Θυμάσαι; Έλεγες ότι θα στεριώσεις σ’ αυτή την χώρα. Έκανες τα πάντα για να στεριώσεις. Μέχρι και το πατρικό του παππού σου στήριξες για να έχουν μεγαλύτερο βάθος οι ρίζες σου.
Θυμάσαι; Ξεκίνησες την δουλειά σου και έλεγες θα την κάνεις μεγαλύτερη, θα μεγαλουργήσεις στον χώρο σου. Έβλεπες τα χωράφια που έσφυζαν από εργάτες, αγρότες και έλεγες έχει μέλλον αυτή η χώρα. Οι βιοτεχνίες έπαιρναν νέο προσωπικό και από αυτό έβγαιναν καινούργιοι βιοτέχνες με δικές τους δουλειές.
Φεύγοντας για σπουδές ήξερες ότι θα γυρίσεις πίσω για να δημιουργήσεις. Ξεκίνησες κι εκεί κάπου στα μισά άρχισες να βλέπεις παραταγμένες κλούβες με πορτοκάλια να οδηγούνται στην χωματερή. Στοιβαγμένους τόνους βαμβάκι να σαπίζουν μέσα στην βροχή. Οι μικρές βιοτεχνίες αλλά και οι πρώτες βιομηχανίες να μπαίνουν σε πλειστηριασμούς τραπεζών. Κι οι εργάτες να κάνουν ουρές στα γραφεία πρώην λιγδιάρηδων δικηγορίσκων και μηχανικών που πλέον είχαν γίνει βουλευτές κόμματος και αργότερα υπουργοί κυβερνήσεων.
Το Δημόσιο ήρθε και στην πόλη σου. Οι άνθρωποι που θυμάσαι να κουβαλούν κλούβες με ντομάτες ή να σου λένε ότι κάποτε θα έκαναν την δική τους δουλειά, με το μάτι τους να λάμπει ακόμη κι αν το μεροκάματο ήταν φθηνό, έγιναν σαν κινούμενα μανιτάρια, συνταξιούχοι στα 45 να ξημεροβραδιάζονται στο καινούργιο φαινόμενο «καφετέρια στις 10 το πρωί».
Θυμάσαι; Η πόλη είχε σπίτια με αυλή και κήπο. Το βουνό πάνω της ήταν πευκόφυτο, τώρα πια μπετόφυτο. Ήταν αργά να φύγεις και απόμεινες να βλέπεις τις μπουλντόζες των ντόπιων να καταστρέφουν ό,τι έμεινε από τον γερμανικό βομβαρδισμό. Διαμέρισμα στον 8ο όροφο με θέση πάρκινγκ. Ακόμη αναρωτιέσαι πώς άνθρωποι που μεγάλωσαν σε αλάνες μπορούν να χωρέσουν την ζωή τους σε 90 τετραγωνικά.
Είχε και μια θάλασσα αυτός ο τόπος. Τώρα την έχουν μόνο για θέα, όσοι τρώνε σε κακόγουστες ψαροταβέρνες που προσφέρουν ψάρι από τον Ειρηνικό, αφού η δική τους έχει μεταλλαχθεί από βιομηχανίες που ξεπλένουν μαζί με τα χημικά και χρήματα πολιτικών του έθνους.
Είχε και ποτάμια που τώρα τα στένεψαν σε ρυάκια φτιάχνοντας φράγματα για να εξάγουν ρεύμα αλλά εσύ πληρώνεις το ρεύμα σαν εισαγόμενο τραβώντας καλλιτεχνικές φωτογραφίες από τα βυθισμένα χωριά που ξεπροβάλλουν όταν τα νερά λιγοστεύουν.
Είχε χωριά στα ορεινά που έβλεπες καπνό από όλες τις καμινάδες των πέτρινων σπιτιών. Που έβλεπες κήπους με μαρούλια και κοπάδια από αιγοπρόβατα να σουλατσάρουν στις βουνοπλαγιές. Τώρα αντί για σπίτια βλέπεις το νέο επιδοτούμενο ξενοδοχείο,«Η στρούγγα», που γεμίζει τις αργίες από κινούμενα μανιτάρια, εγχώρια και εισαγόμενα.
Ο τόπος σου δεν είχε μεγάλους δρόμους. Ο τόπος σου δεν είχε δήθεν χλιδή. Δεν είχε τίποτε από αυτό που σήμερα έχει. Είχε όμως αυτό που την ξεχώριζε. Γι’ αυτό γύρισες.
Θυμάσαι; Ήταν ο κόσμος σου.
Simple man / via panusis
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου