Είναι δυνατόν, στην μεταβιομηχανική εποχή, η χρεοκοπημένη ελληνική οικονομία να σωθεί από ανθρώπους που διέπονται από τις ιδεοληψίες ενός ξεπερασμένου παρελθόντος;
Διαβάζοντας άρθρα-αναλύσεις του Γιάννη Μαρίνου, του Κώστα Κόλμερ, του Κώστα Σοφούλη, του Γιώργου Κατσώνη, του Νικ. Νικολάου, του Κώστα Τσαλόγλου και του Σταύρου Παπαϊωάννου –όλα γραμμένα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, στην Καθημερινή, στο περιοδικό Επιλογή, στην Ελευθεροτυπία, στα Νέα και στην Εξπρές, την περίοδο 1975-1981– συνειδητοποίησα ότι η σημερινή χρεοκοπημένη Ελλάδα είναι μία χώρα με ακίνητη κοινωνία. Ως φαίνεται δε, αυτό θα είναι το σοβαρό πρόβλημα της χώρας για πολλές δεκαετίες ακόμα.
Στα παραπάνω επίκαιρα σήμερα άρθρα, το μόνο που αλλάζει είναι οι ημερομηνίες. Κατά τα λοιπά διατηρούν μία φρεσκάδα που υποδηλώνει ποιο μπορεί να είναι το δράμα των κοινωνιών που όχι μόνον αρνούνται να δουν την πραγματικότητα, αλλά και την μεταμφιέζουν ώστε να προσαρμοσθεί σε αυτά που θέλουν να βλέπουν. Ακόμα χειρότερα, αυτή η μεταμφίεση της πραγματικότητας κάνει άχρηστη την γνώση και αναιρεί την εμπειρία που κάθε σκεπτόμενο άτομο θα μπορούσε να αντλήσει από τα γεγονότα.
Αντιθέτως, στην χώρα μας τα τελευταία μυθοποιούνται, ώστε να γίνεται ευκολότερη η διαστρέβλωσή τους και άρα η προσαρμογή τους στην μεταμφιεσμένη πραγματικότητα. Έτσι, η απαραίτητη για την καλλιέργεια της ευφυΐας γνώση, παραποιείται, με απώτερο σκοπό την κυριαρχία της άγνοιας –φαινόμενο που κατά πολλούς κοινωνιολόγους ευνοεί τον συλλογικό παραλογισμό. Αυτός ο τελευταίος αποτελεί σήμερα σήμα κατατεθέν μιας ακίνητης κοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζει «εκβιαστές» αυτούς που την έσωσαν από βέβαιο πνιγμό και τής προσφέρουν σωσίβιο για να διατηρεί το κεφάλι της έξω από το νερό.
Και το ερώτημα είναι: Παρά την απίθανη μεταφορά πόρων που δέχθηκε η Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια, η οποία ισοδυναμεί με τρία ΑΕΠ της το λιγότερο, σήμερα η χώρα μπορεί να επιβιώσει σε έναν νέο παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας; Χωρίς γενναίες παραγωγικές επενδύσεις και ισχυρές διαρθρωτικές αλλαγές, μπορεί μία οικονομία μικροϊδιοκτητών και αναρίθμητων αυτοαπασχολούμενων να σταθεί στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον; Η απάντηση είναι θετική, αλλά υπό όρους.
Μέγιστο πρόβλημα της χώρας είναι η γραφειοκρατική της δομή και ό,τι αυτή συνεπάγεται σε διαφθορά, διαπλοκή και αποθάρρυνση της καινοτομίας. Πολιτικοί όπως οι Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Κώστας Σημίτης πίστεψαν ότι, με την είσοδο της χώρας μας στην ΕΟΚ, την συμμετοχή της στην ενιαία αγορά και στην ευρωζώνη και το άνοιγμά της στην διεθνή οικονομία, θα ασκούνταν τέτοιες πιέσεις στο εσωτερικό ώστε αυτομάτως θα γίνονταν και οι απαιτούμενες από τις εκάστοτε συνθήκες διαρθρωτικές αλλαγές. Δυστυχώς, έπεσαν έξω.
Παρά την υποτιθέμενη θεσμική προσαρμογή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, η Ελλάδα απέχει πολύ από το ζητούμενο αυτό. Από το 1980 και μετά, με την συμβολή του ΠΑΣΟΚ κατά κύριο λόγο, παρατηρήθηκαν έντονες αντιστάσεις απέναντι στον ευρωπαϊκό θεσμικό εκσυγχρονισμό, οι οποίες σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης συνιστούσαν μορφές αυτοάμυνας συγκεκριμένων συμφερόντων και συντεχνιακών κοινωνικών δομών –που στην πασοκική οκταετία ισχυροποιήθηκαν από τον πελατειακό προστατευτισμό ενός διανεμητικού κράτους με ισχυρές αρθρώσεις σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό.
Και στο επίπεδο αυτό, το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ ό,τι φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση και από αυτά που καταλαβαίνουν οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την διάγνωση του Παναγιώτη Γεννηματά στο βιβλίο του Ελλάς: Δύση ή Ανατολή (εκδ. Ροές), «οι αντιστάσεις αυτές, πέραν των γενετικών τους σχέσεων με συγκεκριμένες κρατικές λειτουργίες (προστατευτισμός-διαπλοκή-επιδοτήσεις), έχουν και αυτοτελή ιστορικά ριζώματα στο διαχρονικό πολιτισμικό υπόβαθρο της νεοελληνικής ιστορικής ζωής. Τα ριζώματα αυτά τρέφονται, βλασταίνουν και αναπαράγονται επάνω σε σύστοιχες πολιτισμικές υποδομές βαθύτερης ανατολικο-μεσογειακής γενεαλογίας. Οι πολιτισμικές αυτές υποδομές είναι ταυτόσημες με την ιστορική εθνογένεση και κοινωνιογένεση του μεταβυζαντινού νεοελληνισμού. Ακριβέστερα, ανοίγονται στην απώτερη βυζαντινοχριστιανική καταγωγή του νεοελληνικού κοινωνικού και ιδεολογικού μορφώματος (11ος – 15ος αιώνας). Είναι όντως εντυπωσιακό να διαπιστώνει κανείς πόσο ανθεκτικά το πνεύμα μιας τόσο μακροχρόνιας παράδοσης εξακολουθεί να ανθίσταται και να επιβιώνει». Και αυτή η παράδοση είναι που συνιστά δραματική τροχοπέδη για την ενσωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στον νεωτερικό κόσμο.
Όλοι οι ξένοι σημαντικοί οικονομολόγοι που ασχολούνται με την Ελλάδα επιμένουν στο έλλειμμα εξωστρέφειας της οικονομίας μας και στην δραματική της συρρίκνωση σε έρευνα και καινοτομία.
«Το ίδιο και οι Έλληνες οικονομολόγοι», γράφει ο κ. Αρ. Δοξιάδης, «στις διευθύνσεις μελετών των τραπεζών και στα ερευνητικά ιδρύματα. Οι επισημάνσεις τους περνάνε στα ψιλά του δημόσιου λόγου. Αντί γι αυτούς, το ενδιαφέρον μονοπωλούν οι απίθανοι πολιτευτές-οικονομολόγοι, που είτε ψάχνουν να βρουν σε ποιους εξωχώριους παραδείσους έχουν κρύψει τον θησαυρό οι τοκογλύφοι των αγορών, είτε επινοούν απίθανα σενάρια για να αναλάβουν την διατροφή μας οι Γερμανοί. Όμως, χωρίς κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον και δημόσιες πολιτικές που να στηρίζουν την ελεύθερη δημιουργία με εξωστρεφή χαρακτήρα, η χώρα θα παραμένει υπερχρεωμένη, παρασιτική και περιθωριοποιημένη μέχρι τελικής πτώσεως».
Οι σαραντάρηδες της σημερινής κυβέρνησης έχουν υπ’ όψιν τους αυτές τις πραγματικότητες; Ή μήπως είναι και αυτοί αιχμάλωτοι του παρελθόντος; Γέροντες, δηλαδή. Πολύ φοβούμεθα ότι αυτό συμβαίνει. Κατά συνέπεια, η έξοδός μας από τον νεωτερικό κόσμο στον οποίο δοκιμάσαμε να μπούμε είναι πλέον θέμα χρόνου…
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου