Πάντοτε υπήρχαν στην εγχώρια πολιτική σκηνή ιδιαίτερες προσωπικότητες, όχι από αυτές που ξεχωρίζουν για το πνεύμα, την διεισδυτικότητα και την διορατικότητα της σκέψης τους ή τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα αλλά από εκείνες που σου αφήνουν εκτός από ένα αμήχανο χαμόγελο και την απορία για το που τελειώνει ο πολιτικός σχεδιασμός ή η επικοινωνιακή τακτική και αρχίζει η συμπεριφορική παρεκτροπή. Κατά τα χρόνια της κρίσης πολλαπλασιάστηκαν αυτές οι φιγούρες ως απότοκο της κοινωνικής ανάγκης να βρει φιλόστοργη αγκαλιά σε θεωρίες συνωμοσίας και εφησυχασμού και της διάθεσης ορισμένων πολιτικών να εκφράσουν με όλο και πιο ακραίο τρόπο κάθε μορφή θυμικού αποπροσανατολισμού.
Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό λαϊκισμού οι ξεκάθαρα γραφικές περιπτώσεις, που περιβάλλουν αυθόρμητα το λόγο και τη δράση τους με μια γνήσια αίσθηση αφελούς αστειότητας περιπλεγμένης με την τάση για προσωπική πολιτική επιβίωση, μέσα στα κύματα που παρασύρουν ολόκληρο το σύστημα, μπορούν να προσεγγιστούν με συναισθηματική κατανόηση και μειδίαμα σχετικής πολιτικής ακινδυνότητας. Αυτοί όμως που περιπλέκουν θεσμικές υποχρεώσεις ή κρίσιμες εθνικές διαπραγματευτικές στάσεις με τον προσωπικό ωφελιμισμό, μέσα από ένα παράταιρο και εγωκεντρικό ύφος που αγνοεί τις συνθήκες, αποτελούν το πιο ενδιαφέρον αλλά και το επικίνδυνο κεφάλαιο που η συλλογική γελοιοποίηση του μάλλον το αγιοποιεί στους οπαδούς του.
Η καθηγητική αυταρέσκεια της απόλυτης αλήθειας στήνει αυτοεκπληρούμενα παίγνια και σπεύδει να εξαγγείλει την αυτο-επιβεβαίωση μιας θεωρίας ακόμα κι όταν τα δεδομένα καταδεικνύουν το αντίθετο. Αναζητεί φανερούς και άφαντους εχθρούς πλέκοντας συνωμοσιολογικά δράματα που φέρνουν την πρόσκαιρη συναισθηματική λύτρωση. Όταν βέβαια η ψυχολογική υπερισχύει της πολιτικής φωνής, όσον αφορά το είδος και το ύφος των παρεμβάσεων, όταν οι πρόσκαιρες πολιτικές πληγές (πχ από την μη υπουργοποίηση) μετατρέπουν θεσμικές ιδιότητες σε προσωπικό μικροκομματικό εργαλείο και μέσο ελέγχου των εξελίξεων, τότε περνάμε σε μια εντελώς καινοφανή φάση δημοκρατικής λειτουργίας.
Με μια ένταση και μια εμμονική τυπολατρία που εξιτάρει σαν αναβολικό τον εγωκεντρισμό γιατί αντιλαμβάνεται τον εκνευρισμό και την απόγνωση όσων την αμφισβητούν. Η «σταυροφορία» κατά του κατεστημένου και της προσαρμοστικόττητας αποκτά άλλη υπόσταση όταν συνοδεύεται από «ηρωικές» πράξεις που θέτουν το υποκείμενο σε αυτοθυσιακή θέση δοξασμένου «Δον Κιχώτη». Η χλεύη και το γέλιο των πολλών τονώνει την αποφασιστικότητα του μοναχικού μαχητή. Η απόρριψη και η απαξίωση από τους συμβιβασμένους είναι παράσημο στην στολή του ασυμβίβαστου αγωνιστή. Ακούραστη, επιθετική, επιτιμητική στάση δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνειών και αμφισβητήσεων για τον ιερό σκοπό της.
Φυσικό επακόλουθο αυτής της θεσμικής κατρακύλας είναι να αναζητούνται διέξοδοι στο μεταπολιτευτικό αδιέξοδο ακόμα και σε διαχρονικές γραφικές φιγούρες όπως ο Βασίλης Λεβέντης. Αποκόπτοντας μικρά μέρη των πολύωρων τηλεοπτικών παρουσιών του τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, που περιείχαν κάποια αυτονόητα συμπεράσματα, ορισμένοι κατέληξαν μέχρι και να θεωρούν ότι μέσα σε πολιτικά ανερμάτιστες και ψυχολογικά ασταθείς απόψεις θα βρεθεί εναλλακτικό πολιτικό λιμάνι.
Η μεταπολίτευση κατεβαίνει ταχύτατα τα σκαλοπάτια της σοβαρότητας και αγγίζει τον πάτο της γελοιότητας. Με κατευθυντήριο μοχλό την αυθόρμητη απαίτηση για διαφορετικό αφήγημα καταστήσαμε παράγοντες του δημόσιου βίου αυτοδίδακτους επαναστατικούς οικονομολόγους, σωρεία καθηγητάδων με ανύπαρκτο έργο κι ακόμα πιο μηδενική συμμετοχή στην κοινωνική πραγματικότητα, ανισόρροπους εκφραστές του μπουρλότου και νοσταλγούς της «φαιάς» και της «κόκκινης» λαίλαπας του περασμένου αιώνα. Ζωή «χαρισάμενος» και… Λεβέντικη, λοιπόν!
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου