Του Μάκη Βορίδη
Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι το μείζον πολιτικό ζήτημα σήμερα δεν είναι η εκλογική απήχηση του Α ή του Β κόμματος, η δημοφιλία του Α ή του Β πολιτικού, ούτε, πολλώ δε μάλλον, η μεταγραφική παραπολιτική φιλολογία, αλλά αντιθέτως η προσπάθεια να διαμορφωθεί μία πολιτική θέση, η οποία θα περιέχει στοιχεία που θα αφορούν την κοινωνία, η οποία θα ενθουσιάσει, θα πείσει, θα κινητοποιήσει τους πολίτες, η οποία θα αντιστρέψει το κλίμα της κατήφειας, της μελαγχολίας, της οργής, της απαισιοδοξίας και θα στρέψει τους Έλληνες προς μία μεγάλη εθνική προσπάθεια διαρκείας, στο τέλος της οποίας όλοι θα είναι περήφανοι για το επίτευγμά τους, χρειάζεται μία πρώτη στοιχειώδης προσέγγιση των στοιχείων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει μία τέτοια πρόταση.
Το πρώτο και κύριο είναι η αναφορά στο συνολικό και όχι στο μερικό. Μία τέτοια πρόταση οφείλει να διευκρινίζει ποιους αφορά, σε ποιους απευθύνεται, να καθορίζει με τη μέγιστη δυνατή ευκρίνεια τη συλλογικότητα. Και τούτο διότι σε στιγμές κρίσης το συλλογικό υποκείμενο, το «εμείς», όχι μόνο δεν είναι σαφές, αλλά είναι επικίνδυνα αντιφατικό. Σε στιγμές κρίσης, όταν δύσκολες επιλογές πρέπει να γίνουν, όταν τα εισοδήματα των πολιτών πλήττονται, μπορεί να ξεσπάσει ένας άγριος ταξικός πόλεμος, χωρίς καν τα στοιχεία μίας ενσυνείδητης ταξικής σύγκρουσης, αλλά αντιθέτως με σκληρά, συντεχνιακά χαρακτηριστικά: οι ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, οι δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, οι μικροί και οι μεσαίοι επιχειρηματίες εναντίον των ιδιωτικών υπαλλήλων, οι ελεύθεροι επαγγελματίες εναντίον των συνταξιούχων κ.ο.κ. Η κάθε επαγγελματική κατηγορία, ακόμη και το κάθε μισθολογικό επίπεδο, θα μάχεται να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα, υποδεικνύοντας εμμέσως ή και αμέσως μία άλλη κοινωνική ομάδα για να «πληρώσει την νύφη».
Σε μία στιγμή που η μόνη δυνατότητα για να υπερβούμε την κρίση είναι η συλλογική στράτευση στο ιδανικό της οικοδομήσεως της Νέας Πολιτείας, μία τέτοια εξέλιξη θα είναι καταστροφική. Κανείς δεν θα γλιτώσει και -το χειρότερο- η Ελλάδα θα υποστεί μία ανυπολόγιστη καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει σε χρόνο και με τρόπο που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν.
Όμως η ορθολογική επίκληση της ανάγκης για συλλογική δράση δεν αρκεί σε μία πληττόμενη κοινωνία. Και τούτο γιατί αυτή η αναφορά στη συλλογικότητα θέτει έναν στόχο μελλοντικό και αβέβαιο, ενώ οι συνέπειες που υφίσταται ο καθένας ατομικά ή κάθε κοινωνική κατηγορία είναι άμεσες, βέβαιες και παρούσες. Σε αυτήν την κρίση πρέπει οι πολιτικοί να αποφασίσουν ποιοι θέλουν να κινητοποιηθούν και υπέρ ποίων τελικά θα αποβεί η προσπάθεια. Λέει η Αριστερά: οι εργαζόμενοι θα την πληρώσουν, άρα να μη δεχτούν τίποτε και να αντισταθούν, αναπαράγοντας έτσι τον κλασικό, ταξικό, διχαστικό της λόγο. Λέει μία ορισμένη Δεξιά, αλλά και ένα τμήμα της διαχειριστικής, ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας: προς Θεού να μη διακυβευτεί το ευρωπαϊκό εγχείρημα και αναβιώσουν οι εθνικισμοί, προς Θεού να μην ακουστεί η λέξη «προστασία», διακυβεύεται το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο. Πρέπει όμως να αποφασίσουν ως τι θέλουν να μιλάνε. Θέλουν να μιλάνε ως εκπρόσωποι των τάξεων; Θέλουν να μιλάνε ως εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας ή έστω ως Ευρωπαίοι; Ή θέλουν να μιλάνε ως Έλληνες;
Θα απαντούσε κανείς, δεν μπορούν να συντρέχουν σε ένα πρόσωπο όλες αυτές οι ιδιότητες; Να είναι και δημόσιος υπάλληλος και Έλληνας και Ευρωπαίος; Αυτό είναι αληθές, όπως αληθές είναι στο ίδιο πρόσωπο να συντρέχουν και άλλες ακόμα: να είναι Παναθηναϊκός, τρίτεκνος και νιτσεϊκός. Πλην όμως το ενδιαφέρον για τη διαπραγμάτευσή μας είναι η πολιτική επιλογή των όρων της συλλογικής αναφοράς. Με δύο λόγια, το ερώτημα είναι στην παρούσα κρίση η λύση είναι ταξική, εθνική ή ευρωπαϊκή; Και η απάντηση είναι ότι καμία ταξική προσέγγιση, αλλά και καμία υπερεθνική αναφορά δεν μας αφορά ως Έλληνες, ως εθνικό σύνολο.
Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινωνικές παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν, ούτε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν έχει διεθνείς διαστάσεις. Όμως οι κοινωνικές παράμετροι θα εξισορροπηθούν μόνο με σταθμίσεις εθνικής ωφέλειας και η διεθνής παράμετρος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα από την εθνική σκοπιά, από τη σκοπιά της υπερασπίσεως του εθνικού κράτους και της εθνικής κοινωνίας και όχι μέσα από τη σκοπιά του πρωταθλητισμού του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο όποιος Έλληνας πρωθυπουργός, στην Ευρώπη εκπροσωπεί το Ελληνικό Έθνος, γιατί από τους Έλληνες έλαβε εντολή και όχι από τους ευρωπαϊκούς λαούς, τους Ευρωπαίους πολίτες ή οτιδήποτε σχετικό.
Μόνο λοιπόν η αναφορά στην ταυτότητά μας, στην ιστορία μας, στις κοινές μας περιπέτειες, στη γλώσσα μας, η αναφορά δηλαδή σε όσα μας ενώνουν, η έμφαση σε αυτά, η αφύπνιση της συνειδήσεώς μας μπορούν να αποτελέσουν την κοινή βάση μας για υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς το έλλειμμα, το χρέος, η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη, το παραγωγικό πρότυπο, το κόστος δανεισμού και η αύξηση των επιτοκίων θα παραμείνουν πρόβλημα των κ.κ. Παπακωνσταντίνου, Σαχινίδη και Κουσελά, που το διαχειρίζονται ως λογιστές και όχι ως πολιτικοί, οπότε και θα αποτύχουν.
Η επίκληση όμως της εθνικής συλλογικότητας ως προαπαιτούμενο οικοδόμησης της κοινωνικής κινητοποίησης για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν λειτουργεί αυτόματα. Προϋποθέτει αξιοπιστία, προϋποθέτει πολιτικούς που δεν ανακαλύπτουν τον πατριωτισμό όταν «τα βρίσκουν σκούρα», αλλά τον δαιμονοποιούν όταν θέλουν να πραγματώσουν τα ιδεολογήματά τους.
Άρα η εθνική κινητοποίηση όχι μόνο δεν είναι εφικτή, αλλά απολύτως απαραίτητη. Μπορεί όμως να πραγματοποιηθεί με μία conditio sine qua non (θεμελιώδη προϋποθέση): με ένα άλλο πολιτικό σύστημα και με άλλους πολιτικούς όρους.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΔΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΣΑΝ ΕΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΤΟΥΣ. ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΘΟΥΝ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, ΠΟΙΟΥΣ ΟΜΩΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΕΔΩ, ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑ ΜΕΙΩΝΟΥΝ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ, ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΙΧΝΟΣ ΕΥΘΙΞΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΤΟΥΣ ΥΠΑΙΤΙΟΥΣ (ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ) ΤΗΣ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑΣ ΜΑΣ, ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΕ 4-8 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΥΠΟΛΟΙΠΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΕ 35-37 ΧΡΟΝΙΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΤΟ ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΝ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ, ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ.
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΝΑ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΚΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΝΑ ΜΗΝ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ ΙΧΝΟΣ ΕΥΘΥΞΙΑΣ. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥΣ ΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΗΡΑΝ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ, ΠΟΙΟΙ ΤΟΥΣ ΤΑ ΕΔΩΣΑΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ, ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΟΥΣ ΒΡΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΩ (ΚΟΠΡΙΤΕΣ, ΖΩΑ ΚΤΛ).
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΟΙ ΗΓΕΤΕΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΝ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΜΕ ΕΥΦΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑ.
Πάντα τα άρθρα του Μάκη είναι για λίγους και εκλεκτούς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετκή η ανάρτηση,giannioti.
«Τελειώνω, κύριε Πρόεδρε, λέγοντας το εξής: οι γονείς μου είναι συνταξιούχοι του ΤΕΒΕ και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Γυρνώντας στο σπίτι θα με ρωτήσουν: «Τι ψήφισες; Ψήφισες να μειωθεί η σύνταξή μας; Τα 800 και τα 650 ευρώ μας; Αυτό ψηφίζεις;». Έχω μια απάντηση που δινόταν ιστορικά: Μητρός τε και πατρός τε απάντων τιμιώτερον και αγιώτερον εστίν η πατρίς. Ευχαριστώ πολύ». (Τα τελευταία λόγια της ομιλίας στη Βουλή του Μάκη Βορίδη κατά την ψήφιση του Μνημονίου).
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάκη, όταν χρειαστεί να ξεπουληθεί έστω και ένα φύκι για εξυπηρέτηση του χρέους και του ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ, πλύσου και χαλάρωσε.
Θα πονέσεις λιγότερο!
ΒΟΡΙΔΗ ΨΗΦΙΣΕΣ Η ΟΧΙ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΠΟ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΟΤΙ ΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΥΜΑΡΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑΞΩΤΕΣ ΚΟΡΔΕΛΕΣ
Όσοι κατηγορείτε τον Βορίδη για την ψήφιση του άρθρου ένα του μνημονίου , θα σας παρακαλέσουσα να μας πείτε και απο που θα πέρνατε εσείς τα λεφτά για να μην πτωχεύσει η χώρα . Τσάμπα μάγκες έχουμε πολλούς...
ΑπάντησηΔιαγραφήπαρακαλούσα*
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΟΣ Ο ΜΑΚΗΣ,ΑΛΛΑ ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΕ ΛΑΘΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΟΜΜΑ,ΛΑΘΟΣ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ Η ΨΗΦΙΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ.
Η ψήφιση του μνημονίου εκτός από την δανειοδότηση χρέους και ελλείμματος σημαίνει και κάτι πιο ουσιαστικό, το τέλος της μεταπολιτεύσεως, φυσικό και επόμενο είναι ο Μάκης και κάθε Μάκης που έχει σιχαθεί την καφρίλα της γενιάς του πολυτεχνείου να θέλει την κατεδάφιση της.
ΑπάντησηΔιαγραφή