Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Πώς να προκόψει ο τόπος μ’ αυτούς που μας κυβερνούν;

Γράφει ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη και τις εκδηλώσεις που έγιναν προς τιμή του, ανέσυρα από το αρχείο μου μια συνέντευξή του που είχε δώσει σε Έλληνα δημοσιογράφο, με περιεχόμενο πολιτικό.
«Όλα τα κακά που θα μπορούσα να καταγγείλω στον τόπο μας –είχε πει τότε ο Ελύτης– όπως είναι η έλλειψη ουσιαστικής αποκέντρωσης και... αυτοδιοίκησης, η έλλειψη προγραμματισμού για την πλουτοπαραγωγική ανάπτυξη της χώρας μας και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η εξωτερική μας πολιτική, όλα αυτά είναι ζήτημα βαθύτερης ελληνικής παιδείας και ουσιαστικής καλλιέργειας. Από την άποψη αυτή η πολιτική ηγεσία του τόπου μας βρίσκεται σε άγρια μεσάνυχτα, περνάει μια μακροχρόνια και ζοφερή νύχτα».
«Άγρια μεσάνυχτα», «μακροχρόνια και ζοφερή νύχτα», σε θέματα «βαθύτερης ελληνικής παιδείας και ουσιαστικής καλλιέργειας»! Και αυτά τα γνωρίσματα δεν αποδίδονται από το νομπελίστα ποιητή μας σε απλούς πολίτες, αλλά «στην πολιτική ηγεσία του τόπου»!
Αυτοί οι αφορισμοί ενεργοποίησαν αυθόρμητα τους γνωστούς απ’ την ψυχολογία νόμους του συνειρμού –και μάλιστα τον πρώτο νόμο της ομοιότητας– και έφεραν στη μνήμη μου τρία περιστατικά απ’ το παρελθόν που μου είχαν κάνει εντύπωση και αποτυπώθηκαν ζωηρά στη μνήμη μου. Τα παραθέτω, κατά χρονολογική σειρά, και πιστεύω πως, κάτω από τις σημερινές τραγικές συνθήκες που περνάει ο τόπος μας, εξαιτίας μιας απαίδευτης, ακαλλιέργητης και ανερμάτιστης πολιτικής ηγεσίας, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ήταν, θυμάμαι, το έτος 1977, όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι του γνωστού συγγραφέα και εκπαιδευτικού Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Ερήμην των Ελλήνων» και υπότιτλο «κείμενα οργής και ανησυχίας». Τα κείμενα αυτά είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελευθερία» τους πρώτους μήνες του 1967, δηλαδή λίγο πριν από τη δικτατορία. Γεμάτος, λοιπόν, οργή για τα τότε συμβαίνοντα, αλλά και γεμάτος ανησυχία για το μέλλον του τόπου μας, ο συγγραφέας κατέληγε:
«Ας είμαστε ειλικρινείς: Ανάμεσα στη νεοελληνική πολιτική ηγεσία υπάρχουν πολυάριθμα απορρίμματα των επιστημών και των άλλων επιδόσεων. Πώς να προκόψει ο τόπος με τ’ απορρίμματα; Και πώς να μην έχει αναλάβει μόνη της πια η Ελλάδα την επιβίωσή της, ερήμην των Ελλήνων»;
Δύο χρόνια αργότερα –στα 1979– βρέθηκα για λίγες μέρες στην Τυνησία. Στο σαλόνι του ξενοδοχείου, όπου μέναμε, διάβαζα την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» που είχα πάρει από την Ελλάδα. Απέναντί μου καθόταν ένας ευγενέστατος κύριος που με παρακάλεσε, σε σπαστά ελληνικά, να ρίξει μια ματιά στην εφημερίδα. Όταν τελείωσε, αρχίσαμε τη συζήτηση, αφού μου εξήγησε ότι ήταν Κωνσταντινουπολίτης εκ πατρός μωαμεθανού και εκ μητρός χριστιανής. Όταν τον ρώτησα πού οφείλονται οι διαφορές ανάμεσα στους δυο λαούς –τους Έλληνες και τους Τούρκους– που μας οδηγούν σε ξέφρενους εξοπλισμούς και μας φέρνουν συχνά στα πρόθυρα του πολέμου, μου απάντησε:
«Η βασική διαφορά είναι τούτη: Εσείς είστε δέκα εκατομμύρια έξυπνοι άνθρωποι και σας κυβερνάν δέκα μπουνταλάδες, εμείς είμαστε σαράντα εκατομμύρια μπουνταλάδες και μας κυβερνάν σαράντα έξυπνοι άνθρωποι».
Εννιά χρόνια αργότερα, στα 1988, είχαμε επισκεφθεί, μαζί με τον αρχιμανδρίτη Χερουβείμ –κατά κόσμον Γιάννη Μυλωνά– τον Παττακό στο κελί του, στα πλαίσια της έρευνας που έκανα τότε για την υπόθεση Πρίντζου. Είχε διατελέσει μέλος του Στρατοδικείου που είχε εκδικάσει την υπόθεση αυτή και ήθελα να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα γύρω από την πολύκροτη αυτή δίκη που είχε συγκλονίσει την πόλη μας, κατά τα δίσεχτα εκείνα χρόνια του εμφύλιου. Μείναμε μαζί του τέσσερις ολόκληρες ώρες. Η συζήτηση μαζί του ήταν ενδιαφέρουσα για το θέμα μας και, οφείλω να ομολογήσω, απολαυστική. Φεύγοντας ο αρχιμανδρίτης Χερουβείμ πρόσθεσε:
«Αφού αυτοί οι άνθρωποι έμειναν εφτά χρόνια στην εξουσία και κυβέρνησαν την Ελλάδα, όποιος και να την κυβερνήσει από τώρα και στο εξής δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε και, ασφαλώς, είμαστε άξιοι της τύχης μας».
Τρία περιστατικά αρκούντως, πιστεύω κατατοπιστικά που σημαδεύουν την πολιτική ζωή του τόπου μας και επιβεβαιώνουν τις σκέψεις του Ελύτη για την πολιτική ηγεσία της χώρας μας. Αυτή, δυστυχώς, είναι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, που όμως δεν αναιρούν τον κανόνα, η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Πέρασαν, από το 1988, αρκετά χρόνια. Από τότε εμφανίστηκαν στο πολιτικό προσκήνιο ο Κώστας Σημίτης –ο μικρός– ο Κωστάκης, ο Γιωργάκης, η Ντόρα, ο Αντωνάκης, -παρ’ ολίγον και ο Άκης– και μαζί μ’ αυτούς όλος εκείνος ο θίασος από υπουργούς και υφυπουργούς, πολλοί από τους οποίους –υπό διαφορετικές συνθήκες, κατά τον συμπαθέστατο Κατσιφάρα, θα ήταν άγνωστοι και στο θυρωρό της πολυκατοικίας τους». Έχω αρκετές και τραυματικές εμπειρίες από αυτά τα θλιβερά πολιτικά υποκείμενα –τύπου Δρυ και Φωτιάδη– που εξευτέλισαν την πολιτική ζωή του τόπου και εξαχρείωσαν τους θεσμούς.
Τέτοιοι άνθρωποι μόλυναν μέχρι σήμερα –και δεν ξέρω πόσο θα μολύνουν ακόμα– την πολιτική μας ζωή και μας έφεραν στα σημερινά χάλια. «Απορρίμματα» τα αποκαλεί στο βιβλίο του ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «μπουνταλάδες» τους αποκάλεσε ο Κωνσταντινουπολίτης συνομιλητής μου, ανθρώπους που «βρίσκονται σε άγρια μεσάνυχτα και περνάνε μια μακροχρόνια και ζοφερή νύχτα» σε θέματα «βαθύτερης ελληνικής παιδείας και ουσιαστικής καλλιέργειας» τους θεωρεί ο Ελύτης.
Αυτή είναι, δυστυχώς, η οικτρή ελληνική πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα διεκτραγωδεί, από το 1974, στο βιβλίο του «Ο νόμος και η αρετή» ο Ευάγγελος Παπανούτσος, με τούτες τις ενδιαφέρουσες σκέψεις:
«Η πολιτική όπως ασκείται στον τόπο μας απέχει πολύ από την Ηθική. Αυτό όμως είναι το προσωπείο της πολιτικής, όχι το αληθινό πρόσωπό της. Προσωπείο του πολιτικού είναι ο άνθρωπος ο διψασμένος για δύναμη, ή εκείνος που προωθεί τα συμφέροντα τα δικά του και των συντρόφων του. Ο γνήσιος πολιτικός όμως, ο νομοθέτης και ο ηγέτης, και όταν νομοθετούν, και όταν διοικούν και κυβερνούν, παιδαγωγούν».
Και καταλήγει:
«Όπως έχουν τα πράγματα, δεν έχουμε πολιτικούς παιδαγωγούς».
Να τους περιμένουμε;
Αυτό, θα μας πει ο Ελύτης, είναι «ζήτημα βαθύτερης ελληνικής παιδείας και ουσιαστικής καλλιέργειας». Και το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνο την πολιτική ηγεσία του τόπου· αφορά, εξίσου, και όλους εμάς τους πολίτες. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι πολιτικοί μας ηγέτες δικά μας ομοιώματα είναι. Εμείς τους εκλέγουμε, εμείς τους ανεχόμαστε και τους επανεκλέγουμε. Καθένας από αυτούς μπορεί, κάθε τόσο, να μας υπενθυμίζει τους στίχους της Γαλάτειας Καζαντζάκη:
«Σπασμένου καραβιού σάπιο σανίδι, ολ’ η ζωή μου είναι του χαμού· κι από το βάθος του κατατρεγμού κράζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».
Κάτι παρόμοιο μας είπε και ο Πάγκαλος: «Όλοι μαζί τα φάγαμε».

1 comments:

  1. είχε πει τότε ο Ελύτης ..."– όπως είναι η έλλειψη ουσιαστικής αποκέντρωσης και... αυτοδιοίκησης,.."
    Αν όμως ζούσε σήμερα θα έβλεπε ότι
    και αποκέντρωση πετύχαμε
    και αυτοδιοίκηση
    Μα με τον...Καλλικράτη.!! βέβαια
    ---. Δήθεν αποκέντρωση
    Με μετάθεση του κέντρου , από Αθηνών στην έδρα της κάθε ευρύτερης Περιφέρειας από όπου ρυθμίζονται τα της ευρύτερης περιφέρειας ένας ( η μία αδιάφορο ) διορισμένος τοποτηρητής της κυβέρνησης- των Αθηνών- του κέντρου,!!!
    ---Με πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης τους μεγάλους Δήμους που έφτιαξε ο Καλλικράτης Δήμους Κέντρα ( αντί- αποκέντρωση δηλαδή ) που απορρόφησαν και εξαφάνισαν της Κοινότητες θεσμό αιώνων ουσιαστικής αυτοδιοίκησης
    ---Δημιουργία υπεραρχόντων [ Δημάρχων-Περιφερειαρχών κλπ ]- με εξουσίες Φαιουδαρχών, Πασάδων-Μπέϊδων
    ----Εκείνος τουλάχιστον έφυγε νωρίς

    ΑπάντησηΔιαγραφή