Όσο πιο κοντά προς το χείλος του γκρεμού πλησιάζει η Ελλάδα, τόσο περισσότερο γίνεται εμφανές, ότι η κυβέρνηση στερείται στρατηγικού πολιτικού σχεδιασμού, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την διεθνή πολιτική, στο εσωτερικό ο πολιτικός της λόγος έχει έντονο χρώμα λαϊκισμού και εθνικισμού και αντιφάσκει η προεκλογική της ρητορική με την μετεκλογική πραγματικότητα. Παρ’όλα αυτά συνεχίζει να «βαφτίζει το κρέας ψάρι», όπως είπε και ο Μανώλης Γλέζος. Τέλος πρέπει να επισημανθεί και η παιδαριώδης εκβιαστική λογική και πρακτική των μελών της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της προσπάθειας να προωθήσουν τις διεκδικήσεις της.
Η παράθεση ορισμένων δηλώσεων και πρακτικών υπουργών αποτυπώνουν το κυρίαρχο κλίμα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ενώ φανερώνουν την ωμή πραγματικότητα, εάν τις αναλύσει κάποιος ως προς την εσωτερική συνοχή του λόγου και την απόκλιση, που παρατηρείται στη διαδρομή του χρόνου από την ημέρα ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας μέχρι σήμερα.
Είναι γνωστές οι απόψεις, τις οποίες εξέφρασαν τρεις υπουργοί σε σχέση με την αποδοχή από τους Ευρωπαίους εταίρους των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης για τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πρέπει να πραγματοποιήσει στην τετράμηνη παράταση, που πήρε. Ο Υπουργός Οικονομικών σε συνέντευξη του στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera δήλωσε, ότι «αν οι Βρυξέλλες δεν δεχθούν το σχέδιο μας, μπορούμε να κάνουμε εκλογές ή δημοψήφισμα». Πίσω από αυτή την δήλωση μπορεί και ο πιο απλοϊκός παρατηρητής να αναγνώσει την φαντασίωση, ότι μπορεί να ασκηθεί με αυτό τον τρόπο πίεση στο Eurogroup. Δεν έφτανε όμως αυτή η δήλωση. Με λίγη δόση υπερβολής ίσως κρίθηκε, ότι πρέπει να διατυπωθούν πιο «σκληρές» πιθανότητες αντίδρασης της ελληνικής πλευράς. Έτσι ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, μετά το Κούγκι, εκτοξεύει την απειλή, ότι η Ελλάδα μπορεί να «αναστείλει το Δουβλίνο ΙΙ και παίρνουν οι μετανάστες τα χαρτιά τους και πάνε Βερολίνο». Και αυτή η δήλωση όμως πρέπει να κρίθηκε ανεπαρκής, διότι ο Υπουργός Εξωτερικών μιλώντας στη Ρίγα, πρωτεύουσα της Λετονίας, σε Γερμανούς δημοσιογράφους υποστήριζε, πως αν αφεθεί η Ελλάδα να καταρρεύσει, θα πλημμυρίσει η Ευρώπη από παράνομους μετανάστες και τζιχαντιστές.
Αυτό το εκρηκτικό κλίμα πυροδοτεί και ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Wolfgang Schäuble, ο οποίος σύμφωνα με δηλώσεις του είπε σε σχέση με τον Έλληνα ομόλογο του «το να είναι λοιπόν τόσο ανόητα αφελής σε θέματα επικοινωνίας, του είπα, ότι δεν θα το πίστευα. Αλλά ποτέ δεν σταματά κανείς να μαθαίνει»(Έθνος online, 10.03.2015). Φαίνεται, ότι ο ίδιος, ως μη αφελής, υπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες με αυτές τις προκλητικές δηλώσεις. Υποτίθεται, ότι αυτοί οι δύο υπουργοί θα συνεργασθούν για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν είναι όμως μόνο αυτά.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός σε ομιλία του στη Βουλή δρομολόγησε τις διαδικασίες για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων από την Γερμανία για τις καταστροφές, που υπέστη η χώρα από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Σε συγχορδία με τον Πρωθυπουργό ο αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας ανακοίνωσε, ότι το υπουργείο έχει στα χέρια του αρχειακό υλικό από το ημερολόγιο της γερμανικής Βέρμαχτ και των στρατευμάτων κατοχής της περιόδου 1941-44, το οποίο είναι 400.000 έγγραφα και προέρχεται από αμερικανικά αρχεία. Σε αυτά καταγράφονται παράνομες αρχαιολογικές ανασκαφές, εξορύξεις, αξιοποίηση και εκμετάλλευση πολύτιμων ορυκτών μετάλλων στην ελληνική επικράτεια, καταστροφές ιστορικών μνημείων, καταστροφές αεροδρομίων, λιμανιών, δρόμων, γεφυριών και σπιτιών. Αυτή την εικόνα «πολέμου» ολοκληρώνει και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος απειλεί με υλοποίηση απόφασης του Αρείου Πάγου και παραπέμπει σε κατασχέσεις γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στον ελλαδικό χώρο.
Ο παραλογισμός δεν έχει όρια. Η πολεμική ως μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων μεταξύ εταίρων, οι οποίοι φιλοδοξούν να οικοδομήσουν την Ενωμένη Ευρώπη, πραγματικά είναι ακατανόητη και οδηγεί στην έκρηξη του ευρωσκεπτικισμού και στην ευδοκίμηση αρνητικών στερεότυπων μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Εξάλλου αυτός ο παραλογισμός μπορεί να αποφέρει πολιτικό όφελος στο εσωτερικό, με την έννοια της δημιουργίας της εικόνας, ότι η κυβέρνηση διαπραγματεύεται σκληρά για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων, όμως στην πραγματικότητα βλάπτει ανεπανόρθωτα την προοπτική της χώρας και τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, ενώ εκμηδενίζει την αξιοπιστία της. Άμεσα γίνονται ορατές οι αρνητικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με το «Πολιτικό Βαρόμετρο» του τηλεοπτικού σταθμού ZDF το 52 % των Γερμανών είναι υπέρ της εξόδου της Ελλάδας απ΄την Ευρωζώνη („Mehrheit der Deutschen für Euro-Austritt Griechenlands“ , Zeit online, 13.03.2015).
Η ωμή πραγματικότητα ανιχνεύεται στις διεργασίες, οι οποίες ήδη άρχισαν και στοχεύουν στη συγκεκριμενοποίηση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών το επιβεβαίωσε σε δήλωση του στις 09.03.2015 (Βήμα online) λέγοντας, ότι «η έναρξη των διαπραγματεύσεων την Τετάρτη (11.03.2015) στις Βρυξέλλες εγγυάται την στήριξη της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.)». Βεβαίως ο υπουργός δεν κάνει αναφορά στην πολύ αργή λειτουργία της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία δείχνει και έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδιασμού σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις. Ίσως πιστεύει, ότι αυτό καλύπτεται με την αξιοποίηση των επικοινωνιακών δυνατοτήτων της κοινωνίας του θεάματος.
Γι’αυτό και ο επικεφαλής του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem την ίδια μέρα δηλώνει «Αυτό που ξέρω είναι, ότι μπορούμε να εκταμιεύσουμε περαιτέρω δάνεια από τα ευρωπαϊκά ταμεία, μόνο εφ’όσον υπάρχει συνολική συμφωνία επί του συνολικού πακέτου και αρχίσουν να εφαρμόζουν τις μεταρρυθμίσεις. Και μέχρι στιγμής έχουν περάσει δύο εβδομάδες και τίποτε από τα δύο δεν έχει συμβεί»(΄Εθνος online 09.03.2015).
Σύμφωνα δε με δημοσίευμα στο Spiegel online (09.03.2015) ο Dijsselbloem φέρεται να είπε «πέρασαν δύο εβδομάδες με συζητήσεις, ποιός θα συναντήσει ποιόν, με τι θεματολόγιο. Ήταν απλά χάσιμο χρόνου. Πρέπει να το πω καθαρά». Φαίνεται, ότι ο πολιτικός χρόνος την Ελλάδα πορεύεται πολύ πιο αργά από την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται η δήλωση του Υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Michel Sapin, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg (10.03.2015), ο οποίος είπε στις Βρυξέλλες σε σχέση με την ελληνική πλευρά, ότι «έρχεται η ώρα, που αυτό που χρειάζεται, δεν είναι δηλώσεις προθέσεων ή σλόγκαν, αλλά αριθμούς και αξιόπιστα στοιχεία».
Είναι εμφανής η μεγάλη απόκλιση της πραγματικότητας από την κυβερνητική ρητορική, η οποία στοχεύει στη διατήρηση και ενίσχυση της πολιτικής επιρροής στην κοινωνία, ενώ έχει εθνικιστικά και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Το όποιο πολιτικό όφελος όμως έχει η κυβέρνηση από αυτή την προεκλογικού χαρακτήρα επικοινωνιακή τακτική, δεν θα κρατήσει και πολύ. Μπορεί τώρα τη θέση των άλλων κομμάτων να παίρνουν οι εταίροι και ιδιαιτέρως η Γερμανία, οι οποίοι ενσαρκώνουν αυτούς που βλάπτουν την Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν θα διαρκέσει πολύ, διότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα είτε προς την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων είτε να αναλάβει τις ευθύνες της όποιας άλλης πορείας επιλεγεί. Και στις δύο περιπτώσεις θα υποστεί τις επιπτώσεις των επιλογών της. Με ιδεοληψίες ή με απόκρυψη των πραγματικών διαστάσεων και των εσωτερικών ευθυνών της κυβερνητικής τακτικής για την κρίση δεν θα διατηρήσει την κυβερνητική εξουσία για πολύ καιρό. Ο χρόνος πλέον κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Αυτό επεσήμαναν και ο Michel Sapin και ο Jeroen Dijsselbloem στις δηλώσεις, που προαναφέρθηκαν.
Το θέμα είναι όμως, ότι η κυβερνητική φθορά θα συνοδευθεί με ακόμη μεγαλύτερη αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική. Θα μειωθεί ακόμη περισσότερο ο βαθμός νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος στην κοινωνία. Και αυτό δεν προοιωνίζεται θετικές για τη χώρα εξελίξεις. Με λογική «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» δεν πάει κανείς πολύ μακριά.
Βεβαίως η διαμόρφωση αρνητικού κλίματος δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό. Η στάση της κυβέρνησης με τις συνεχείς απειλές προς τους εταίρους (η Ευρώπη θα πλημμυρίσει με μετανάστες και τζιχαντιστές, κατασχέσεις στο εσωτερικό κ.λ.π.) από το ένα μέρος και η λογική της καθυστέρησης σε σχέση με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από το άλλο, έχουν αρχίσει να κουράζουν τους εταίρους και να εξαντλούν την υπομονή τους. Αυτό φαίνεται και στις διάφορες δηλώσεις τους.
Η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη για τη χώρα και απαιτεί μια πολιτική ηγεσία, η οποία έχει και στρατηγική και μακροπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό, ο οποίος θα μετασχηματίσει την κοινωνική πραγματικότητα και θα της προσδώσει βιωσιμότητα και προοπτική. Βασικό εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου πρέπει να είναι μια αναπτυξιακή πολιτική, η οποία δεν θα αναπαράγει τα λάθη του παρελθόντος τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την μονόπλευρη λιτότητα.
Από τα μέχρι τώρα δεδομένα στρατηγικό σχεδιασμό δεν φαίνεται να έχει τόσο η κυβερνητική πλευρά όσο και η αντιπολίτευση. Δυστυχώς δε δεν είναι μόνο αυτό. Πολύ πιο λειτουργικό για τον τόπο θα ήταν να υπήρχε εθνική στρατηγική στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης, την οποία θα εξέφραζε το σύνολο των κομμάτων. Αυτό προϋποθέτει όμως, ότι μπορούν να διαλέγονται και να συναινούν. Προς το παρόν αυτό αποτελεί φαντασίωση. Η πραγματικότητα είναι οδυνηρή σε πολιτικό επίπεδο. Γι’αυτό είμαστε στο χείλος του γκρεμού.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο κρίσιμη, διότι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει μια στρατηγική παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, η οποία θα αντιμετωπίζει ακόμη και την περίπτωση «του ατυχήματος». Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών ( Deutsches Institut für Wirtschaftsforschung) Marcel Fratzscher επισημαίνει με έμφαση την ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό άμεσα. Η ευθύνη σε σχέση με αυτό δεν είναι μόνο ελληνική αλλά και ευρωπαϊκή. Εάν δεν αποφευχθεί το «ατύχημα», τότε η πολύ σωστή παρατήρηση του Wolfgang Schäuble,ότι «οι πολιτικές ελίτ στην Ελλάδα απέτυχαν παταγωδώς στο παρελθόν», θα ισχύει γενικότερα σε σχέση με το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου