Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Πειράματα στη δικαιοσύνη!

Η συνήθης πελατεία των δικαστηρίων είναι άνθρωποι του υποκόσμου ή ατυχήσαντες έντιμοι και καλοί πολίτες. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν και όλοι εκείνοι, οι οποίοι καταφεύγουν στα Δικαστήρια, διότι κάποιοι κακοήθεις προσεπάθησαν να τους υφαρπάξουν χρήματα με διαφόρους νομιμοφανείς τρόπους ή αθέτησαν συμφωνίες με αυτούς ή άλλες νόμιμες υποχρεώσεις τους έναντι τούτων. 

Πολλοί από αυτούς που προσφεύγουν στα Δικαστήρια, διατυπώνουν παράπονα κατά... των Δικαστών, είτε για τη συμπεριφορά τους, είτε για τις αποφάσεις τους, είτε και για τα δύο. Ενώ άλλοι διαπορούν πώς είναι δυνατόν ένας Δικαστής και ένας Εισαγγελικός λειτουργός να εκφράζεται αγενώς ή να στερείται ευπρεπούς ενδυμασίας, ή να φέρει ενδύματα με έκδηλα τα σημεία ρυπάνσεως και φθοράς. Η μείωση των αποδοχών δεν δικαιολογεί τούτο.

Τα φαινόμενα αυτά ουδέποτε θα υπήρχαν, αν ως προϊστάμενοι των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών ετοποθετούντο από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Δικαστικοί και Εισαγγελικοί λειτουργοί της επιλογής του και όχι εκείνοι τους οποίους εκλέγει η πλειοψηφία των δικαστών ή των εισαγγελέων και ως εκ τούτου είναι αδύνατον οι εκλεγόμενοι να ελέγχουν τους εκλογείς τους. Ομοίως θα ήταν αδύνατη η εμφάνιση των φαινομένων αυτών, αν οι επιθεωρητές εκτελούσαν το καθήκον τους και παρακολουθούσαν τις συνεδριάσεις των Δικαστηρίων, ως και όλες τις εκδιδόμενες αποφάσεις. 

Κάποτε που οι Εισαγγελείς εκτελούσαν τα καθήκοντά τους πλήρως, παρακολουθούσαν τον ημερήσιο τύπο, τόσο τον αθηναϊκό, όσο και τον τοπικό, οσάκις δε υπήρχε στις στήλες του καταγγελία αξιοποίνου πράξεως, διέτασσαν αυτεπαγγέλτως προκαταρκτική εξέταση, θίγουσα συχνά μεγάλες κατηγορίες κερδοσκόπων εμπόρων ή υπευθύνων ρυπάνσεως του περιβάλλοντος.

Σήμερα δυστυχώς, πολλοί εισαγγελείς αναμένουν την υποβολή μηνύσεως εκ μέρους ιδιωτών για αξιόποινες πράξεις που υποπίπτουν στην αντίληψή τους και διώκονται αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να ασκήσουν την προσήκουσα ποινική δίωξη.
Η επί της έδρας συμπεριφορά των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών θα έπρεπε να παρακολουθείται και να ελέγχεται από τους οικείους Επιθεωρητές. Είναι απαράδεκτο ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, ο εισαγγελεύς ή οι δικαστές να εκφράζονται επί της έδρας από της ενάρξεως της διαδικασίας, ωσάν να έχουν ήδη εκδόσει την απόφασή τους. Με τη συμπεριφορά τους αυτή ευλόγως δημιουργείται η εντύπωση στους διαδίκους και το ακροατήριο ότι είναι προκατειλημμένοι και έχουν λάβει θέση υπέρ ορισμένου διαδίκου.
Η επί της δικαζομένης υποθέσεως πρόωρη έκφραση γνώμης δικαστού ή εισαγγελέως, προ του πέρατος της διαδικασίας, είναι βαρύτατο ποινικό παράπτωμα, το οποίο εκθέτει το κύρος και την αντικειμενικότητα του δικαστηρίου. Οι δικαστές ex officio αναζητούν την αλήθεια. Δεν πρέπει επομένως να αντιδικούν με τους διαδίκους, ούτε να τους στερούν το δικαίωμα αναπτύξεως των απόψεών τους, έστω και αν αυτές είναι υπερβολικές ή ήσσονος βαρύτητος.

Κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 27 § 1, 31, 36 και 43) ο Εισαγγελέας ασκεί την ποινική δίωξη, για κάθε αξιόποινη πράξη διωκόμενη αυτεπαγγέλτως.
Αλλά η Πολιτεία, αντί να υποκινεί θεσμικώς (δια των Επιθεωρητών) τους εισαγγελείς να εκτελούν το καθήκον τους, θεσμοθέτησε νέους περιττούς θεσμούς, όπως τον «Εισαγγελέα της Διαφθοράς», τους «Οικονομικούς Εισαγγελείς» και, εσχάτως, τον «Εθνικό Συντονιστή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς», ωσάν η αιτία της αδυναμίας ή αδρανείας των εισαγγελέων για την δίωξη της διαφθοράς και η σημερινή κοινωνική σήψη, να οφείλονται στην έλλειψη των θεσμών αυτών.

Σε μία εποχή λιτότητος και ουσιωδών περικοπών των μισθών και συντάξεων των δικαστών, προστίθενται νέοι θεσμοί, λίαν αμφιβόλου αξίας και αποδόσεως. Αδικείται μάλιστα ο εξαίρετος εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Ι. Τέντες, τοποθετούμενος ως Εθνικός Συντονιστής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, όταν ηδύνατο να αποδώσει σε άλλες Αρχές, η θητεία των προϊσταμένων των οποίων έχει προ ετών λήξει.

Το περίγραμμα του έργου του Εθνικού Συντονιστού, ο οποίος μπορεί και να μην είναι δικαστικός λειτουργός, βρίθει μεγαλοστομιών κενών περιεχομένου. Θεσμοθετείται συντονιστική επιτροπή, στην οποίαν μετέχουν μεταξύ άλλων ο Εθνικός Συντονιστής, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο γενικός γραμματέας του Σ.Δ.Ο.Ε., ο εισαγγελέας της Διαφθοράς, ο προϊστάμενος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ο Συνήγορος του Πολίτη, ο γενικός επιθεωρητής Δημοσίας Διοικήσεως, ο διευθυντής της Οικονομικής Αστυνομίας κ.α. Της Επιτροπής προεδρεύει ο εθνικός συντονιστής. 

Θεσμοθετείται επίσης και συμβουλευτικό σώμα, έως εννέα μελών. Μέλη τούτου ορίζονται καθηγητές Πανεπιστημίου, ειδικοί επιστήμονες με συναφές γνωστικό αντικείμενο, δικαστικοί λειτουργοί, πρόσωπα που διαθέτουν εμπειρία σε συναφή θέματα, ή εκπρόσωποι ημεδαπών ή αλλοδαπών φορέων, που ασχολούνται με την καταπολέμηση της διαφθοράς. Το συμβουλευτικό σώμα έχει ως αποστολή να συμβουλεύει τον Εθνικό Συντονιστή και την συντονιστική επιτροπή, επί θεμάτων που εισάγονται σε αυτό. 

Για την υποστήριξη δε του έργου του Εθνικού Συντονιστού Καταπολεμήσεως της Διαφθοράς συνιστώνται τρεις θέσεις, προσωπικού κατηγορίας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία και πολύ καλή γνώση αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας, και πέντε θέσεις διοικητικών υπαλλήλων κατηγορίας Δ.Ε. με βαθμούς Β΄- Στ΄, με τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία και καλή τουλάχιστον γνώση της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας και γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστού. 

Και διερωτάται ο απλός πολίτης. Τί θα αποδώσει άραγε η οργάνωση της υπηρεσίας αυτής, όταν έως τώρα οι εισαγγελείς, η αστυνομία, η υπηρεσία πληροφοριών, το Σ.Δ.Ο.Ε. και διάφορες άλλες υπηρεσίες καταπολεμήσεως της διαφθοράς ουδέν απέφεραν; Η διαφθορά θα πρέπει να χτυπηθεί στη ρίζα της. Από τους εντίμους λειτουργούς και υπαλλήλους, που έχουν χρέος να αντισταθούν σε εκείνους, που τους ωθούν σε παραβάσεις καθήκοντος και να τους αποκαλύψουν, όσο υψηλά κι αν είναι.

Από καιρού εις καιρόν εμφανίζονται διάφοροι θαυματοποιοί και εισηγούνται τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για να περιορίσουν τάχα τις υποθέσεις των Δικαστηρίων ή να προωθήσουν τη συμβατική επίλυση της διαφοράς. Δυστυχώς, όλοι αυτοί οι πειραματισμοί, έως σήμερα απέτυχαν. Με το νόμο 2915/2001, προσετέθη το άρθρο 214 Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο προέβλεπε την υποχρεωτική απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού σε υποθέσεις αρμοδιότητος Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Ο νομοθέτης είχε επιφυλαχθεί να επεκτείνει το μέτρο και στις υποθέσεις των Μονομελών Πρωτοδικείων. 

Αλλά καθ΄όλα τα χρόνια της ισχύος της διατάξεως αυτής και μέχρι το 2012, που καταργήθηκε, μόνον ένας συμβιβασμός είχε γίνει, ενώ καθημερινώς οι διάδικοι συμβιβάζονται με πρωτοβουλίες των δικηγόρων τους ή και των ιδίων, χωρίς να είναι ανάγκη να τηρήσουν τη διαδικασία που όριζε το άρθρο 214 Α. 

Ήδη δια νέου νομοθετήματος θεσμοθετείται ο «Διαμεσολαβητής», στον οποίον ανατίθεται το έργο της συμβιβαστικής επιλύσεως των διαφορών, προ της υπαγωγής τους στην κρίση του Δικαστηρίου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι και ο θεσμός αυτός θα αποτύχει. Θα προσθέσει ορισμένες δαπάνες στους διαδίκους. Θα ζημιώσει ορισμένους νέους δικηγόρους, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν για να παρακολουθήσουν μαθήματα διαμεσολαβητού στο Σύλλογό τους. Αλλά δεν πρόκειται να προωθήσουν συμβιβασμούς, ούτε να μειώσουν τις υποθέσεις. 

Το να προσπαθούμε να μεταφέρουμε θεσμούς άλλων κρατών στην Ελλάδα είναι μάταιο. Στην Αγγλία, οι δικηγόροι δεν έχουν ωράριο, ούτε διακόπτονται οι συνεδριάσεις στις 3 ή 4 το μεσημέρι, ούτε υπάρχει ένα μόνο Πρωτοδικείο, όπως υπάρχει στην πόλη των Αθηνών, με 4.000.000 κατοίκους.

Και εάν ο αριθμός των δικηγόρων στην Αθήνα εμφανίζεται υπερβολικός, δεν είναι λόγος για να περιορισθούν οι εισακτέοι στη Νομική Σχολή ή εκείνοι, οι οποίοι θέλουν να σπουδάσουν νομικά. Οι δικηγόροι, που πράγματι ασχολούνται με τη δικηγορία, όπως λένε οι επαγγελματίες του κλάδου, δεν υπερβαίνουν τις 5.000. Όλοι οι άλλοι υποαπασχολούνται σε διάφορες εταιρείες ή ιδιώτες ως σύμβουλοι ή σε άλλα έργα. 

Λύση στο δικηγορικό επάγγελμα θα μπορούσε να δώσει η συνταξιοδότηση βάσει των πόρων του Ταμείου Νομικών. Αλλά όταν εκείνο καταληστεύεται από το Δημόσιο και αναγκάζεται να δώσει συντάξεις πείνης, δεν είναι δυνατόν να ζητείται από τους δικηγόρους να εγκαταλείψουν το επάγγελμα, για να περιορισθούν οι υποθέσεις των Δικαστηρίων!
Είναι ουτοπία να αναζητούνται τρόποι επισπεύσεως της απονομής του Δικαίου, όταν οι δικαστικοί λειτουργοί, ασκούντες λειτούργημα, που απαιτεί θυσία ζωής και αίματος, μισθοδοτούνται όπως οι κατώτεροι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ. Εάν θέλει η Πολιτεία, οι δικαστές να εργάζονται μέχρις αυταπαρνήσεως, οφείλει και να τους ανταμείβει, ώστε να μην αντιμετωπίζουν στοιχειώδη προβλήματα διαβιώσεως. Οι δικαστές πρέπει να αμείβονται όπως ορίζει το Σύνταγμα και να ελέγχονται. Σήμερα δεν γίνεται ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Αδαείς υπουργίσκοι τους θεωρούν και τους μεταχειρίζονται ως απλούς δημοσίους υπαλλήλους.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου