Γράφει ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΑΤΖΙΟΣ
Ο ελληνικός λόγος, όπως εξελίχθηκε, διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε από τους προσωκρατικούς έως το λυκόφως του αρχαίου κόσμου, προσέγγισε τέτοια επίπεδα ενάργειας (καθαρότητας), πληρότητας και βάθους ώστε έφθασε στο σημείο να αμφισβητεί την ίδια τη σκοπιμότητα της ύπαρξής του. Μόνο πνευματικά συστήματα που έχουν εξακοντίσει τα ανθρώπινα δεδομένα στα απώτατα άκρα της τελειότητας μπορούν να διαθέτουν τέτοια ισχύ. Η ελληνική σκέψη, σε όλα όσα πραγματεύτηκε,.. έθετε στην κάμινο της κρίσης της ακόμα και την ίδια τη σκέψη, τη γραφή!
Ο Σωκράτης, που η φήμη του ξαπλώθηκε σταπέρατα του χρόνου και του χώρου μέσω των κειμένων του Πλάτωνα, στον διάλογο «Φαίδρος» (275, d4-l4) έπεμψε μήνυμα στην ανθρωπότητα να μιλάει, να επικοινωνεί, να είναι παρούσα όταν υπερασπίζεται ιδέες. Το κείμενο, για τον Σωκράτη είναι ένας ζωγραφικός πίνακας που δείχνει εσαεί την ίδια εικόνα και δεν αλλοιώνεται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος ούτε στο βάθος του χρόνου. Είναι μεν τέχνη αλλά σταθερή στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό δεν εξυπηρετεί την αέναο ροή της πραγματικότητας και των αδιάκοπων μεταβολών που φέρνει ο χρόνος. Αυτό το σπάραγμα της σωκρατικής σκέψης δείχνει γιατί έχει ηττηθεί οριστικά και αμετάβλητα το πολιτικό σύστημα που οδήγησε στην απαξία την πιο ιερή ιδέα όλων, τη λέξη «Ελλάς».
Το πρώτο πιστοποιητικό θανάτου του ελληνόφωνου συστήματος του καιροσκοπισμού και της ξενοκρατίας ήταν δύο λέξεις: «ξύλινος λόγος». Η διαπίστωση των πολιτών ότι οι εκπρόσωποί τους, κυρίως της κεντροαριστεράς πτέρυγος, έχουν έτοιμες φούσκες για πάσαν νόσον και πάσαν ερώτηση, ήταν η πιο οδυνηρή από όσο νόμιζαν οι ομιλούσες τηλεοπτικές κεφαλές των κεντρικών δελτίων. Η πρώτη μεγάλη πέτρα που έπεσε στη βιτρίνα του ελληνικού προβλήματος ήταν οι δύο λεξούλες που προαναφέραμε: «ξύλινος λόγος». Η πολιτική ηγεσία, επειδή δικαίως δεν είχε εμπιστοσύνη στις ουτιδανές (μηδενικές, τιποτένιες) δυνατότητές της, δεν εμπιστεύεται το πηδάλιο του νου της στην αυθόρμητη σκέψη. Είτε επειδή οι δόλιοι ουδέποτε είναι αυθόρμητοι, όταν απευθύνονται στους πολλούς, είτε διότι δεν διαθέτουν δική τους, πρωτότυπη και αυθεντική σκέψη. Εξ ου και η επικράτηση των χιλιοφορεμένων κλισέ της ανίας.
Έτσι εξηγείται η απουσία του ενδιαφέροντος της κοινωνίας για τις πολιτικές ομιλίες και ελάχιστοι είναι αυτοί που θυσιάζουν μερικές ώρες από την ζωή τους για να συνωστιστούν σε μια αίθουσα όπου κάποιος θα αναγνώσει κείμενο που έγραψαν άλλοι για λογαριασμό του. Είναι πανθομολογούμενο γεγονός, αλλά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δεν δείχνουν να το αντιλαμβάνονται. Το να είσαι επικεφαλής πολιτικού κόμματος και δη ανεπάγγελτος και να διαβάζεις τον λόγο σου από μερικές ελαφρά τσαλακωμένες σελίδες είναι αξιοθρήνητο. Το κοινό ενδεχομένως να σου χαρίσει απλόχερα χειροκροτήματα που θα είναι τόσο αληθινά όσο τα κούφια λόγια τα οποία εκτόξευσες, ξεψυχισμένα.
Στο Δημοκρατικό Πολίτευμά μας σήμερα η αξιοκρατία είναι είδος εν ανεπαρκεία, πλεονάζει η μετριότητα που τροφοδοτείται από το Συνδικαλιστικό Κίνημα (γέννημα και θρέμμα του Σοσιαλισμού), χωρίς να απουσιάζουν και οι περιπτώσεις της καταφανούς ...μικρόνοιας. Για να ασχοληθείς σήμερα με την πολιτική δεν απαιτούνται προσόντα ευφυΐας, γνώσεων, ήθους, εργατικότητας, συνέπειας, ειλικρίνειας και ανιδιοτέλειας ώστε να θέτεις το ατομικό συμφέρον σου κάτω από το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Αντίθετα απαιτούνται ικανότητες δημαγωγού, λαϊκιστού, αριβίστα και χαμαιλέοντος.
Τώρα που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας. Οι γονείς μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες και επιχειρηματίες, είτε αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι. Ζούσαν λιτά και απέριττα, απεχθάνονταν τα δάνεια και τα δανεικά και προγραμμάτιζαν τη ζωή τους χωρίς σπατάλες. Έχοντας εμπειρίες πολέμων και οικονομικών καταστροφών, αντιμετώπιζαν το μέλλον με συστολή και συγκρατημένη απαισιοδοξία. Ήταν, με άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι, πιστοί στο τρίπτυχο Πατρίδα – Θρησκεία – Οικογένεια.
Αυτός ο συντηρητισμός είχε καλλιεργήσει στα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια, η αλληλεγγύη και δη προς τον πάσχοντα. Ιδιαίτερα, η ελληνική εκπαίδευση ήταν γεμάτη από τέτοιες αξίες, που σήμερα τις θεωρούμε παλιομοδίτικες και συχνά αντιδρούμε και γελάμε όταν σκεφτόμαστε πως τα παλιά βιβλία του δημοτικού είχαν σαν πρότυπα καριέρας τον τσαγκάρη, τον ξυλουργό, τον αγρότη, τον ράφτη, τον καστανά. Ταπεινά επαγγέλματα και κόσμοι που αποτύπωναν τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού.
Αναμφίβολα οι παραπάνω αξίες συχνά εχλευάζοντο κυρίως από τις αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές δυνάμεις. Ο σεβασμός στους κανόνες γινόταν άκριτη πειθαρχία, η αποδοχή των ιεραρχιών, υποτέλεια στους ισχυρούς, το μεγάλωμα του μωρού όχι με γάλα της μάνας αλλά με γάλα «Νουνού» - στα χέρια μιας οποιασδήποτε τροφού – βαπτίστηκε απελευθέρωση της γυναίκας από τα «δεσμά» της. Η ηθική μετατρεπόταν σε υποκρισία, η αποταμίευση σε μιζέρια, οι οικογενειακοί δεσμοί καταντούσαν νεποτισμός (οικογενειοκρατία), η αγάπη προς την πατρίδα εθνικισμός, η αίσθηση του να έχει κανείς ρίζες επαρχιωτισμός και η ασυδοσία του συνδικαλιστικού Κινήματος προοδευτισμός. Μας αρέσει ή όχι πάντως, αυτός ο συντηρητικός κόσμος άφησε το στίγμα του στη χώρα. Συγκρότησε έναν συνεκτικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς που κοινωνικοποίησε γενιές ολόκληρες προς συγκεκριμένα πρότυπα ζωής.
Η δεκαετία του 1970, ευθύς μετά την Μεταπολίτευση, παρέσυρε, πολύ σύντομα, τον συντηρητισμό και κυρίως τις αξίες του, προς ουτιδανές θέσεις. Μια νέα γενιά ανθρώπων, γεννημένη μετά το 1950, που δεν βίωσε πόλεμο, αναζητούσε να ξεφύγει από το περιοριστικό πλαίσιο της προηγουμενης περιόδου, διψούσε για νέες εμπειρίες και γρήγορη κοινωνική άνοδο. Αυτή η γενιά, χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, οικοδόμησε το δικό της «αξιακό» σύστημα, που επεβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της Μεταπολίτευσης, με τις τραγικές συνέπειες που ζούμε σήμερα.
Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχθηκε και το μωρό. Σύντομα τη θέση της αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός. Τη θέση πως ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα για πλούσια ζωή και πολυτελή διαβίωση, λησμονώντας την αρχαία ρήση των προγόνων μας: «Τ’ αγαθά κόποις κτώνται». Χάρη στα νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε να οδηγεί στον γρήγορο πλουτισμό. Το ελληνικό κράτος αποκοιμήθηκε από νεόπλουτες φιλοδοξίες. Έτσι άνθισαν «αεριτζίδικα» επαγγέλματα, ξεφύτρωσε η μανία του Χρηματιστηρίου, του καζίνου και πολλοί οδηγήθηκαν στη διαφθορά και τη λεηλασία δημοσίων πόρων με την απλή και φθηνή αιτιολογία πως «μόνο με το μισθό δεν βγαίνεις». Μέσα σ’ όλα αυτά η αφοσίωση στην ιεραρχία αντικαταστάθηκε από την αντίληψη πως η αναίδεια, η αγένεια και ο φεμινισμός απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη για την αξία της τήρησης των νόμων κλονίστηκε από την αίσθηση της ατιμωρησίας και την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν σαφή όρια πέραν από αυτά που ορίζει το εγώ και η ισχύς του καθενός εξ ου και το σλόγκαν των Αριστερών και Σοσιαλιστών: «το δίκαιο του εργάτου υπέρτατος νόμος»...
Δυστυχώς ο παλαιομοδίτικος συντηρητισμός δεν έδωσε τη θέση του σ’ ένα προοδευτικό φιλελευθερισμό που, διατηρώντας τις αξίες, όπως ο σεβασμός στο νόμο και την επιχειρηματικότητα, θα έφερνε μαζί του την αξιοκρατία, την ατομική ευθύνη, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό και την ανεκτικότητα. Αυτό που επεκράτησε στη μεταπολίτευση, συνιστά ένα ιδεολογικό υβρίδιο που μπορεί να αποκληθεί «καταναλωτικός σοσιαλ-λαϊκισμός». Πρόκειται για ένα ιδεολογικό αμάγαλμα που προέκυψε από τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου και τις καταναλωτικές προσδοκίες της μεταπολιτευτικής γενιάς σε συνδυασμό με την υιοθέτηση σοσιαλιστικών ιδεολογικών προσταγμάτων. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την ιδεολογία των εξεγερμένων μικροαστών: «Τα ήθελαν, όλα εδώ και τώρα» και δη με την ήσσονα προσπάθεια. Στην παραγωγή αυτού του κράματος συνετέλεσε τα μέγιστα η έλευση στην εξουσια του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού με την αμέριστη βοήθεια και της Αριστεράς.
Ο ελληνικός λόγος, όπως εξελίχθηκε, διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε από τους προσωκρατικούς έως το λυκόφως του αρχαίου κόσμου, προσέγγισε τέτοια επίπεδα ενάργειας (καθαρότητας), πληρότητας και βάθους ώστε έφθασε στο σημείο να αμφισβητεί την ίδια τη σκοπιμότητα της ύπαρξής του. Μόνο πνευματικά συστήματα που έχουν εξακοντίσει τα ανθρώπινα δεδομένα στα απώτατα άκρα της τελειότητας μπορούν να διαθέτουν τέτοια ισχύ. Η ελληνική σκέψη, σε όλα όσα πραγματεύτηκε,.. έθετε στην κάμινο της κρίσης της ακόμα και την ίδια τη σκέψη, τη γραφή!
Ο Σωκράτης, που η φήμη του ξαπλώθηκε σταπέρατα του χρόνου και του χώρου μέσω των κειμένων του Πλάτωνα, στον διάλογο «Φαίδρος» (275, d4-l4) έπεμψε μήνυμα στην ανθρωπότητα να μιλάει, να επικοινωνεί, να είναι παρούσα όταν υπερασπίζεται ιδέες. Το κείμενο, για τον Σωκράτη είναι ένας ζωγραφικός πίνακας που δείχνει εσαεί την ίδια εικόνα και δεν αλλοιώνεται από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος ούτε στο βάθος του χρόνου. Είναι μεν τέχνη αλλά σταθερή στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό δεν εξυπηρετεί την αέναο ροή της πραγματικότητας και των αδιάκοπων μεταβολών που φέρνει ο χρόνος. Αυτό το σπάραγμα της σωκρατικής σκέψης δείχνει γιατί έχει ηττηθεί οριστικά και αμετάβλητα το πολιτικό σύστημα που οδήγησε στην απαξία την πιο ιερή ιδέα όλων, τη λέξη «Ελλάς».
Το πρώτο πιστοποιητικό θανάτου του ελληνόφωνου συστήματος του καιροσκοπισμού και της ξενοκρατίας ήταν δύο λέξεις: «ξύλινος λόγος». Η διαπίστωση των πολιτών ότι οι εκπρόσωποί τους, κυρίως της κεντροαριστεράς πτέρυγος, έχουν έτοιμες φούσκες για πάσαν νόσον και πάσαν ερώτηση, ήταν η πιο οδυνηρή από όσο νόμιζαν οι ομιλούσες τηλεοπτικές κεφαλές των κεντρικών δελτίων. Η πρώτη μεγάλη πέτρα που έπεσε στη βιτρίνα του ελληνικού προβλήματος ήταν οι δύο λεξούλες που προαναφέραμε: «ξύλινος λόγος». Η πολιτική ηγεσία, επειδή δικαίως δεν είχε εμπιστοσύνη στις ουτιδανές (μηδενικές, τιποτένιες) δυνατότητές της, δεν εμπιστεύεται το πηδάλιο του νου της στην αυθόρμητη σκέψη. Είτε επειδή οι δόλιοι ουδέποτε είναι αυθόρμητοι, όταν απευθύνονται στους πολλούς, είτε διότι δεν διαθέτουν δική τους, πρωτότυπη και αυθεντική σκέψη. Εξ ου και η επικράτηση των χιλιοφορεμένων κλισέ της ανίας.
Έτσι εξηγείται η απουσία του ενδιαφέροντος της κοινωνίας για τις πολιτικές ομιλίες και ελάχιστοι είναι αυτοί που θυσιάζουν μερικές ώρες από την ζωή τους για να συνωστιστούν σε μια αίθουσα όπου κάποιος θα αναγνώσει κείμενο που έγραψαν άλλοι για λογαριασμό του. Είναι πανθομολογούμενο γεγονός, αλλά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δεν δείχνουν να το αντιλαμβάνονται. Το να είσαι επικεφαλής πολιτικού κόμματος και δη ανεπάγγελτος και να διαβάζεις τον λόγο σου από μερικές ελαφρά τσαλακωμένες σελίδες είναι αξιοθρήνητο. Το κοινό ενδεχομένως να σου χαρίσει απλόχερα χειροκροτήματα που θα είναι τόσο αληθινά όσο τα κούφια λόγια τα οποία εκτόξευσες, ξεψυχισμένα.
Στο Δημοκρατικό Πολίτευμά μας σήμερα η αξιοκρατία είναι είδος εν ανεπαρκεία, πλεονάζει η μετριότητα που τροφοδοτείται από το Συνδικαλιστικό Κίνημα (γέννημα και θρέμμα του Σοσιαλισμού), χωρίς να απουσιάζουν και οι περιπτώσεις της καταφανούς ...μικρόνοιας. Για να ασχοληθείς σήμερα με την πολιτική δεν απαιτούνται προσόντα ευφυΐας, γνώσεων, ήθους, εργατικότητας, συνέπειας, ειλικρίνειας και ανιδιοτέλειας ώστε να θέτεις το ατομικό συμφέρον σου κάτω από το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Αντίθετα απαιτούνται ικανότητες δημαγωγού, λαϊκιστού, αριβίστα και χαμαιλέοντος.
Τώρα που η κρίση υπονόμευσε το βιοτικό μας επίπεδο, εμείς, η καταχρεωμένη σε τράπεζες και πιστωτικές κάρτες μεσαία τάξη, παρατηρούμε τους ηλικιωμένους γονείς μας, οι οποίοι κατάφεραν με κόπους χρόνων να δημιουργήσουν μια κάποια περιουσία, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση, αρκετές φορές, με σαφώς καλύτερους όρους από τους δικούς μας. Οι γονείς μας, είτε ήταν υπάλληλοι, είτε επαγγελματίες και επιχειρηματίες, είτε αγρότες, ήταν συνήθως άνθρωποι μετρημένοι. Ζούσαν λιτά και απέριττα, απεχθάνονταν τα δάνεια και τα δανεικά και προγραμμάτιζαν τη ζωή τους χωρίς σπατάλες. Έχοντας εμπειρίες πολέμων και οικονομικών καταστροφών, αντιμετώπιζαν το μέλλον με συστολή και συγκρατημένη απαισιοδοξία. Ήταν, με άλλα λόγια, συντηρητικοί άνθρωποι, πιστοί στο τρίπτυχο Πατρίδα – Θρησκεία – Οικογένεια.
Αυτός ο συντηρητισμός είχε καλλιεργήσει στα θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης συμπεριφορές όπως η εργατικότητα, η αποταμίευση, η πειθαρχία, ο σεβασμός στους νόμους, η εγκράτεια, η αλληλεγγύη και δη προς τον πάσχοντα. Ιδιαίτερα, η ελληνική εκπαίδευση ήταν γεμάτη από τέτοιες αξίες, που σήμερα τις θεωρούμε παλιομοδίτικες και συχνά αντιδρούμε και γελάμε όταν σκεφτόμαστε πως τα παλιά βιβλία του δημοτικού είχαν σαν πρότυπα καριέρας τον τσαγκάρη, τον ξυλουργό, τον αγρότη, τον ράφτη, τον καστανά. Ταπεινά επαγγέλματα και κόσμοι που αποτύπωναν τις αξίες του ελληνικού συντηρητισμού.
Αναμφίβολα οι παραπάνω αξίες συχνά εχλευάζοντο κυρίως από τις αυτοαποκαλούμενες προοδευτικές δυνάμεις. Ο σεβασμός στους κανόνες γινόταν άκριτη πειθαρχία, η αποδοχή των ιεραρχιών, υποτέλεια στους ισχυρούς, το μεγάλωμα του μωρού όχι με γάλα της μάνας αλλά με γάλα «Νουνού» - στα χέρια μιας οποιασδήποτε τροφού – βαπτίστηκε απελευθέρωση της γυναίκας από τα «δεσμά» της. Η ηθική μετατρεπόταν σε υποκρισία, η αποταμίευση σε μιζέρια, οι οικογενειακοί δεσμοί καταντούσαν νεποτισμός (οικογενειοκρατία), η αγάπη προς την πατρίδα εθνικισμός, η αίσθηση του να έχει κανείς ρίζες επαρχιωτισμός και η ασυδοσία του συνδικαλιστικού Κινήματος προοδευτισμός. Μας αρέσει ή όχι πάντως, αυτός ο συντηρητικός κόσμος άφησε το στίγμα του στη χώρα. Συγκρότησε έναν συνεκτικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς που κοινωνικοποίησε γενιές ολόκληρες προς συγκεκριμένα πρότυπα ζωής.
Η δεκαετία του 1970, ευθύς μετά την Μεταπολίτευση, παρέσυρε, πολύ σύντομα, τον συντηρητισμό και κυρίως τις αξίες του, προς ουτιδανές θέσεις. Μια νέα γενιά ανθρώπων, γεννημένη μετά το 1950, που δεν βίωσε πόλεμο, αναζητούσε να ξεφύγει από το περιοριστικό πλαίσιο της προηγουμενης περιόδου, διψούσε για νέες εμπειρίες και γρήγορη κοινωνική άνοδο. Αυτή η γενιά, χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες, οικοδόμησε το δικό της «αξιακό» σύστημα, που επεβλήθηκε εύκολα στις πολιτικές συνθήκες της Μεταπολίτευσης, με τις τραγικές συνέπειες που ζούμε σήμερα.
Μαζί με τα απόνερα, όμως, πετάχθηκε και το μωρό. Σύντομα τη θέση της αποταμίευσης πήρε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός. Τη θέση πως ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία διαδέχθηκε η ακόρεστη δίψα για πλούσια ζωή και πολυτελή διαβίωση, λησμονώντας την αρχαία ρήση των προγόνων μας: «Τ’ αγαθά κόποις κτώνται». Χάρη στα νέα ήθη, η καριέρα έπρεπε να οδηγεί στον γρήγορο πλουτισμό. Το ελληνικό κράτος αποκοιμήθηκε από νεόπλουτες φιλοδοξίες. Έτσι άνθισαν «αεριτζίδικα» επαγγέλματα, ξεφύτρωσε η μανία του Χρηματιστηρίου, του καζίνου και πολλοί οδηγήθηκαν στη διαφθορά και τη λεηλασία δημοσίων πόρων με την απλή και φθηνή αιτιολογία πως «μόνο με το μισθό δεν βγαίνεις». Μέσα σ’ όλα αυτά η αφοσίωση στην ιεραρχία αντικαταστάθηκε από την αντίληψη πως η αναίδεια, η αγένεια και ο φεμινισμός απελευθερώνουν. Ενώ η πίστη για την αξία της τήρησης των νόμων κλονίστηκε από την αίσθηση της ατιμωρησίας και την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν σαφή όρια πέραν από αυτά που ορίζει το εγώ και η ισχύς του καθενός εξ ου και το σλόγκαν των Αριστερών και Σοσιαλιστών: «το δίκαιο του εργάτου υπέρτατος νόμος»...
Δυστυχώς ο παλαιομοδίτικος συντηρητισμός δεν έδωσε τη θέση του σ’ ένα προοδευτικό φιλελευθερισμό που, διατηρώντας τις αξίες, όπως ο σεβασμός στο νόμο και την επιχειρηματικότητα, θα έφερνε μαζί του την αξιοκρατία, την ατομική ευθύνη, τον κοσμοπολιτισμό, τον ορθολογισμό και την ανεκτικότητα. Αυτό που επεκράτησε στη μεταπολίτευση, συνιστά ένα ιδεολογικό υβρίδιο που μπορεί να αποκληθεί «καταναλωτικός σοσιαλ-λαϊκισμός». Πρόκειται για ένα ιδεολογικό αμάγαλμα που προέκυψε από τη φιλοδοξία κοινωνικής ανόδου και τις καταναλωτικές προσδοκίες της μεταπολιτευτικής γενιάς σε συνδυασμό με την υιοθέτηση σοσιαλιστικών ιδεολογικών προσταγμάτων. Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για την ιδεολογία των εξεγερμένων μικροαστών: «Τα ήθελαν, όλα εδώ και τώρα» και δη με την ήσσονα προσπάθεια. Στην παραγωγή αυτού του κράματος συνετέλεσε τα μέγιστα η έλευση στην εξουσια του ΠΑΣΟΚ, το 1981, που είχε εξέχουσα συμβολή στην επικράτηση αυτού του καταναλωτικού σοσιαλ-λαϊκισμού με την αμέριστη βοήθεια και της Αριστεράς.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου