Γράφ' η: κυρα Κούλα...
Επί Μεταξά ήταν που έγινε το ασφαλιστικό;
Τότε ήταν που διάφοροι του συναφιού του πατέρα μου, τούλεγαν:…
"...ισι καλά ουρέ; Στου ρουμέϊκου δινς παράδις; Θα στα φαν… πάϊσαν αυτά…".
Αφού είναι νόμος, έλεγε ο νομοταγής τάτας μας, οφείλω να τον σεβαστώ.
Τον σεβάστηκε ως την Κατοχή και πιστεύω κι όλοι οι νομοταγείς εργαζόμενοι.
Με τη απελευθέρωση άρχισε ο κοσμάκης να σέβεται νόμους, ακόμα και ασφαλιστικούς…
Δεν πληρώνω… δεν πληρώνω, επέμειναν πολλοί!..
"Θα μας τα φαν ορέ…".
Είναι νόμος, δικαιολογώταν οι νομοταγείς… Οι πιο νταήδες… δεν πλήρωναν.
Δυο θ'κοί μ' ιπαγγελματίες και οι δυο, με το βιλόν στο χέρι… και τι σύμπτουσ… και οι δυο… Τζιουμερκιώτις!..
Κάτω ο νόμος κι ο αστυνόμος, αντιστάθηκαν παλικαρίσια…
"Μ' πιρσευβ' δικάρα μουρ' μάνα μ'…" έλεγε και ματάλεγε στον εισπράκτορα που τακτικά πέρναγε από τ' αργαστήρια και διακόνευε εισφορές…
Ο πιο ευγενικός απαντούσε έτσι…
Ο άλλος, θ'κος μας, δε σιούκουνε κβέντα…
"Γιατί ουρέ να πληρώσου σι ταμείου; για έξυπνους θα τς πιάκου; και δεν τα βάνου μουναχός σι μ στν άκρα… κε δρόμου…".
Κι έφιφγναν οι εισπράκτορες ολνών τουν ταμείουνν σα δαρμένα σκ'λιά… Ως που 'δει κι απόειδει του κράτους και μας ασφάλσει… διά νόμου αυστηρού παρακαλώ… με προσωποκράτηση παρακαλώ, έτσω κι αν στ' αλήθεια δεν περίσσευε…
Κι ο καψαρός, ο νομοταγής πατερούλης μου δεν την είδε τη σύνταξη, την χάρηκε η μανούλα μου… ίσια – ίσια για τον κινηματογράφο της, που της άρεσε πολύ… και για σιύκα – μπόμπα στ' αγγόνια της.
"Κάνα φράγκου…" έλεγα στο νοικοκύρη μου, σαν πλησίαζαν χρονιάρες μέρες… "Πρώτα θα πληρώσουμε το ΤΕΒΕ για τη μας και το ΙΚΑ των υπαλλήλων… κι αν πιρσέψ' θα πάρετε κι εσείς…" έλεγαν οι συνέταιροι του ζανατιού μας…
(Κι ο υπάλληλός μας που βγήκε στη σύνταξη τώρα, παρουσίασε ένα βιβλιάριο καθρέφτη, ούτε ένα μεροκάματο δεν έλειπε… από δώδεκα χρονών παιδί που δούλευε σε μας!..)
Σαν θέλησα να δουλέψω κι εγώ –γιατί ως τότε δεν πιάνονταν τα… οικιακά, φράγκο δεν έβγαζα απ' αυτά- έτσι, για λίγα χρόνια –είπα- για το τσιγάρο του φοιτητή γιου… κι ύστερα, του φαντάρου… δήλωσα πως "ιγώ δεν πληρώνου ασφάλεια… θα μ'τα φαν… λίγα χρόνια θα δ'λέψου…"
Δεν έχεις δικαίωμα μου είπαν, θα μπεις φυλακή!..
------------
"...Τάκανα… τριάντα με του σμπάθειου! Έρχουνταν ου άνθρωπους και τουν πλήρουνα μια χαρά σα σκαζμέν'… Βέβεια, σαν συνταξιούχα, δεν μ' τ' φιρναν στου σπίτ κιόλις. Παένουμι ως… νούμιρα και καρτιράμι σα γουμάρια σν' Τράπιζα. Δηλαδή, πατάμι ένα κουμπί και βγαίνει ένα νούμερου και καρτιράμι σν' αράδα μας… να χαρούμε τα κόπια μας...
...Ιπροχτές, είμασταν κανουνικά νούμιρα, μ' ένα νούμιρο στου χέρ, φτωχοί συνταξιούχοι όλ'… Στραπατσαρισμέν', γκριζομάλλδις, με στραβουπατμένα παπούτσια, λίγο να γέρουμι, λίγο να κτσαίνουμι, λίγο απ' όλα… να καρτιράμι δυο ώρις να περάσν 47 νούμιρα!..Ένα ταμείου να δλεύ' για όλα ιμάς τα νούμιρα, που σαν δεν καταβάλαμα τ' ασφάλιστρα, μας καρτέργει... προυσουπουκράτησ'... τότις τράβσι τσατσάρα… π' λέμι όταν παραξηγιέτι κάποιους, συνταξιούχους που ουδεύ στ' δέκατ'… δικαϊτία τ'...."
Ναι!..Γειά σου Κίτσιου Μπαμπούρη, λιβέντ', π' σκώθ'κις να ζητήσεις ιξηγήσεις που είχαμαν γίν' νούμιρα στο καρτέρμα…
Ου νοικουκύρς μ' που μι καρτέραγι στου καφινείου... νόμσι' πως τα τίναξα σν' Τράπεζα κι ήρθι να παραλάβ' του σουρό μ'… αλλά έμνι μι τ' χαρά!..
Ήμαν ικεί δυο ώρες νούμιρου, μ' ένα νούμιρου στο χέρ, μαζί μ' άλλα νούμιρα συνταξιούχς… στιμένις λιμουνόκουπες που μας είχε χαρακτηρίσ' κάποτε κάποιος τρανός Έλληνας! Πετάχκι όμως ένας π' καρτέργι με το νούμιρου στου χέρ… και είπι… «Μουρέ… δε θα νάχν' παράδις…».
Λέτι;
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου