Τον είπαν συντηρητικό.
Ήταν!
Μα ήταν περισσότερο προοδευτικός από πολλούς που αυτοαποκαλούνται τέτοιοι.
Είπαν για εκείνον ότι δεν είχε το πολιτικό ανάστημα να ηγείται του τόπου!
Κι ο σοφός λαός του έδινε 1% στην μοναχική του πορεία με τη ΔΗΑΝΑ.
Κι έδινε την ψήφο του στον έρποντα λαϊκισμό της εποχής και σ’ εκείνους που έταζαν και υπόσχονταν θάλασσα στον Όλυμπο!
Την κατάντια την είδαμε…
Θυμάμαι τόσα και τόσα από εκείνον.
Θυμάμαι την στωικότητα του. Την καλοσύνη του. Την απλοϊκότητά του.
Την ακεραιότητά του.
Θυμάμαι που με κάποιους άλλους πιτσιρικάδες, τότε, μας μιλούσε με τις ώρες στα γραφεία της οδού Σόλωνος, στα γραφεία της 3ης Σεπτεμβρίου. Στα γραφεία του Πειραιά.
Θυμάμαι πως μιλούσε για την αναγκαιότητα σύνεσης στην πολιτική ζωή του τόπου.
Για την αναγκαιότητα συναίνεσης, την εποχή των «πράσινων» και «γαλάζιων» καφενείων και της μεγάλης πόλωσης.
Σαν εξωγήινος ακουγόταν από τους πολλούς.
Θυμάμαι βόλτες στο Ρίο και στην Ακράτα με το ποδήλατο.
Έτρεχε σαν άνεμος.
Θυμάμαι που σε τελείως «άκαιρες» στιγμές, στις εποχές της πλασματικής ευημερίας, εκείνος έλεγε ότι «η γραφειοκρατία ενεργεί απέναντι στους πολίτες με σαδιστική ευχαρίστηση».
Θυμάμαι όταν στο γραφείο του, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, με είχε φωνάξει και με ρωτούσε για την υπόθεση Θάνου –Κεντέρη, την οποία είχα αναδείξει –μαζί με άλλους συναδέλφους- από τα πρωτοσέλιδα της «Αθλητικής Ηχούς».
Κι ήταν εκείνος, ο ανώτατος άρχων που δεν μάσησε τα λόγια του, όπως έκανε τότε σχεδόν όλος ο πολιτικός κόσμος.
«Είναι ντροπή για τους Ολυμπιακούς αγώνες που διοργανώνει η Ελλάδα», είχε πει.
Θυμάμαι που πρώτος έβαλε στη θέση τους εκείνους που αποδοκίμαζαν τους αθλητές του τελικού των 200 μέτρων στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Επειδή τάχα μου είχε αποκλειστεί άδικα ο Κεντέρης.
«Ο αθλητισμός επιτρέπει τις επευφημίες, αλλά δεν επιτρέπει την αποδοκιμασία. Δεν ασκείται έτσι ο εθνικός εγωισμός, αντιθέτως ταπεινωνόμαστε»!
Θυμάμαι που μόνος έναντι όλου του πολιτικού συστήματος, αντιπαρατέθηκε με τον παντοδύναμο Χριστόδουλο, όταν εκείνος ζητούσε την επιστροφή στις ρίζες και την παράδοση.
«Δεν συμφωνώ μαζί σας», του είχε πει. «Οι ρίζες πρέπει να υπάρχουν και να δίνουν νέα τροφή στα κλαδιά που διαρκώς μεγαλώνουν και καλύπτουν υπό τη σκιά τους μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και ενεργειών»…
Τόσες και τόσες παρακαταθήκες που άφησε.
Θυμάμαι που ένα βράδυ του 1994, μετά την αποτυχία του στις ευρωεκλογές, κατέβασε τα ρολά του κόμματός του και πήγε σπίτι του.
Θυμάμαι πόσα δάκρυα συγκίνησης και εθνικής περηφάνιας προκάλεσαν όσα είπε, ως Πρόεδρος όλων των Ελλήνων, εκείνο το βράδυ που επισκέφθηκε την Ελλάδα ο Κλίντον.
Πρόεδρος ΟΛΩΝ των Ελλήνων.
Αυτός ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Θυμάμαι που τον είχα ρωτήσει για ποιον λόγο κάθεται ο ίδιος και απαντά – και μάλιστα χειρόγραφα- σε όσους του έστελναν επιστολές στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Η αυστηρή ματιά του, ήταν η απάντησή του.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος έφυγε.
Κι από χθες βράδυ, ομολογώ ότι εκτός από τη θλίψη, νιώθω φτωχός…
Και οργισμένος!
Για τα εκατομμύρια Έλληνες που τον ανακάλυψαν και τον αγάπησαν αργά…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου