Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Ε Χ Θ Ρ Ο Ι

Ο υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ--ΑΝΕΛ, Πάνος Καμμένος.
Γνώριμη η ρητορική του, ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας είναι εχθροί της Ελλάδας.
Το όχι συνιστά κήρυξη πολέμου προς την υπόλοιπη Ευρώπη, το όχι δηλώνει σαφώς ότι ο Χώρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης δεν μας είναι οικείος αλλά άξενος και εχθρικός. Ακόμα κι αν ο πόλεμος αυτός δεν συνεπάγεται χρήση πολεμικών μέσων και παραμένει συμβολικός, δεν παύει ως τέτοιος να συνιστά πράξη πολιτικής παραφροσύνης που άλλα κράτη μπορεί να επιχείρησαν στην Ευρώπη τους περασμένους αιώνες, η Ελλάδα όμως ποτέ. Το όχι επομένως όχι μόνο δεν είναι αντάξιο των παραδόσεών μας, αλλά, κρατώντας το γράμμα, προδίδει το πνεύμα τους.

«Έχουμε πόλεμο. Όποιος δεν αντέχει φεύγει», ανέκραξε προχθές ο κ. Καμμένος, αιτιολογώντας έτσι τη διαγραφή του λιπόψυχου και ρίψασπι βουλευτή του. Δυό μέρες πριν, η κα Κωνσταντοπούλου, σε ένα εμπρηστικό τηλεοπτικό δρώμενο με τη Σία Κοσιώνη στο Σκάι, δίκαζε λεκτικά τη δημοσιογράφο και το κανάλι αναγορεύοντάς τους σε φερέφωνα των ευρωπαίων δανειστών, κάτι σαν πράκτορες του εχθρού δηλαδή. Αλλά και η ίδια η κυβέρνηση, ταυτόχρονα με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ομόφωνα και με τον πιο επίσημο τρόπο αιτιολόγησε την «ορθή» απάντηση θυμίζοντας ότι οι Έλληνες σε όλες τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας μας είπαμε πάντα το μεγάλο όχι, ότι αυτά τα όχι είναι που σφράγισαν την ιστορία μας και διασφάλισαν την ύπαρξή μας μέχρι σήμερα. Ότι αυτό που πρέπει και τώρα να κάνουμε είναι να φανούμε αντάξιοι των προγόνων και της ιστορίας μας, αντάξιοι των παραδόσεων του όχι.

Αξίζει νομίζω να σταθούμε στην παραπάνω αυθεντική αιτιολόγηση του περιεχομένου του δημοψηφίσματος και της ορθής απάντησης, άσχετα αν κάθε δημοψήφισμα έχει πάντα πολλαπλά περιεχόμενα και ο ψηφοφόρος τοποθετείται τελικώς ανάλογα με το διακύβευμα που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του. Αξίζει όχι μόνο γιατί είναι η κυβέρνηση που μας υπέβαλε το ερώτημα, αλλά και γιατί είναι αυτή που, σύμφωνα με το πνεύμα της, θα κληθεί να διαχειριστεί την απάντηση, ιδίως αν αυτή είναι το όχι.

Οι Έλληνες, όπως βέβαια και οι άλλοι λαοί, έχουν όντως πει και ρητά και έμπρακτα πολλά και μερικές φορές μεγάλα όχι. Όλα αυτά τα όχι όμως έχουν έναν και μόνο έναν κοινό παρονομαστή: τα έχουμε πάντα απευθύνει προς εισβολείς, προς επιδρομείς, γενικότερα προς εχθρούς, ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος. Επικαλούμενη όλα αυτά τα όχι, η κυβέρνηση μας φανερώνει ότι αυτό που μας καλεί και σήμερα να κάνουμε είναι να πούμε άλλο ένα όχι προς εχθρούς, στην προκειμένη περίπτωση προς τους ευρωπαίους εχθρούς. Αυτή η πολεμική αντίληψη, αυτή η σύγκρουση Ελλάδας και Ευρώπης, είναι το στέρεο και συνεκτικό υπόβαθρο της διχαστικής σκέψης αυτών που μας υποβάλλουν στη δοκιμασία του δημοψηφίσματος. Και βέβαια οι Ευρωπαίοι κατανοούν απόλυτα το υπόβαθρο αυτό, γι' αυτό και ερμηνεύουν το διακύβευμα ως ναι ή όχι στην Ευρώπη, ή απλούστερα: μαζί μας ή εναντίον μας.

Αυτή η εχθρική στάση απέναντι στην υπαρκτή, τη «νεοφιλελεύθερη Ευρώπη», δεν είναι κάτι καινούργιο. Συνέχει το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και πολλά χρόνια και ενώνει διαφορετικές μεταξύ τους αντιλήψεις όπως π.χ. των αμφίθυμων οπαδών μιας «άλλης» Ευρώπης αλλά και των οπαδών του σοσιαλιστικού απομονωτισμού. Καθόρισε την κατ' αυτούς αγανάκτηση πριν γίνουν κυβέρνηση, αλλά και το συγκρουσιακό και εκβιαστικό τρόπο που «διαπραγματεύτηκαν» χωρίς αποτέλεσμα επί πέντε μήνες αφού έγιναν κυβέρνηση. Καθόρισε το ύφος και πρωτίστως το ήθος της διαπραγμάτευσης, η έλλειψη του οποίου συνετέλεσε αποφασιστικά στο να βρίσκεται συνεχώς η Ελλάδα απομονωμένη με ψήφους δεκαοκτώ προς ένα σε όλες τις συνεδριάσεις. Τώρα, ακολουθώντας μέχρις έσχατης συνέπειας τον ίδιο δρόμο, μας λένε ότι επιθυμούν, μετά τον επανεξοπλισμό τους με το φρέσκο υπερόπλο του “όχι”, να κορυφώσουν τη σύγκρουση/διαπραγμάτευση με βάση την ίδια αδιέξοδη λογική. Αδιέξοδη γιατί διακρίνεται από μια θεμελιώδη αντίφαση. Προάγοντας διαρκώς τη σύγκρουση καμώνεται πως επιδιώκει τη συμφωνία, η οποία όλο και υπονομεύεται όσο η σύγκρουση οξύνεται.

Το όχι λοιπόν συνιστά κήρυξη πολέμου προς την υπόλοιπη Ευρώπη, το όχι δηλώνει σαφώς ότι ο Χώρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης δεν μας είναι οικείος αλλά άξενος και εχθρικός. Ακόμα κι αν ο πόλεμος αυτός δεν συνεπάγεται χρήση πολεμικών μέσων και παραμένει συμβολικός, δεν παύει ως τέτοιος να συνιστά πράξη πολιτικής παραφροσύνης που άλλα κράτη μπορεί να επιχείρησαν στην Ευρώπη τους περασμένους αιώνες, η Ελλάδα όμως ποτέ. Το όχι επομένως όχι μόνο δεν είναι αντάξιο των παραδόσεών μας, αλλά, κρατώντας το γράμμα, προδίδει το πνεύμα τους.

Από χθες βέβαια οι “κυβερνώντες”, έντρομοι μπροστά στις συνέπειες της παραφροσύνης τους, υπέστειλαν τα λάβαρα του πολέμου και μας καλούν να μην τους πάρουμε στα σοβαρά. Ψηφίστε “όχι” μας λένε και σε μια μέρα θα έχουμε συμφωνήσει. Ψηφίστε δηλαδή να μη συμφωνήσουμε και μεις την άλλη μέρα θα το προδώσουμε και θα συμφωνήσουμε: θα κάνουμε χρήση του όχι ως ναι. Αλλ' επειδή οι λέξεις εξακολουθούν, σε πείσμα της κάθε εξουσίας και του γατζώματος σ' αυτήν, να διατηρούν τη σημασία τους και να δεσμεύουν, το όχι δεσμεύει απόλυτα την κυβέρνηση σε μια τροχιά πολέμου και είναι υπερόπλο μόνο στα χέρια αυτών που επιδιώκουν το διαχωρισμό Ελλάδας και Ευρώπης. Και έτσι θα χρησιμοποιηθεί από αυτούς - ας μην έχουμε καμία αμφιβολία.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου