το αξιακό πλαίσιο της ΕΕ διλήμματα και τον παιδαγωγικό ιμπεριαλισμό του Βερολίνου. Πρώτον, επένδυσε μονοδιάστατα στη Ρωσική αρωγή, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της να δράσει αποστασιοποιημένη από ΗΠΑ και ΕΕ και υποτιμώντας ταυτόχρονα τη στρατηγική σχέση ανάμεσα στη Μόσχα και την ΕΕ. Η λανθασμένη οντολογία της κυπριακής στρατηγικής έφεραν τη Λευκωσία στο τούνελ της διπλωματικής απομόνωσης, αφού οι επιλογές της διαμορφώθηκαν μονοσήμαντα εκτός στρατηγικών συμμαχιών εντός της υπερφίαλης, ιδεαλιστικής και εξόχως επικίνδυνης φαντασίωσης της στήριξης του «ξανθού, ορθόδοξου αδελφού».
Η επιλογή της Λευκωσίας να επενδύσει όλες τις προσδοκίες ανάσχεσης της Γερμανικής επέλασης στη Μόσχα ήταν προβληματική και ανιστόρητη. Προβληματική γιατί η Κυπριακή ηγεσία λειτούργησε με βάση μία ξένη προς τη διεθνολογική πρακτική φαντασίωση ότι η Μόσχα θα μπορούσε να θέσει υπό κίνδυνο καταστατικά εθνικά της συμφέροντα με την ΕΕ και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Την ίδια οδυνηρή φαντασίωση είχαν οι Γεωργιανοί όταν προσδοκούσαν ότι η ρωσική απάντηση σε Αμπχαζία και Οσετία θα ήταν περιορισμένη, αφού η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα λειτουργούσαν ως αμυντική ασπίδα και θα έθεταν σε κίνδυνο τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Ανιστόρητη καθώς θεμελιώθηκε χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την ιστορική εμπειρία των ελληνο-ρωσικών σχέσεων και το απόλυτα ορθολογικό, μη ιδεαλιστικό πλαίσιο χάραξης της Ρωσικής υψηλής στρατηγικής.
Ο ιδεαλισμός λειτούργησε ως εγγενής αδυναμία αποκωδικοποίησης των Κυπριακών επιλογών ως μη συμβατών με τις επιλογές εξωσυστημικών δρώντων εισροών σε ένα ανώριμο σύστημα ασφαλείας. Αν οι πολιτικές επιλογές κρίνονται εκ του αποτελέσματος, τότε η Κυπριακή ηγεσία καλείται να απαντήσει σε δύο οντολογικά ερωτήματα: πιο πλαίσιο στρατηγικών συμμαχιών διαμόρφωσε πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης που την οδήγησαν στην απομόνωση; Ποιους συμμάχους διαθέτει σήμερα η Κύπρος στην προσπάθεια της να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα και τη στοχοποίηση της από πολλαπλούς ισχυρούς παράγοντες για διαφορετικούς λόγους; Με απλά λόγια η Λευκωσία κατάφερε να γίνει το βατράχι που όλα τα βουβάλια ποδοπατούν.
Η Τουρκία
Η Τουρκία χρησιμοποιεί ένα διττό άξονα σκληρής και ήπιας ισχύος προκειμένου να προωθήσει ένα μεγαλόπνοο νέο-Οθωμανικής αντίληψης σχέδιο. Η τουρκική ηγεσία κατάφερε να κερδίσει πολύτιμους γεωστρατηγικούς πόντους με τη δήλωση Οτσαλάν, την ετοιμότητα της να προσφέρει αρωγή στο Συριακό πρόβλημα και κυρίως τη σημειολογία της απολογίας των Ισραηλινών. Για τους Αμερικανούς ήταν σαφές ότι η συνεργασία Τουρκίας – Ισραήλ αποτελούσε sine qua non για την αμερικανική στρατηγική. Η προσέγγιση Ελλάδας – Ισραήλ είχε εξαρχής αντιμετωπιστεί με καχυποψία, γεγονός που αιτιολογείται από τις δηλώσεις Αμερικανών διπλωματών που υπενθύμιζαν προς κάθε κατεύθυνση ότι η προσέγγιση Αθήνας – Τελ Αβίβ δεν θα έπρεπε να λειτουργήσει ως άξονας κατά της Άγκυρας. Με τη σειρά της η Αθήνα έσπευσε να καθησυχάσει την Ουάσινγκτον με συχνές δηλώσεις από μέρους της ελληνικής διπλωματίας.
Η ήπια ισχύς που χρησιμοποιεί η Τουρκία αφορά όχι μόνο τη σχέση του μητροπολιτικού τουρκικού κέντρου με τουρκογενείς ή τουρκόφωνους πληθυσμούς αλλά και τη διευρυμένη χωροταξία δράσης της Τουρκίας. Η τουρκική υψηλή στρατηγική δημοσιοποιήθηκε δια στόματος του Α. Νταβούτογλου με άρθρο που δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Στρατηγικής Έρευνας στην Τουρκία. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ καταγράφει ενδελεχώς τις συστημικές μεταβολές στο διεθνές σύστημα, προσδιορίζοντας τις ως ευκαιρίες για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Οι όποιες εκφάνσεις (εμφανείς, υποδόριες ή εκτιμώμενες) μετάβασης του συστήματος εκλαμβάνονται ως ένα κενό το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να καλύψει η Τουρκία. Οι ευκαιρίες αυτές προσδιορίζονται γεωπολιτικά στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τις τουρκόφωνες περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο τριαδικός άξονας ανάλυσης του εμπεριέχει μία γεω-πολιτική, γεω-οικονομική και γεω-πολιτισμική διάσταση μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται το νέο-Οθωμανικό όραμα του.
Κάνοντας χρήση ήπιας ισχύος στο γεω-πολιτισμικό πεδίο αναφέρεται στην «πολιτισμική αφύπνιση» (cultural awakening) των τουρκόφωνων πληθυσμών αλλά και στην «ηθική» υποχρέωση της Τουρκίας να τους στηρίξει. Η επιλογή αυτή συνδέεται κατά τον ίδιο με το γεγονός ότι η μοίρα τους ενδέχεται να επηρεάσει τον μελλοντικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Τα κίνητρα εμπλοκής της Άγκυρας σε αυτή τη διαδικασία μετάβασης προσδιορίζονται ως κανονιστικής υφής με κριτήριο τους πολιτισμικούς, πολιτιστικούς και εθνοτικούς δεσμούς με αυτούς τους λαούς. Επισημαίνει με ιδιαίτερη σημασία ότι «η τουρκική κοινωνία θεωρεί τους λαούς των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης, της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ως συγγενείς λαούς… Η ιδέα ενός κοινού μέλλοντος είναι διάχυτη στην Τουρκία».
Σε τουρκο-ισραηλινό επίπεδο η προσέγγιση των δύο χωρών αφορά μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός Παλαιστινιακού κράτους. Η Τουρκία εμφανίζεται ως ο μόνος αξιόπιστος διαμεσολαβητής ανάμεσα σε Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Ο Κερίμ Μπαλσί, της Ζαμάν, αποκαλύπτει ένα σημαντικό παραλειπόμενο από τη συνάντηση Γιλμάζ – Αραφάτ στη Ραμάλα το 1998.
Ο κ. Γιλμάζ είχε δηλώσει κατά την προεκλογική περίοδο ότι θα επανεξετάσει τη συμφωνία Τουρκίας – Ισραήλ οπότε η ερώτηση Τούρκου δημοσιογράφου σχετικά με την τύχη της συμφωνίας σε περίπτωση εκλογικής του νίκης τον έφερε σε δύσκολη θέση από την οποία τον έβγαλε ο ίδιος ο Αραφάτ λέγοντας: «Μία μέρα θα δημιουργηθεί ένα Παλαιστινιακό κράτος και τότε οι Ισραηλινοί θα συνειδητοποιήσουν ότι χρειάζονται το Παλαιστινιακό κράτος περισσότερο από τους ίδιους τους Παλαιστίνιους. Ως αλληλοεξαρτώμενες οντότητες θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα καθημερινά, οπότε θα χρειαστούμε ένα διαμεσολαβητή. Οι Ισραηλινοί θα προτείνουν τις ΗΠΑ, ωστόσο εμείς δεν θα το δεχτούμε αφού μεροληπτούν υπέρ τους. Εμείς θα θέλαμε την Αίγυπτο αλλά αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από το Ισραήλ. Υπάρχει μία μόνο αξιόπιστη για Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους χώρα στον κόσμο, η Τουρκία. Για αυτό το λόγο υποστηρίζουμε τη διατήρηση καλών σχέσεων ανάμεσα σε Τουρκία και Ισραήλ».
Οι παρούσες εξελίξεις αιτιολογούν πτυχές της αμερικανικής διαμεσολάβησης για αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων. Οι προοπτικές αναγνώρισης ενός Παλαιστινιακού κράτους ιδιαίτερα μετά την απόφαση του ΟΗΕ να αναγνωρίσει στους Παλαιστίνιους καθεστώς παρατηρητή δεν παραπέμπουν σε ένα εξωπραγματικό σενάριο, χωρίς παράλληλα να συνιστούν μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Είναι πιθανό η Τουρκία να κληθεί να διαδραματίσει ένα διαμεσολαβητικό ρόλο στο Παλαιστινιακό και έναν ενεργό ρόλο στη Συριακή κρίση. Παράλληλα φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στο γεω-οικονομικό πεδίο, έναν ρόλο που μάλλον αποδέχονται ισχυροί εξω-συστημικοί δρώντες. Μία ισχυρή χώρα που απειλείται κυρίως από τον νέο-Οθωμανισμό της ηγεσίας της που ενοχλεί την Ουάσινγκτον. Ελλάδα και Κύπρος καλούνται σήμερα να λειτουργήσουν ως έξυπνοι παίκτες προκειμένου να μην καταστούν παρίες των διεθνών εξελίξεων στην νοτιο-ανατολική Μεσόγειο. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν είναι ίσως οι μεγαλύτερες στη νεότερη ιστορία τους.
_________________________________
* Ο κ.Βοσκόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Η Κύπρος βρίσκεται στο επίκεντρο μίας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μεγέθη τα οποία δεν... δύναται να αντιμετωπίσει χωρίς συστράτευση. Η επιβίωση μίας μικρής χώρας εξαρτάται από την ικανότητα της να εντάξει εθνικούς στόχους στο πλαίσιο της πολιτικής ισχυρών παικτών.
Ο έλεγχος της νοτιο-ανατολικής Μεσογείου, οι αναμενόμενες και αναπόφευκτες ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, ο ειδικός ρόλος της Τουρκίας στην περιοχή, η τουλάχιστον ρητορική αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων υπό την αμερικανική καθοδήγηση, η απομόνωση της Κύπρου και η πολιτική περιθωριοποίηση της Ελλάδας αποτελούν εκφάνσεις ενός γεωπολιτικού παίγνιου με διττούς γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς άξονες. Χρήσιμο είναι να αναδειχθούν οι επιλογές των εμπλεκομένων προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν κίνητρα και προσεγγιστούν ερμηνευτικά πολιτικές επιλογές.
ΗΠΑ και Ρωσία
Την τελευταία δεκαετία η Ουάσινγκτον έθεσε σε δεύτερη μοίρα την εδαφική ανεξαρτησία υποβαθμίζοντας την έναντι της σταθερότητας. Η επιλογή αυτή εξωτερικεύτηκε με την Αμερικανική Εθνική Στρατηγική για την Ασφάλεια (US National Security Strategy) όπως διατυπώθηκε το Σεπτέμβριο του 2002. Η τότε Αμερικανική αντίληψη θεμελιώθηκε από την ηγετική ομάδα του κ. Μπους η οποία εξέλαβε τη νέα δομή του παγκόσμιου συστήματος ως μία σύγκρουση «περιφέρειας-κέντρου» (periphery-centre conflict).
Η σταδιακή ανάδειξη περιφερειακών δυνάμεων μετέβαλε ουσιαστικά ποιοτικά στοιχεία του διεθνούς συστήματος. Σε επίπεδο στρατιωτικών δυνατοτήτων οι ΗΠΑ διατηρούν την πρωτοκαθεδρία, ωστόσο σε επίπεδο οικονομίας και με βάση την παγκόσμια οικονομική κρίση αυξάνονται οι πιέσεις για δημιουργία ενός πολύ-πολικού συστήματος. Η παράμετρος αυτή δημιουργεί νέες εισροές σε επίπεδο εξίσωσης διεθνούς ασφάλειας εντός της οποίας πλεονέκτημα θα έχουν οι χώρες που θα στηρίξουν οικονομικές επιλογές με στρατιωτικά μέσα και θα αποτελέσουν οργανωτικοί και επιχειρησιακοί άξονες του νέου γεω-πολιτικού και γεω-οικονομικού σχεδιασμού.
Η στροφή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής προς την Ασία φαινομενικά δημιουργεί κενό σε συστήματα και υποσυστήματα ασφαλείας στην Ευρώπη, Ευρασία και νοτιο-ανατολική Μεσόγειο. Ο επαναπροσδιορισμός των Αμερικανικών προτεραιοτήτων δεν ισοδυναμεί με απουσία, αλλά πρωτίστως αναφέρεται στη μετατόπιση του ειδικού βάρους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο αυτό δημιουργεί αστάθεια στην Ευρώπη, αφού μεταπολεμικά οι ΗΠΑ, ως μία μη Ευρωπαϊκή δύναμη, παρείχαν ηγεσία και εξουδετέρωσαν τις όποιες φιλοδοξίες για ηγεμονία στη γηραιά ήπειρο. Η παρούσα δράση της Γερμανίας και ο τρόπος με τον οποίο διαχέει την αστάθεια στην ευρωπαϊκή περιφέρεια είναι δυνατή μόνο λόγω της επιλογής των ΗΠΑ να απόσχουν από το ρόλο του πολιτικού σταθεροποιητή και μέσο ανάσχεσης ηγεμονικών βλέψεων στην Ευρώπη.
Διαχρονικές επιλογές των ΗΠΑ είναι η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν μία διείσδυση της Ρωσίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η στρατηγική αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της ευρύτερης υψηλής αμερικανικής στρατηγικής. Οι χώρες, και αυτό έχει επιπτώσεις κυρίως σε παίκτες μικρής και μεσαίας εμβέλειας, οι οποίες επιθυμούν να λειτουργήσουν ως μέσα προώθησης της ρωσικής πολιτικής βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, αφού οι επιλογές τους είτε λειτουργούν ως συστημικό εμπόδιο των αμερικανικών επιλογών είτε εντάσσονται σε ένα πλαίσιο μη ανεκτής ασυμβατότητας. Στο πρόσφατο παρελθόν αυτή τη λανθασμένη επιλογή έκανε η Ελλάδα με τις γνωστές συνέπειες. Μία επιλογή που διαμορφώθηκε χωρίς ρεαλισμό, ως η χώρα να δρα σε κενό συγκρουόμενων συμφερόντων.
Με τη σειρά της η Κύπρος διέπραξε δύο στρατηγικά λάθη στην προσπάθεια της να αντιμετωπίσει τα εκβιαστικά και ξένα προς το αξιακό πλαίσιο της ΕΕ διλήμματα και τον παιδαγωγικό ιμπεριαλισμό του Βερολίνου. Πρώτον, επένδυσε μονοδιάστατα στη Ρωσική αρωγή, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της να δράσει αποστασιοποιημένη από ΗΠΑ και ΕΕ και υποτιμώντας ταυτόχρονα τη στρατηγική σχέση ανάμεσα στη Μόσχα και την ΕΕ. Η λανθασμένη οντολογία της κυπριακής στρατηγικής έφεραν τη Λευκωσία στο τούνελ της διπλωματικής απομόνωσης, αφού οι επιλογές της διαμορφώθηκαν μονοσήμαντα εκτός στρατηγικών συμμαχιών εντός της υπερφίαλης, ιδεαλιστικής και εξόχως επικίνδυνης φαντασίωσης της στήριξης του «ξανθού, ορθόδοξου αδελφού».
Η επιλογή της Λευκωσίας να επενδύσει όλες τις προσδοκίες ανάσχεσης της Γερμανικής επέλασης στη Μόσχα ήταν προβληματική και ανιστόρητη. Προβληματική γιατί η Κυπριακή ηγεσία λειτούργησε με βάση μία ξένη προς τη διεθνολογική πρακτική φαντασίωση ότι η Μόσχα θα μπορούσε να θέσει υπό κίνδυνο καταστατικά εθνικά της συμφέροντα με την ΕΕ και ιδιαίτερα τη Γερμανία. Την ίδια οδυνηρή φαντασίωση είχαν οι Γεωργιανοί όταν προσδοκούσαν ότι η ρωσική απάντηση σε Αμπχαζία και Οσετία θα ήταν περιορισμένη, αφού η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα λειτουργούσαν ως αμυντική ασπίδα και θα έθεταν σε κίνδυνο τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Ανιστόρητη καθώς θεμελιώθηκε χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την ιστορική εμπειρία των ελληνο-ρωσικών σχέσεων και το απόλυτα ορθολογικό, μη ιδεαλιστικό πλαίσιο χάραξης της Ρωσικής υψηλής στρατηγικής.
Ο ιδεαλισμός λειτούργησε ως εγγενής αδυναμία αποκωδικοποίησης των Κυπριακών επιλογών ως μη συμβατών με τις επιλογές εξωσυστημικών δρώντων εισροών σε ένα ανώριμο σύστημα ασφαλείας. Αν οι πολιτικές επιλογές κρίνονται εκ του αποτελέσματος, τότε η Κυπριακή ηγεσία καλείται να απαντήσει σε δύο οντολογικά ερωτήματα: πιο πλαίσιο στρατηγικών συμμαχιών διαμόρφωσε πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης που την οδήγησαν στην απομόνωση; Ποιους συμμάχους διαθέτει σήμερα η Κύπρος στην προσπάθεια της να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα και τη στοχοποίηση της από πολλαπλούς ισχυρούς παράγοντες για διαφορετικούς λόγους; Με απλά λόγια η Λευκωσία κατάφερε να γίνει το βατράχι που όλα τα βουβάλια ποδοπατούν.
Η Τουρκία
Η Τουρκία χρησιμοποιεί ένα διττό άξονα σκληρής και ήπιας ισχύος προκειμένου να προωθήσει ένα μεγαλόπνοο νέο-Οθωμανικής αντίληψης σχέδιο. Η τουρκική ηγεσία κατάφερε να κερδίσει πολύτιμους γεωστρατηγικούς πόντους με τη δήλωση Οτσαλάν, την ετοιμότητα της να προσφέρει αρωγή στο Συριακό πρόβλημα και κυρίως τη σημειολογία της απολογίας των Ισραηλινών. Για τους Αμερικανούς ήταν σαφές ότι η συνεργασία Τουρκίας – Ισραήλ αποτελούσε sine qua non για την αμερικανική στρατηγική. Η προσέγγιση Ελλάδας – Ισραήλ είχε εξαρχής αντιμετωπιστεί με καχυποψία, γεγονός που αιτιολογείται από τις δηλώσεις Αμερικανών διπλωματών που υπενθύμιζαν προς κάθε κατεύθυνση ότι η προσέγγιση Αθήνας – Τελ Αβίβ δεν θα έπρεπε να λειτουργήσει ως άξονας κατά της Άγκυρας. Με τη σειρά της η Αθήνα έσπευσε να καθησυχάσει την Ουάσινγκτον με συχνές δηλώσεις από μέρους της ελληνικής διπλωματίας.
Η ήπια ισχύς που χρησιμοποιεί η Τουρκία αφορά όχι μόνο τη σχέση του μητροπολιτικού τουρκικού κέντρου με τουρκογενείς ή τουρκόφωνους πληθυσμούς αλλά και τη διευρυμένη χωροταξία δράσης της Τουρκίας. Η τουρκική υψηλή στρατηγική δημοσιοποιήθηκε δια στόματος του Α. Νταβούτογλου με άρθρο που δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Στρατηγικής Έρευνας στην Τουρκία. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ καταγράφει ενδελεχώς τις συστημικές μεταβολές στο διεθνές σύστημα, προσδιορίζοντας τις ως ευκαιρίες για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Οι όποιες εκφάνσεις (εμφανείς, υποδόριες ή εκτιμώμενες) μετάβασης του συστήματος εκλαμβάνονται ως ένα κενό το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να καλύψει η Τουρκία. Οι ευκαιρίες αυτές προσδιορίζονται γεωπολιτικά στα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τις τουρκόφωνες περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο τριαδικός άξονας ανάλυσης του εμπεριέχει μία γεω-πολιτική, γεω-οικονομική και γεω-πολιτισμική διάσταση μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται το νέο-Οθωμανικό όραμα του.
Κάνοντας χρήση ήπιας ισχύος στο γεω-πολιτισμικό πεδίο αναφέρεται στην «πολιτισμική αφύπνιση» (cultural awakening) των τουρκόφωνων πληθυσμών αλλά και στην «ηθική» υποχρέωση της Τουρκίας να τους στηρίξει. Η επιλογή αυτή συνδέεται κατά τον ίδιο με το γεγονός ότι η μοίρα τους ενδέχεται να επηρεάσει τον μελλοντικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Τα κίνητρα εμπλοκής της Άγκυρας σε αυτή τη διαδικασία μετάβασης προσδιορίζονται ως κανονιστικής υφής με κριτήριο τους πολιτισμικούς, πολιτιστικούς και εθνοτικούς δεσμούς με αυτούς τους λαούς. Επισημαίνει με ιδιαίτερη σημασία ότι «η τουρκική κοινωνία θεωρεί τους λαούς των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης, της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ως συγγενείς λαούς… Η ιδέα ενός κοινού μέλλοντος είναι διάχυτη στην Τουρκία».
Σε τουρκο-ισραηλινό επίπεδο η προσέγγιση των δύο χωρών αφορά μεταξύ άλλων τη δημιουργία ενός Παλαιστινιακού κράτους. Η Τουρκία εμφανίζεται ως ο μόνος αξιόπιστος διαμεσολαβητής ανάμεσα σε Παλαιστίνιους και Ισραηλινούς. Ο Κερίμ Μπαλσί, της Ζαμάν, αποκαλύπτει ένα σημαντικό παραλειπόμενο από τη συνάντηση Γιλμάζ – Αραφάτ στη Ραμάλα το 1998.
Ο κ. Γιλμάζ είχε δηλώσει κατά την προεκλογική περίοδο ότι θα επανεξετάσει τη συμφωνία Τουρκίας – Ισραήλ οπότε η ερώτηση Τούρκου δημοσιογράφου σχετικά με την τύχη της συμφωνίας σε περίπτωση εκλογικής του νίκης τον έφερε σε δύσκολη θέση από την οποία τον έβγαλε ο ίδιος ο Αραφάτ λέγοντας: «Μία μέρα θα δημιουργηθεί ένα Παλαιστινιακό κράτος και τότε οι Ισραηλινοί θα συνειδητοποιήσουν ότι χρειάζονται το Παλαιστινιακό κράτος περισσότερο από τους ίδιους τους Παλαιστίνιους. Ως αλληλοεξαρτώμενες οντότητες θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα καθημερινά, οπότε θα χρειαστούμε ένα διαμεσολαβητή. Οι Ισραηλινοί θα προτείνουν τις ΗΠΑ, ωστόσο εμείς δεν θα το δεχτούμε αφού μεροληπτούν υπέρ τους. Εμείς θα θέλαμε την Αίγυπτο αλλά αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από το Ισραήλ. Υπάρχει μία μόνο αξιόπιστη για Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους χώρα στον κόσμο, η Τουρκία. Για αυτό το λόγο υποστηρίζουμε τη διατήρηση καλών σχέσεων ανάμεσα σε Τουρκία και Ισραήλ».
Οι παρούσες εξελίξεις αιτιολογούν πτυχές της αμερικανικής διαμεσολάβησης για αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων. Οι προοπτικές αναγνώρισης ενός Παλαιστινιακού κράτους ιδιαίτερα μετά την απόφαση του ΟΗΕ να αναγνωρίσει στους Παλαιστίνιους καθεστώς παρατηρητή δεν παραπέμπουν σε ένα εξωπραγματικό σενάριο, χωρίς παράλληλα να συνιστούν μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Είναι πιθανό η Τουρκία να κληθεί να διαδραματίσει ένα διαμεσολαβητικό ρόλο στο Παλαιστινιακό και έναν ενεργό ρόλο στη Συριακή κρίση. Παράλληλα φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στο γεω-οικονομικό πεδίο, έναν ρόλο που μάλλον αποδέχονται ισχυροί εξω-συστημικοί δρώντες. Μία ισχυρή χώρα που απειλείται κυρίως από τον νέο-Οθωμανισμό της ηγεσίας της που ενοχλεί την Ουάσινγκτον. Ελλάδα και Κύπρος καλούνται σήμερα να λειτουργήσουν ως έξυπνοι παίκτες προκειμένου να μην καταστούν παρίες των διεθνών εξελίξεων στην νοτιο-ανατολική Μεσόγειο. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν είναι ίσως οι μεγαλύτερες στη νεότερη ιστορία τους.
_________________________________
* Ο κ.Βοσκόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του πανεπιστημίου Μακεδονίας.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου